Δίπλα από την πλατεία Αγίου Γεωργίου στον Κορυδαλλό, σε απόσταση αναπνοής από τον σταθμό του μετρό της περιοχής, υπάρχει μια παλιά, όμορφη, πέτρινη μονοκατοικία.

Η Σούζυ έχει την πόρτα της ανοιχτή και μας προσκαλεί να διασχίσουμε τη σάλα της με το σβηστό λόγω εποχής τζάκι, τα πολύχρωμα μωσαϊκά, και να προαυλιστούμε στην πίσω αυλή της.

Εκεί, με το ξύλινο ντεκ, τα φυτά και τα δέντρα που πια έχουν φουντώσει, βρίσκουμε ένα περιβάλλον όσο πρέπει απομονωμένο, ώστε να απολαύσουμε ένα δείπνο στην καρδιά μιας ζωντανής γειτονιάς, χωρίς τους θορύβους της πόλης.

Σε αυτή την αυλή βρέθηκαμε κι εμείς, και όχι για πρώτη φορά. Το Σούζυ Τρως, ειδικά για εμάς τους Πειραιώτες, είναι ένα εστιατόριο που άλλαξε το γαστρονομικό προφίλ της περιοχής του Κορυδαλλού. Πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων (θα τα πούμε πιο αναλυτικά σε ένα άλλο ποστ), ο Κορυδαλλός, εκτός από καλό σουβλάκι και καφέ, λίγα είχε να προσφέρει στους ανθρώπους με ουρανισκό που εύκολα βαριέται. Όμως, τα τελευταία χρόνια η Σούζυ προσπαθεί να τους κρατήσει σε εγρήγορση, και τα καταφέρνει.

Δοκίμασα, λοιπόν, το νέο της μενού, που παραδοσιακά αλλάζει κάθε 6 μήνες ακολουθώντας την εποχικότητα των προϊόντων, διά χειρός του νέου της σεφ, Χρήστου Αρκουδέα. Εύκολα μπορώ να πω ότι ήταν και η αγαπημένη μου επίσκεψη εκεί.

Πριν όμως περάσω στα πιάτα, αυτή τη φορά, κατάλαβα γιατί όποτε βρίσκομαι εκεί, εκτός του φαγητού, απολαμβάνω και την αύρα και την ατμόσφαιρα. Γιατί, όπως μου εξήγησε ο συνιδιοκτήτης του εστιατορίου, Μιχάλης Καραγιάννης, εκείνος και η αδελφή του η Λίλα, έχτισαν τη Σούζυ με τα ίδια τους τα χέρια. Σχεδόν κυριολεκτικά, αφού, τα όμορφα ξύλινα τραπεζάκια, οι ξεβαμμένες πόρτες που προσδίδουν στη ρετρό αισθητική, ακόμη και το ξύλινο ντεκ της αυλής, φτιάχτηκαν από τους ίδιους. Η δημιουργία του Σούζυ τρως, ήταν από την αρχή ένα πρότζεκτ που ανέλαβαν οι ίδιοι και το έφεραν εις πέρας με πολύ τρέξιμο αλλά και πολύ όρεξη. Είχαν και τη βοήθεια φίλου, αφού τη διακόσμηση του εσωτερικού χώρου που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, την ανέλαβε ο φίλος τους και επαγγελματίας interior-σκηνογράφος, Γιώργος Θεοδοσίου.

Αυτή η αγάπη για το προσωπικό τους δημιούργημα, κάνει τα δύο αδέλφια να βρίσκονται συνέχεια εκεί, να βοηθούν στο σέρβις, να φέρνουν την αλατιέρα αν έχει ζητηθεί κλπ. κάτι που δυστυχώς λείπει από πολλούς επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες εστιατορίων που επιλέγουν να είναι μόνιμα απόντες και αυτό φαίνεται, σου αφήνει μια γεύση πολύ συγκεκριμένη.

Η φιλοσοφία τους, απλή και ουσιαστική. Πρώτες ύλες, όπως κρέατα, αυγά και τυριά, από μικρούς παραγωγούς απ’ όλη την Ελλάδα, πειραματισμός, τίποτα έτοιμο και συχνή ανανέωση.

Στο τραπέζι μου λοιπόν με υποδέχθηκε ωραίο προζυμένιο ψωμί και εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο μικρού Έλληνα παραγωγού για ντιπάκι. Απλό, μα ό,τι πρέπει.

