Ο Κερκυραίος δημιουργός μας περιγράφει πώς η μεικτή καταγωγή του, η αθώα σχέση της οικογένειάς του με τη γαστρονομία, τα ταξίδια του και η παραμονή του στην Ιταλία τού έδωσαν τα πιο νόστιμα εφόδια.

Ο σεφ και ιδιοκτήτης του εστιατορίου Pomo d’Oro στη γραφικότατη πλατεία Σκαραμαγκά, στο κέντρο της πόλης, είναι νέος, αεικίνητος, άκρως δημιουργικός και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έχει καταφέρει να ξεχωρίσει με τα πρωτότυπα πιάτα του και να σε κάνει να αποζητάς να μοιραστείς μαζί του τη χαρά της μαγειρικής.

Πού γεννηθήκατε και μεγαλώσατε;
Με δύο λόγια είναι λίγο δύσκολο, έχω μεικτή καταγωγή. Η μητέρα μου είναι Γαλλίδα και ο πατέρας μου είναι Ελληνας. Γεννήθηκα στο Παρίσι, στη συνέχεια μετακομίσαμε στον Πειραιά, όπου έμεινα μέχρι το τέλος του Λυκείου. Από εκεί πήγα στην Μπολόνια, την ακαδημαϊκή και γαστρονομική πρωτεύουσα της Ιταλίας, όπου έμεινα δέκα χρόνια και από το 2005 έχω επιστρέψει ζω και εργάζομαι στη μοναδική Κέρκυρα.

Εικόνες και βιώματα που διαμόρφωσαν την πορεία σας στις κουζίνες…
Σίγουρα υπήρχε μέσα μου από πάντα. Θυμάμαι στα μεγάλα οικογενειακά τραπέζια το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να χωθώ στην κουζίνα και από τότε είχα τις ιδιαιτερότητές μου. Η καθεμία από τις τρεις μεγάλες κυρίες της ζωής μου -η μητέρα και οι δυο γιαγιάδες μου- έβαλε το λιθαράκι της. Η μητέρα μου με έμαθε να αυτοσχεδιάζω. Ως φοιτητής, τη μοναδική φορά που τόλμησα να την καλέσω για να ζητήσω συνταγή μου απάντησε: «Είσαι γιος καλλιτέχνη, να βρεις λύση» και σχεδόν μου το έκλεισε. Η Ελληνίδα γιαγιά μού έβαλε τις βάσεις της εποχικότητας και της γεύσης βλέποντας και βοηθώντας τη να φτιάχνει σχεδόν τα πάντα. Το να περνάω χρόνο μαζί της ήταν σαν να πηγαίνω σε θεματικό παιδικό πάρκο. Τυρί από την κατσίκα της, το μποστάνι και όλες τις παρασκευές που έκανε για να συντηρήσει τα καλούδια της: τουρσιά, λιάσιμο, πελτέ, ελιές, ελαιόλαδο, αλίπαστα, αλλαντικά… Πραγματικά σχεδόν τα πάντα. Από τη Γαλλίδα έμαθα την τελετουργία, τη φινέτσα, τη σημασία της επίσκεψης σε ένα εστιατόριο, ενώ μου μιλούσε πάντα για τη φιγούρα του σεφ στις κουζίνες σαν να ήξερε κάτι. Ωστόσο την ανάγκη να κάνω μια δημιουργική χειρωνακτική εργασία όπου θα μεταποιώ μια πρώτη ύλη σίγουρα την πήρα από τον πατέρα μου και τις ατελείωτες ώρες που περνούσα στο εργαστήριο γλυπτικής του. Δεν έχει μεγάλη διαφορά πιστέψτε με. Στη γλυπτική πρωταγωνιστεί η αισθητική και μένει στον χρόνο ενώ στη μαγειρική η αισθητική μετράει αλλά ο πρωταγωνιστής είναι η γεύση και δυστυχώς ή ευτυχώς είναι εφήμερη σαν τα μαγικά κόλπα. Παίζει για λίγο με τις αισθήσεις σου, εξαφανίζεται και μόνο αν έχει μεράκι και είναι καλό το θυμάσαι για πάντα.

