Άνοιξε στις αρχές του Μάη σε μια ήσυχη γειτονία του Ρουφ, μόλις δύο τετράγωνα πίσω από το Μουσείο Μπενάκη, με την Αργυρώ Κουτσού στο τιμόνι της κουζίνας και τον ιδιοκτήτη Αντώνη Λιόλιο σε ρόλο οικοδεσπότη-συμποσιάρχη, να φροντίζει για τα ποτά μας και να μας υποδέχεται με τον ανοιχτόκαρδο τρόπο που του δίδαξε η εμπειρία του στην εστίαση.

Προτού καν δοκιμάσω την κουζίνα της, διάφορες αναρτήσεις της Αργυρώς Κουτσού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μου είχαν εξάψει την περιέργεια. Είχα ψυλλιαστεί πως είναι μαγείρισσα με τσαγανό, αλλά δεν φανταζόμουν πόσο καλά καταφέρνει να συνδυάζει και να παλαντζάρει υλικά που, προτού τα δοκιμάσει κανείς, ίσως να τα νομίσει και αταίριαστα μεταξύ τους. Στα πιάτα της παντρεύονται οι μικρασιατικές ρίζες της οικογένειάς της με στοιχεία από τόπους όπου ταξίδεψε ή έζησε, δημιουργώντας έναν πολύχρωμο καμβά, υφασμένο με γεύσεις. Παρότι «συγκρουσιακοί», οι συνδυασμοί των υλικών της καταφέρνουν να εξάπτουν τόσο όσο τους γευστικούς μας θύλακες, χωρίς όμως να τους εξουθενώνουν.

Ξεκινήσαμε μια σαλάτα μαραθόριζα, που με το ανακάτεμα ενσωμάτωσε την παστή σαρδέλα της και το λαδόξιδο και ξαφνικά έβγαλε… αλητεία. Κάπως έτσι εκτυλίχθηκε όλο το δείπνο, ακολουθώντας ένα επαναλαμβανόμενο κρεσέντο-ντεκρεσέντο εντάσεων. Στις πιο χαμηλές συγκαταλέγεται το λιχούδικο, φουρνιστό σπανάκι με φρέσκια ελληνική γαρίδα, μπεσαμέλ και παρμεζάνα, που θύμιζε τα γκρατέν των μαμάδων μας, η φάβα Σχοινούσας με το (αχνά ξιδάτο) καλαμάρι τουρσί, τα τσιγαριαστά χόρτα με ντομάτα και φέτα Κεφαλονιάς και το κερκυραϊκό μπιάνκο με ντόπιο φρέσκο μπακαλιάρο. Στις πιο ψηλές κατέταξα το πικάντικο λεμονάτο γιουβέτσι, με χωριάτικο λουκάνικο Τήνου, βοδινό λουκάνικο του Μιράν και γυλωμένη μανούρα Σίφνου και τον πιο έντονο, αλλά συνάμα πολύ γευστικό αρνίσιο πατσά, γιαχνί με τα δύο του τσορίθο που μετέδιδαν, διακεκομμένα σαν σε αλφάβητο Μορς, την καυτερή τους πληροφορία (καθαρότερα από το κλασικό μπούκοβο), αφήνοντάς σου πεδίο να αντιληφθείς τη μεταξένια υφή της κοιλιάς. Απ’ όλα τα πιάτα, όμως, ξεχώρισα την προβατίνα σάρτσα με το ζακυνθινό λαδοτύρι και τις χυλοπίτες Αράχωβας λόγω της σχεδόν “ακατέργαστης”, άχρονης και δωρικής της νοστιμιάς.

Δεν ξέρω τι οδήγησε την Αργυρώ Κουτσού να χαρακτηρίσει “αλήτικο” το φαγητό της Τζουτζούκας, αλλά κρίνοντας από το ταξίδεμα και τη χρήση τόσων τοπικών προϊόντων νιώθω πως αναφέρεται σε κάποιον περιπλανώμενο, που βήμα-βήμα φτιάχνει τη δική του διαδρομή ενάντια στην επικρατούσα βαρετή ομοιομορφία. Όσο για το “Τζουτζούκα”, προφανώς παραπέμπει σε ένα αγαπησιάρικο φαγητό που μιλάει με οικειότητα στην καρδιά μας.

Θα δυσκολευτώ όμως να ορίσω τον τύπο του εστιατορίου. Θα το έλεγα γαστρο-ταβέρνα γιατί το φαγητό είναι λιχούδικα νόστιμο, φτιαγμένο με έμφαση στην ποιότητα της πρώτης ύλης αλλά και γιατί προτείνει εμφιαλωμένα κρασιά. Ίσως να του ταιριάζει και ρεστο-καφενείο όχι μόνο για τα παραλληλόγραμμα μεταλλικά τραπέζια του και τις καρέκλες καφενείου αλλά και για τις μερίδες που έρχονται σε μέγεθος και σε τιμές που επιτρέπουν να τις μοιραστείς και να διπλώσεις τις γύρες.

info
Μεγάλου Βασιλείου 32 και Δυαλέων, Ρουφ, Τηλ.: 2117156730

Δείτε επίσης:
Όμικρον: Βγήκαμε για εθιστικούς μεζέδες στην Κηφισιά
Hot Dogs & Bubbles: Πικνίκ στο Καστρί!
Το ονειρικό Bianco στην Τήνο!