Αν το Τόκιο είναι ο εγκέφαλος της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, η πόλη του 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων, 500 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, είναι η αληθινή ψυχή του.

Ας ξεκινήσουμε με κάτι ανορθόδοξο. Όπως το σκάνδαλο που συνταράσσει τις τελευταίες ημέρες τις κατά τα άλλα φιλήσυχες πλην κοσμοπλημμυρισμένες από ταξιδιώτες γειτονιές του Κιότο. Από την προηγούμενη Παρασκευή τίποτα δεν είναι πια ίδιο στην εμβληματικά γραφική πόλη της Ιαπωνίας. Ναι, μπορεί ο μέσος πολίτης του δυτικού κόσμου να έχει στο νου του την Aπω Ανατολή ως κοιτίδα του τεχνοπολιτισμού με ουρανοξύστες, φαραωνικές οθόνες ανάλυσης 8K και τρένα κωμικά γρήγορα και ντροπιαστικά συνεπή, όμως τόποι σαν το Κιότο διατηρούν ακόμα τον ακαταμάχητο vintage χαρακτήρα τους. Παρότι ήταν ανάμεσα στις υποψήφιες -αν όχι η επικρατέστερη- πόλεις για πυρηνικό βομβαρδισμό από τους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του Βʼ Παγκόσμιου Πολέμου καθώς διέθετε 2.000 βουδιστικούς και σιντοϊκούς ναούς, πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου, 17 μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και κυρίως στα περίχωρά του συνωστιζόταν η ιαπωνική πολεμική βιομηχανία, απέφυγε τη βαριά μοίρα.

Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς το Κιότο οφείλει τη σωτηρία του στον υπουργό Πολέμου των ΗΠΑ Χένρι Στίμσον, ο οποίος είχε επισκεφτεί την περιοχή και είχε μείνει έκθαμβος τόσο από το φυσικό κάλλος και την αρχιτεκτονική όσο και από την παράδοση που ξεπετάγεται σε κάθε γωνιά της πόλης συμπυκνωμένη στη σχεδόν απόκοσμη μορφή των γκεϊσών. Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά η πόλη αναμετράται με όσα της προικοδότησε η σωτηρία της. Δηλαδή τα σμήνη των τουριστών. Είναι τέτοιος ο αριθμός και τόση η μανία τους ώστε το τοπικό συμβούλιο αποφάσισε την προηγούμενη εβδομάδα να επιβάλει πρόστιμο σε οποιονδήποτε παρενοχλεί το σήμα κατατεθέν της πόλης, ήτοι τις γκέισες.

Τον τελευταίο καιρό τα παράπονα από τις Γιαπωνέζες που μεταγγίζουν στο σήμερα μια παράδοση χιλίων και πλέον ετών πύκνωναν. Οι γκέισες κατήγγειλαν ότι οι τουρίστες όχι μόνο τις κυνηγούσαν για μια selfie, αλλά συχνά κατέστρεφαν το περίτεχνο μακιγιάζ και τα πολυδαίδαλα χτενίσματά τους – ένα βίντεο στο YouTube αρκεί για να πείσει και τον πιο αδαή για την πολύωρη και σχεδόν επίπονη προετοιμασία που απαιτεί η μεταμόρφωση γυναικών της διπλανής παγόδας σε λειτουργούς του ενδεχομένως αρχαιότερου επαγγέλματος της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τελικά, ακόμα και μια φωτογραφία στη συνοικία-φωλιά των γκεϊσών πλέον τιμωρείται με πρόστιμο 65 ευρώ. Κοινώς, μην αγγίζετε τα εκθέματα.

Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα οι δωρεάν απολαύσεις στο Κιότο. Όπως το momijigari, το οποίο συμπτωματικά αυτή την περίοδο βρίσκεται στην κορύφωσή του. Το πρώτο πράγμα που πιθανότατα θα αντιληφθεί κανείς με το που θα πατήσει το πόδι του στην Ιαπωνία είναι ότι έχει περισσότερες άγνωστες λέξεις από εκείνες που μπορεί να «καταναλώσει», να κατανοήσει και, κυρίως, να ερμηνεύσει στο σύντομο πέρασμά του από την πόλη. Ακριβώς δηλαδή όπως το momijigari. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο το Κιότο κινείται γύρω από τον νοητό άξονα της παράδοσης που θέλει τα φύλλα που κοκκινίζουν, κιτρινίζουν και πέφτουν από τους σφενδάμους να δημιουργούν μια ατραξιόν ξακουστή στα πέρατα της Γης. Δε θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικότερος τόπος για παρατηρήσει ξέπνοος τα φύλλα που πέφτουν από το Κογιασάν, που παρεμπιπτόντως είναι ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα λατρευτικά κέντρα του βουδισμού – εκεί βρίσκεται και το περίφημο Τοτόντο, ένας υποβλητικός χώρος προσευχής με 10.000 φανάρια αενάως αναμμένα.

Αν σας πάρει η νύχτα, μη διστάσετε να δοκιμάσετε την εμπειρία του σουκούμπο, ήτοι της διανυκτέρευσης στο μοναστήρι, όπου θα ζήσετε τη μάλλον σπαρτιατική εμπειρία του μοναστικού ευ ζην. Τω αυτώ μπορεί κανείς να αποπειραθεί και στην περιοχή Αρασιγιάμα, επίσης ξακουστή για τις βουδιστικές μονές μα κυρίως για τα επιβλητικά δάση από μπαμπού, τα οποία ως γνωστόν είναι και γουρλίδικα. Με λίγη καλή τύχη θα βρείτε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Hoshinoya» και θα ευγνωμονείτε τον εαυτό σας που του χαρίσατε μια σκληροπυρηνικά ιαπωνική μινιμαλιστική εμπειρία ικανή να αποσυμφορήσει ακόμα και τα πιο μπλοκαρισμένα τσάκρα. Αν πάντως έχετε χρόνο μόνο για έναν ναό, τότε θα επισκεφτείτε τον Παρθενώνα του Κιότο, τον ναό Kinkakuji.

Αλλά αρκετά με την πνευματική τροφή. Επιστρέφοντας τις επίγειες απολαύσεις, την πρωτοκαθεδρία έχει η κοιλιά της πόλης ή αλλιώς η αγορά Νισίκι. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος ότι στα περίπου 100 καταστήματα του δαιδαλώδους συγκροτήματος θα βρει και του πουλιού το γάλα: από αποξηραμένα φρούτα, όλων των λογιών τις φύτρες και τα τουρσιά μέχρι το πατροπαράδοτο σούσι. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι αν κανείς αναζητά την απόλυτη ιαπωνική γαστρονομική εμπειρία δεν μπορεί παρά να προσέλθει με ευλάβεια και σεμνοταπεινοσύνη στον τριάστερο ναό «Kichisen». Το φημισμένο καϊσέκι (γαστρονομική παράδοση της Άπω Ανατολής) στο εν λόγω εστιατόριο δημιουργείται ιερουργικά και προσφέρεται ως μια ανεκτίμητη εμπειρία ζωής από τον σεφ Γιοσίμι Τανιγκάουα, που ανδρώθηκε στις κουζίνες ήδη από την ηλικία των 9 ετών. Για τίμιο καϊσέκι οι ντόπιοι επιλέγουν και το επίσης διάσημο και βραβευμένο με τρία αστέρια Michelin «Nakamura». Ναι, όλα τα ωραία στη ζωή πληρώνονται και δη αδρά. Σε άλλα γαστρονομικά νέα, το «Kitcho», το «Kikunoi» αλλά και το «Monk» είναι στην κορυφή της λίστας κάθε επικούρειου.

Στην περίπτωση που όλα τα παραπάνω δεν σας έχουν πείσει πως το Κιότο αξίζει μια θέση στη λίστα των προσεχώς σας, τότε τα θυρανοίξια του απέριττα πολυτελούς ξενοδοχείου «Aman Kyoto» σε λίγες ημέρες, ίσως γίνει ένας πρώτης τάξεως κινητήριος μοχλός. Άλλωστε κάθε παράρτημα της αλυσίδας είναι από μόνο του ένα γεγονός, πόσο μάλλον σε μια συγκλονιστικά ευλογημένη τοποθεσία όπως το Κιότο, το οποίο -παρότι ο ιαπωνικός πληθυσμός γηράσκει- καυχιέται ότι αναδύεται ως η πόλη των millennials.