Υπάρχουν κάποια φαγητά που λατρεύετε από παιδί;
Λέω πάντα ότι είμαι πολύ τυχερός γιατί η μεικτή μου καταγωγή, η αθώα σχέση της οικογένειάς μου με τη γαστρονομία σε συνδυασμό με τα ταξίδια που έχω κάνει και κυρίως η παραμονή μου στην Ιταλία μου έχουν αφήσει πάρα πολλά εφόδια. Δεν νομίζω να υπάρχει γεύση στο μενού μου που να μην έχει με κάποιον δαιδαλώδη τρόπο αναφορά στα παιδικά μου χρόνια και όλη την πορεία μέχρι να κάνω το δικό μου εστιατόριο.. Δεν μπορώ με τίποτα να ξεχάσω τη σπανακοτυρόπιτα της γιαγιάς μου, τα γεμιστά, του λαχανοντολμάδες, την τηγανιά αθερίνα, τις σούπες, τον τραχανά, το ρυζόγαλο με φρέσκο γάλα από την κατσίκα. Η λίστα είναι ευτυχώς ατελείωτη οπότε και τα ερεθίσματα για καινούρια πιάτα ή καινούριους συνδυασμούς. Στο φετινό καλοκαιρινό μενού έχω εστιάσει σε μεγάλο βαθμό στα πιάτα και τις γεύσεις που λαχταρούμε αμέσως μόλις βγούμε από τη θάλασσα. Με εκείνη την αλμύρα και το ιώδιο ακόμα στα χείλη που κάνουν τα πάντα πιο νόστιμα.

Σπουδές, ταξίδια, συνεργασίες, μέντορες…
Το 2006 τελείωσα το Ενιαίο Επαγγελματικό Λύκειο Πειραιά. Σχεδόν τυχαία ακολουθώντας τον μεγαλύτερο μου αδελφό που σπούδαζε Ιατρική βρέθηκα στην Μπολόνια. Ελπίζοντας ότι θα φανώ δυνατός και θα ακολουθήσω μια συμβατική φοιτητική ζωή γράφτηκα στην οικονομική σχολή με κατεύθυνση το Δίκαιο. Ωστόσο τα σχέδιά μου άλλαξαν σχετικά γρήγορα. Αρχισα να δουλεύω για μπορώ να έχω την οικονομική μου ανεξαρτησία και εκεί έπεσα στην αγκαλιά της βιομηχανίας της φιλοξενίας, από την οποία δεν κατάφερα ποτέ να δραπετεύσω. Στην πορεία αυτή υπάρχουν πολλοί λαμπεροί άνθρωποι που με στήριξαν και με επηρέασαν. Δούλεψα για το gruppo Rosa Rose της Μπεατρίτσε Λιπαρίνι, από την οποία έμαθα πώς να γίνομαι δημιουργικός από το τίποτα και πολυμήχανος στην αντιμετώπιση των δυσκολιών. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πώς πίστεψε σε ένα αμούστακο θρασύτατο 20χρονο όπως ήμουν τότε. Μέσα σε αυτή την εταιρεία ανδρώθηκα κάνοντας ό,τι δουλειά μπορεί να κάνει κάποιος στην εστίαση και παράλληλα γνώρισα την Ιταλία από όλες τις πλευρές. Ημουν ο μικρός της παρέας με τρελή ενέργεια κι έτσι γνώρισα κάποιους πολύ καλούς φίλους και συνεργάτες που ο καθένας λειτούργησε με τον τρόπο του και με επηρέασε στην πορεία. ΟιΕνρίκο Νταρντάνι, Μανουέλ Χερεμία,Τζιανπιέρο Πιάτσα, Τζόρτζιο Γκάλο, Μάσιμο Μουρατόρι. Ο Φάμπιο Μπιάτζι, εστιάτορας μέχρι το κόκκαλο, της οικογένειας που έχειτον χαρακτηρισμό «βασιλική οικογένεια των τορτελίνι», παρότι δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, με τις κουβέντες και τον τρόπο ζωής του επίσης διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στους μέντορες μου. Από τους «μεγάλους»Μάουρο Ουλιάσι, Αλέν Ντικάς. Στα δικά μας νερά, έχω την τύχη να μπορώ να αποκαλώ φίλουςκαι όχι μόνο μέντορες τον Λευτέρη Λαζάρου -μεγάλωσα με τον μύθο του στον Πειραιά- και τον Ηλία Μαμαλάκη που όταν επέστρεφα για διακοπές από την Ιταλία έβλεπα την εκπομπή του και μου υπενθύμιζε πόσοι θησαυροί υπάρχουν στην χώρα μας. Ξυπνούσε μέσα μου αναμνήσεις που με την ταχύτητα της ζωής εκεί είχαν θολώσει. Ωστόσο η λίστα είναι μεγάλη: ο Εκτορας, ο Περικλής, ο Δημήτρης, ο Γιάννης, ο Αλέξανδρος, ο Γκίκας, ο Σπύρος… και όλη αυτή η τρομερή γενιά που διαμορφώνει τη νέα ελληνική κουζίνα είναι πηγή ενέργειας δύναμης και έμπνευσης και φυσικά η Μαρία Στρατάκου, η συνεταίρος μου στην περιπέτεια.