Για σαλάτα, η κουζίνα μας έβγαλε μια πολύ δροσερή επιλογή. Ντοματίνια, τηγανητή κάππαρη, καπαρόφυλλα, κρέμα από κατίκι δομοκού, flakes αγγουριού, χώμα μαύρης ελιάς και μπουκιές από χειροποίητο κουλούρι Θεσσαλονίκης αντί για παξιμάδι ή κρουτόν. Ελαφριά, με γεύσεις γνώριμες και ταιριαστές μεταξύ τους, η κρέμα από κατίκι είχε ωραία υφή, ενώ η τηγανητή κάππαρη έδωσε πραγματικά αυτό το κάτι. Το χώμα ελιάς όταν το δοκίμασα μεμονωμένα μου άρεσε πολύ, αλλά ένιωσα ότι με όλα τα υλικά κάπως χανόταν, οπότε μπορεί να ήθελα να υπήρχε στο πιάτο σε μεγαλύτερη ποσότητα.

Έχοντας κάνει νόστιμη αρχή, περιμέναμε τα ορεκτικά.

Πρώτα ήρθαν τα κεφτεδάκια με σχοινόπρασο, σε σάλτσα από γάλα καρύδας και μήλο. Θα ξαναπήγαινα μόνο και μόνο για να τα ξαναφάω. Η σάλτσα είχε βαθιά γεύση και βελούδινη υφή, το κεφτεδάκι μου θύμισε τα κεφτεδάκια της μαμάς μου, κάτι που πάντα είναι καλό σημάδι. Ήταν ζουμερό χωρίς περιττή λαδίλα και με μπόλικο δυόσμο.

Μετά ήρθε και η χειροποίητη τσιαπάτα, με μαρμελάδα μπέικον, κρέμα από κατσικίσιο τυρί και στικς ξινόμηλου. Ένα πιάτο, που συνδύασε ωραία τη γλύκα της μαρμελάδας με τη χαρακτηριστική και έντονη γεύση που έχει το κατσικίσιο τυρί.

Στα κυρίως, δοκιμάσαμε το μπέργκερ του μαγαζιού και το κοτόπουλο tandoori.

Το μπέργκερ μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Αντί για κάποιο μπιφτέκι ή τηγανητό κοτόπουλο που βρίσκουμε στα περισσότερα εστιατόρια ως βασικές επιλογές, είχε ζουμερή «μαδημένη πάπια». Η πικάντικη μαγιονέζα του έδινε ένταση στη γεύση και ισορροπία, ενώ το τυρί μπρι-σαν σαγανάκι-ήταν κι αυτό μια ευχάριστη έκπληξη, αφού σπάνια βλέπεις το συγκεκριμένο τυρί σε κάποιο μπέργκερ. Ακόμη περιείχε τραγανά onion rings, ωμά ψιλοκομμένα λαχανικά για τη δροσιά και ένα αφράτο και βουτυράτο χειροποίητο μπριός ψωμάκι. Οι πατάτες και αυτές σπιτικές, τύπου country.

Το κοτόπουλο ήταν πικάντικο, όπως πρέπει να είναι δηλαδή το κοτόπουλο tandoori. Ζουμερό και κατακόκκινο, παρέα με χειροποίητο πιτάκι και ντιπ γιαουρτιού.

Και τέλος το γλυκό. Ναμελάκα λευκής σοκολάτας με σπιτική «κηρήθρα» (αφρώδες γλύκισμα με γεύση καραμέλας) , φρούτα του δάσους και κραμπλ αμυγδάλου. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή το φοβήθηκα λίγο, γιατί η λευκή σοκολάτα τείνει να γλυκίζει αρκετά, όμως το ξινό από τα φρούτα ισορρόπησε τις γεύσεις όμορφα. Η ναμελάκα είχε πολύ ωραία ανάλαφρη υφή. Όλα μαζί τα στοιχεία του πιάτου έφτιαχναν μια νόστιμη μπουκιά με ενδιαφέρουσες υφές.

Ήταν ένα δείπνο με διαφορετικές γεύσεις που έδεσαν ευχάριστα μεταξύ τους. Το γεγονός ότι μετά δεν φύγαμε με βαρύ στομάχι παρά τις πολλές και διαφορετικές έντονες γεύσεις, λέει πολλά για τις πρώτες ύλες και τη σωστή τους διαχείριση.

Την επόμενη φορά σίγουρα θα δοκιμάσω τις κορτεζίνες με cherry ponzu, θα ζητήσω την πίτα ημέρας, και θα ξαναπάρω-εννοείται- τα κεφτεδάκια τους.

Info
Δημ. Μαλαγαρδή 56, Κορυδαλλός, τηλ. 210 4969325
Κόστος: € 15-25 το άτομο

Δείτε επίσης:

Bellagio: Δοκιμάσαμε το μενού μιας αυθεντικής τρατορίας

Fuga: Ιταλο-γιαπωνέζικο fusion στον Κήπο του Μεγάρου

Δέκα Τραπέζια, η αναγέννηση του μεζεδοπωλείου