Τον σεφ Μάνο Πυθάρα τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Brokies στην Κάντζα, όπου μου άφησε τότε τις καλύτερες εντυπώσεις. Έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση να ακούσω ότι άνοιξε δικό του μαγαζί και να μην πάω να το δοκιμάσω. Τον βρήκα στην ίδια οδό, λίγο πιο πάνω αυτή τη φορά, σε ένα εστιατόριο που αυτοχαρακτηρίζεται ως εδεσματοπωλείο, το Λυκονέρι. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς πώς προέκυψε το όνομα αυτό, γι’ αυτό και στο τέλος του κειμένου παραθέτω ένα κείμενο που βρήκα στο σουπλά μου*.

Η μαγειρική ομάδα του σεφ Μάνου Πυθάρα (δεξιά) συμπληρώνεται από τους Γιώργο Μανιμανίδη και Γιάννη Νάτσιο.

Ο χώρος είναι όμορφος και καθαρός σε γήινες αποχρώσεις με έντονο το παραδοσιακό στοιχείο. Το ξύλο κυριαρχεί και δένει γλυκά με τη μεταλλική κατασκευή μπροστά από την κουζίνα, τα φωτιστικά από βαρέλια ξεχωρίζουν, ενώ το χρώμα ξεπετάγεται μέσα από διάσπαρτες πινελιές, όπως τις ξύλινες καρέκλες καφενείου και τα πανέμορφα κεραμικά πιάτα. Το προσωπικό είναι ευγενικό και γρήγορο. Νέοι άνθρωποι, πρόθυμοι, με χιούμορ και καλή διάθεση. Τα πρώτα σημάδια είναι πολύ ενθαρρυντικά. Το ίδιο και η συνέχεια. Ο κατάλογος είναι δύο σελίδες, με λίγο απ’ όλα, πράγμα καλό, για να μην χάνεστε σε άπειρα πιάτα. Στην αρχή φέρνουν μια πολύ νόστιμη φάβα από ρεβίθια, ζεστή -το τονίζω γιατί έχει σημασία και δυστυχώς δεν το συνηθίζουν στα μαγαζιά.

Στα πρώτα υπάρχουν αλοιφές, τυριά από διάφορα μέρη της Ελλάδας και σαλάτες, όπως η πειραγμένη Ελληνική, που είχε μαλακό τυρί και κάππαρη Άνδρου. Όλες οι σαλάτες κρύβουν μια έκπληξη, όπως τα Βλήτα τα Τσιγαριαστά, για παράδειγμα, που έρχονται με αβγό τηγανητό ή η Παντζαροφυλλοσαλάτα, που κρύβει μέσα τις απάκι κοτόπουλου και φυστίκια Αιγίνης! Μετά πάμε στα μεζεκλίκια (υπάρχουν ωστόσο και μεζέδες από τον βυθό, όπως χέλι καπνιστό ή χταποδάκι στιφάδο), από τα οποία ξεχώρισα τα Κεφτεδάκια της γιαγιάς Ανδρονίκης (άρεσαν πολύ και στα παιδιά), τα Στικς Κολοκυθιού, που έφεραν μαζί τους και ντιπάκι γιαουρτιού και τα Μοσχαρίσια ριγανάτα Συκωτάκια.

Από κυρίως υπάρχει πάντα ένα πιάτο ημέρας, όπως Προβατίνα στη λαδόκολλα στον ξυλόφουρνο για 12 ώρες σιγομαγειρεμένη, Γουρουνοπούλα με κόρτσα Μεσσηνίας ή παραδοσιακή Παστιτσάδα Κέρκυρας με κόκκορα αλανιάρη και χοντρό μακαρόνι. Απλά ρωτήστε τι υπάρχει την ημέρα που θα πάτε. Πολλά από τα πιάτα γίνονται στον ξυλόφουρνο γι’ αυτό είναι και ιδιαίτερα νόστιμα. Ωστόσο, πάρτε οπωσδήποτε και ένα Rib eye (τρυφερή καρδιά σπαλομπριζόλας στον κατάλογο), που είναι μαλακό και πάρα πάρα πολύ γευστικό. Λιώνει σαν βούτυρο στο στόμα και είναι από τα καλύτερα κρέατα που έχουμε δοκιμάσει. Για πιο μεγάλες πείνες, επιλέξτε τα Μοσχαρίσια Μάγουλα, που συνοδεύονται με σκιουφικτά και ξυνομυζήθρα.

info
Λαυρίου 150, Γλυκά Νερά, τηλ. 210 6659595. Κόστος: από 15 ευρώ το άτομο. Ώρες λειτουργίας: Καθημερινές από τις 18.00, Σάββατο, Κυριακή και μεσημέρι, 13.00 – 01.00.

  • Για την ιστορία: «Τον 5ο αιώνα π.Χ. στους πρόποδες του Υμηττού, υπήρχε ένα ρωμαϊκό κτίσμα που έκρυβε το πιο αρχαίο πηγάδι, με το πιο γλυκό και καθαρό νερό. Εκεί ζούσε μια αρχαία φυλή, με αρχηγό τον Λεοντάριο, που ήταν και φύλακας του νερού από τους λύκους. Οι λύκοι κατοικούσαν στην πλαγιά του βουνού και για χρόνια περιπλανόμενοι έψαχναν τροφή αλλά και το πιο σημαντικό για την επιβίωσή τους καθαρό νερό, ώστε να κατευνάσουν τη δίψα τους. Κάποιοι στιγμή τέσσερις νεαροί λύκοι, ο Γρηγόριος ο Κασιονέριος, ο Δημήτριος ο Μπαρμπάνιος, ο Ιωάννης ο Κοινοτάρχιος και ο Εμμανουήλ ο Μαγείριος, αποφάσισαν να βγάλουν τη φυλή τους από την κατάρα της δίψας και να αναζητήσουν την πιο καθαρή πηγή νερού. Κατέβηκαν λοιπόν στο πιο κεντρικό μονοπάτι κάτω από το δάσος τους και κατάφεραν να φτάσουν στο πηγάδι που είχε το πιο γλυκό νερό. Έπειτα από σκληρή μάχη, ο Λεοντάριος έπεσε, οι λύκοι έφτασαν στο πηγάδι, δροσίστηκαν και αυτόματα μεταλλάχτηκαν και έγιναν ένα με τους υπολοίπους». Στη συνέχεια, το συγκεκριμένο κτίσμα μετονομάστηκε σε Λυκονέρι. Το παραπάνω απόσπασμα φέρεται να είναι από το βιβλίο του εξερευνητή Μπροκάριου Μουντμπάρι.