Πώς πήρατε την απόφαση να ανοίξετε εστιατόριο; Δυσκολίες συναντήσατε; 
Ημουν οκτώ ετών όταν είδα την ταινία «Le grand restaurant» με τον Λουί ντε Φινές και έκανα τη μεγαλεπίβολη δήλωση στους γονείς μου ότι θέλω όταν μεγαλώσω να κάνω ένα τέτοιο εστιατόριο. Μετά, όπως όλα τα παιδιά, ήθελα να γίνω αστροναύτης, πιλότος, αρχιτέκτονας και τελικά κατέληξα στον διττό ρόλο μάγειρας-εστιάτορας. Πώς το αποφάσισα; Λίγο από αφέλεια, λίγο από φιλοδοξία, λίγο από τρέλα, λίγο από ξεροκεφαλιά γιατί ήθελα να κάνω το δικό μου, κάνοντας τη μαγειρική μου ζωή πολύ πιο δύσκολη. Δυσκολίες αντιμετώπισα και αντιμετωπίζω. Εχει γίνει τρόπος ζωής για όλους τους εστιάτορες να ξεπερνάμε καθημερινά εμπόδια που δυστυχώς μας αποσπούν την προσοχή από την πραγματική φύση της δουλειάς μας. Αν είχαμε τον χρόνο και το περίσσευμα ενέργειας να επικεντρωθούμε στη δημιουργική πλευρά, όπως η εκπαίδευση, η εύρεση πρώτων υλών, η περιποίηση των φιλοξενούμενων στα εστιατόριά μας, θα είχαμε σίγουρα πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Αντ’ αυτού κυνηγάμε φαντάσματα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον που επιχειρούμε.

Ποια κουζίνα υπηρετείτε στο εστιατόριό σας;
Πιστεύω πολύ στην έκφραση ότι όσο πιο τοπικό είναι κάτι τόσο πιο παγκόσμιο. Πιστεύω ότι η πληροφορία, η γνώση και η τεχνικές είναι επίσης παγκόσμιες και δεν υπάρχουν μυστικά. Ωστόσο οι πρώτες ύλες, οι γεύσεις και οι στιγμές που δημιουργούνται είναι απολύτως τοπικές και βαθιά ριζωμένες στο γενετικό υλικό κάθε τόπου. Χρειάζεται χρόνος και πολλές μικρές επαναστάσεις για να τροποποιηθεί αυτό. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η φιλοσοφία του εστιατορίου. Προσπαθούμε από τη μικρή κουκκίδα στον χάρτη που βρισκόμαστε να υπηρετούμε τη Νέα Ελληνική Κουζίνα υιοθετώντας τεχνικές, γνώσεις και φιλοσοφία αναπόφευκτα από τις τρεις χώρες που έχω την τύχη να έχω βιωματική εμπειρία. Ακούγεται ίσως εγωιστικό αλλά αυτό είμαι. Ενα κράμα Ελλάδας – Γαλλίας – Ιταλίας και σίγουρα βγαίνει ενδόμυχα και στα πιάτα που δημιουργώ και στον τρόπο που λειτουργεί το εστιατόριο. Ωστόσο οι πρώτες ύλες είναι αυστηρά ελληνικές και κορμός μας η ελληνικότητα.

Από πού προμηθεύεστε τις πρώτες ύλες σας και ποια υλικά αγαπάτε να δουλεύετε;
Δεν έχω κάποιο αγαπημένο υλικό. Ο,τι είναι εποχής και φτιαγμένο με μεράκι με συγκινεί και με προκαλεί εξίσου να το χρησιμοποιήσω. Είμαι ακόμα πιο χαρούμενος όταν γνωρίζω τον παραγωγό. Εχουμε καταφέρει το μεγαλύτερο μέρος των λαχανικών που χρησιμοποιούμε να είναι από το νησί συμπληρώνοντας από τις κοντινές περιοχές της ηπείρου. Ο,τι έχει να κάνει με τη θάλασσα είναι από τα νερά του Ιονίου ενώ για τα κρέατα αναγκαστικά από τη Μακεδονία και την Ηπειρο, εκτός από ένα μικρό κομμάτι που καταφέρνουμε να είναι από το νησί. Το ίδιο και με τα όσπρια και τα δημητριακά. Τέλος, τα κρασιά είναι το μόνο που έρχεται από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Για όλες τις προμήθειές μας βασιζόμαστε σε μικρούς παραγωγούς, τοπικούς εμπόρους και την τοπική αλυσίδα διανομής.

Οροι όπως «ντόπιες εποχικές πρώτες ύλες», «farm to table νοοτροπία», «ενσωμάτωση πρακτικών αειφορίας τροφίμων» βρίσκουν με κάποιον τρόπο εφαρμογή στη δική σας κουζίνα;
Είναι ο οδικός μας χάρτης. Είναι οι βασικές μας αρχές και αναμφισβήτητα η παγκόσμια τάση. Η ηθική μαγειρική με σεβασμό στις πρώτες ύλες και στον πλανήτη είναι η κρυφή δύναμη που έχει η βιομηχανία μας για να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο και η εγγύηση ότι θα έχουμε μοναδικές νόστιμες πρώτες ύλες να κάνουμε τη δουλειά μας. Δεν περνά την πόρτα της κουζίνας μου κάτι που να μην πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, έχω μειώσει στο ελάχιστο δυνατόν ακόμα και τη χρήση μπαχαρικών παίρνοντας αρώματα και γεύση από μυρωδικά που μαζεύουμε στο νησί.

Οταν μαγειρεύετε νιώθετε…
Σεβασμό για την πρώτη ύλη, αγωνία για το αποτέλεσμα, περιέργεια και χαρά σαν παιδί, αδρεναλίνη και έναν περίεργο τσαμπουκά πειραιώτικο, που λέει ότι θα το καταφέρουμε με κάθε τρόπο και θα είναι νόστιμο!

Best seller πιάτα στο εστιατόριο που να έχουν γράψει ιστορία…
Η σαλάτα «Καλοκαίρι», το ρόστο από μοσχάρι με ταραμά και αυγοτάραχο, τα ραβιόλι κόκορα παστιτσάδο, το «λιβάδι», που είναι μια αργοψημένη προβατίνα με κολοκυθάκια, βλίτα και φασολάκια, του «μελιού το πανηγύρι» που ουσιαστικά είναι ψητή γραβιέρα με μέλι Σεπτεμβρίου, σουσάμι και κηρήθρα καραμελας, ένα πιάτο που έχουμε κάνει για να τιμήσουμε δύο εξαιρετικούς παραγωγούς, την οικογένεια Αγιοβλασίτη για το τυρί της και την οικογένεια Δεμερτζόγλου για το μέλι, το «μιλφέιγ της Μαρίας» με κρέμα αρωματισμένη με αρμπαρόριζα. Από το φετινό μενού ιδιαίτερη επιτυχία έχουν η μορταδέλα σουπιάς με αγκινάρες από τον Αρίλλα, ο «Χαλικούνας», που είναι ένα καρπάτσιο από μαριναρισμένο καπνιστό ροφό με διάφορα στοιχεία όπως κρίταμα, βιολογικά ντοματίνια κονφί που παράγονται ακριβώς δίπλα στη λιμνοθάλασσα και γαριδάκι όταν υπάρχει. Από τα γλυκά η σοκολάτα με εσπεριδοειδή της Κέρκυρας.

Από πού αντλείτε έμπνευση για τα πιάτα σας; 
Από παντού υποθέτω, κάθε ερέθισμα λειτουργεί καταλυτικά. Από τους ανθρώπους, τη φύση, την τέχνη, τα ταξίδια, από αναπάντεχες αναμνήσεις.

Δώστε μου τον δικό σας ορισμό της απλής, εύκολης και ουσιαστικής κουζίνας;
Να είμαι ειλικρινής θεωρώ η διατροφή μας ότι αξίζει να της αφιερώνουμε χρόνο, χωρίς καμία υπερβολή τόσο όσο. Αρκεί λίγη οργάνωση και λίγη υπομονή ώστε να αποκτήσουμε τη σχετική εμπειρία. Πρώτα απ’ όλα πολύ καλά υλικά, φρέσκα, εποχής, αγνά. Στη συνέχεια πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τις ισορροπίες αλμυρό – γλυκό – ξινό – πικάντικο – ζεστό – κρύο – μαλακό – τραγανό – αρώματα και πριν το καταλάβουμε κάνουμε θαύματα. Και για να μην παρεξηγηθώ μερικά παραδείγματα: τηγανητές πατάτες, η σωστή ποικιλία, στη σωστή θερμοκρασία, σε εξαιρετικό ελαιόλαδο, με λίγο ανθό αλατιού, λίγη ρίγανη και για καρύκευμα ένα μείγμα από στραγγιστό γιαούρτι, μέλι, μουστάρδα, ξύδι, ελαιόλαδο, καυτερό κοκκινοπίπερο και ένα ολόκληρο σκόρδο μέσα να δώσει το απαραίτητο άρωμα και να το αφαιρέσουμε. Σκεφτείτε έχουμε τις τραγανές εξωτερικά και μαλακές εσωτερικά πατάτες, ζεστές, με τον ανθό να δίνει ένταση, τη ρίγανη άρωμα και το καρύκευμα γιαουρτιού μια γλυκόξινη και ελαφρός πικάντικη δροσιά. Μίι χωριάτικη σαλάτα στην οποία θα προσθέσουμε καρπούζι, καβουρδισμένα κουκουνάρια, καυτερή πιπεριά, βασιλικό με μπόλικο ζεστό προζυμένιο ψωμί για βούτα. Ή ένα γιαχνί λαδερό όπως τα φασολάκια, όπου το μόνο που θέλει είναι να δώσουμε μερικά λεπτά στο αρχικό γιάχνισμα του σκόρδου με το κρεμμύδι, αρκεί μια κουταλιά μέλι για να τονώσει το γλυκόξινο, υγρασία τόση όση να καλύψει τα υλικά μας ώστε να μην παραμαγειρευτούν και να μη χάνετε χρόνο περιμένοντας να εξατμιστούν, λίγο χυμό λεμόνι και μερικά μυρωδικά στο τελείωμα, λίγο ωμό ελαιόλαδο, λίγη πικάντικη φέτα, καλοψημένο ψωμί και μαγεία μέσα σε 20-30 λεπτά. Μικρές συμβουλές και μυστικά με τα οποία πραγματικά μπορούν να κάνουν όλοι πολύ νόστιμα φαγητά προσφέροντας απόλαυση και υγιεινή διατροφή στον εαυτό τους και τους αγαπημένους τους. Ετσι είναι και η μαγειρική, απλή. Και με λίγη θέληση όλοι μπορούμε να μαγειρέψουμε σωστά και νόστιμα.

Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, πιστεύετε πως θα αλλάξει ριζικά η εστίαση όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα;
Ισχύει πως σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά γρήγορα από γεγονότα όπως η πανδημία η εστίαση δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να προσαρμοστεί όσο πιο αποτελεσματικά και δημιουργικά μπορεί. Ισως είναι χρυσή ευκαιρία για ένα κοιμώμενο γίγαντα να ξυπνήσει. Η εστίαση πρέπει να αλλάξει και να βρει τρόπο επιβίωσης με επαγγελματισμό, αξιοπρέπεια και ηθική όχι με εκπτώσεις και εύκολες περικοπές αλλά με δημιουργία, εργατικότητα και αποτελεσματικότητα. Οχι μόνο για να αντιμετωπίσει τη στιγμή αλλά για να συνεισφέρει τα μέγιστα στην οικονομία, στην προστασία του πλανήτη και την ψυχολογία του κόσμου. Μια εστίαση που λειτουργεί με ασφάλεια δίνει το σύνθημα ότι η επανεκκίνηση είναι δυνατή και κοντά.

Αναγκαστήκατε να επαναπροσδιορίσετε τη φιλοσοφία, τις πρώτες ύλες και την ουσία της κουζίνας σας μετά τα μέτρα;
Θεωρώ ότι οι επιχειρήσεις που λειτουργούσαν με επαγγελματισμό δεν χρειάστηκε να αλλάξουν πολλά στην καθημερινότητά τους. Είμαστε μαθημένοι να τηρούμε διαδικασίες και να είμαστε προσεκτικοί. Τα περισσότερα προβλέπονταν από το HACCP, υπάρχει η κουλτούρα και η εκπαίδευση. Εμείς στο εστιατόριο είμαστε από τους τυχερούς γιατί η φυσική θέση και η χωροταξία του κτιρίου σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας μας μας επέτρεψαν να εφαρμόσουμε τα πρωτόκολλα χωρίς μεγάλες θυσίες. Δυστυχώς κάναμε λιγότερες προσλήψεις προσωπικού λόγω του μειωμένου κύκλου εργασιών αλλά και για να μπορούμε να τηρούμε τις απαραίτητες προβλεπόμενες αποστάσεις στους χώρους εργασίας. Νομίζω πάντως ότι όλος ο κλάδος θα προσαρμοστεί και ο μεγάλος ωφελημένος θα είναι ο πελάτης που θα έχει στις επιλογές του χώρους που λειτουργούν με μεγαλύτερο επαγγελματισμό και ασφάλεια.

Τι όνειρα κάνετε για το μέλλον, επαγγελματικά και προσωπικά;
Είμαι ονειροπόλος και αισιόδοξος γενικά. Εχω κάποιες γαστρονομικές ιδέες που θα ήθελα να εφαρμόσω, κάποιες έχουν δρομολογηθεί και θα γίνουν στο εστιατόριο, άλλες είναι στο συρτάρι και περιμένουν να ωριμάσουν οι συνθήκες. Θα ήθελα πολύ να μπορέσω να αντιστρέψω τη ροή και να μεταφέρω λίγη γαστρονομική Ελλάδα στην Ιταλία και τη Γαλλία έμμεσα μέσα από το εστιατόριο αλλά και άμεσα με φυσική παρουσία εκεί, όπως με κάποια συνεργασία σαν pop up ή ακόμα και κάτι πιο μόνιμο. Προσωπικά θα ήθελα περισσότερο ελεύθερο χρόνο με τους αγαπημένους μου και μερικά ταξίδια.

Να κλείσουμε με μια θετική σκέψη και ευχή;
Σε ένα σεμινάριο στο πανεπιστήμιο μας είχαν φέρει ως παράδειγμα μια φωτογραφία από ένα λουλούδι που σκάει μέσα από το οδόστρωμα στην άκρη ενός δρόμου και μας είπε ο καθηγητής ότι τα καταφέρνει γιατί κανείς δεν του έχει πει ότι η δεν μπορεί να διαπεράσει την άσφαλτο. Είμαι σίγουρος πως η δύναμη της φύσης μας για ζωή και φυσικά η επιστήμη θα μας οδηγήσουν σύντομα σε καλύτερες μέρες.

info
Pomo d’Oro, Πλ. Σκαραμαγκά 11, Κέντρο πόλης, Κέρκυρα, τηλ. 26610 28680.

Δείτε επίσης:
Chef’s table: Νίκος Θωμάς (Simul gastronomic situ)

Sacha Lichine: Ο γκουρού της Προβηγκίας

Chef’s table: Αργυρώ Κουτσού (Μπασία, Ζάκυνθος)