Το περιοδικό «Forbes» τον έχει συμπεριλάβει στις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της γαστρονομίας, ενώ τα εστιατόριά του επισκέπτεται συχνά η πριγκίπισσα Σαρλίν. Ο Μονεγάσκος Ρικάρντο Γκαουντί, μετά τη Μύκονο, σερβίρει το πολύτιμο black angus του στο «BeefBar» του «Four Seasons Αstir Palace Athens».

Ανθρωπος που ανήκει στον στενό κύκλο του πριγκιπικού ζεύγους του Μονακό και με χώρους εστίασης που έχουν γίνει το απόλυτο meeting point του ευρωπαϊκού jet set, ο Ρικάρντο Τζιράουντι κατέχει εδώ και χρόνια επάξια μια θέση στις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του πλανήτη στον τομέα της γαστρονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περίπου 50 εστιατόριά του -τα οποία βρίσκονται στους πιο κοσμοπολίτικους προορισμούς- συγκαταλέγονται στα καλύτερα του πλανήτη. Στα τραπέζια τους μπορεί κανείς να συναντήσει από λαμπερούς εκπροσώπους της σόουμπιζ μέχρι τραπεζίτες.

Για τον bon vivant Ρικάρντο, το καλό φαγητό είναι αναφαίρετο κομμάτι του upper-class lifestyle που έχει και ο ίδιος υιοθετήσει. Στα 45 του χρόνια κατέχει ήδη ποικίλα τρόπαια και βραβεύσεις για την επιχειρηματική του δεινότητα στον τομέα της γαστρονομίας αλλά και της εστίασης. Το 2017 το εστιατόριό του στο Χονγκ Κονγκ κέρδισε το πρώτο αστέρι Michelin, το 2018 το περιοδικό «Wallpaper*» του απένειμε το Design Award for the best working lunch, ενώ το 2019 τα περιοδικά της Conde Nast συμπεριέλαβαν τα «BeefBar» στα 100 κορυφαία εστιατόρια του κόσμου. Το κάδρο με τις… δάφνες του συμπληρώνουν οι διθυραμβικές κριτικές για τα εστιατόριά του στον Τύπο, αλλά και οι τιμητικές διακρίσεις που έχει δεχτεί προσωπικά, όπως το τιμητικό μετάλλιο του Αστέρα της Δημοκρατίας της Γκαμπόν και αυτό του Ιππότη της Τιμής από την ιταλική κυβέρνηση. Τέλος, είναι και Πρέσβης Καλής Θελήσεως για το Πριγκιπάτο του Μονακό.

Το εστιατόριό του στη Μύκονο που στεγάζεται στο ξενοδοχείο «Bill & Coo» έχει συμπληρώσει ήδη τρία χρόνια επιτυχίας, με όλους τους επιχειρηματίες και σταρ που περνούν από το νησί να το επισκέπτονται. Η αγάπη του για την Ελλάδα, μάλιστα, τον ώθησε ώστε ακόμη και φέτος, σε μια εποχή ακατάλληλη για επιχειρηματικά ανοίγματα και νέες επενδύσεις λόγω της επίδρασης του COVID-19 στον τομέα της εστίασης, να ανοίξει εδώ ακόμη ένα «BeefBar», αυτή τη φορά μέσα στο ξενοδοχειακό συγκρότημα «Four Seasons Αstir Palace Athens», στην Αθηναϊκή Ριβιέρα. Οταν πρωτόρθε στο Νησί των Ανέμων ήταν μόλις 22 ετών. «Ουσιαστικά μεγάλωσα στη Μύκονο όπου ζoύσα μια ζωή που φάνταζε σαν αυτή της ταινίας “Σίρλεϊ Βαλεντάιν”», εξομολογείται στο «Gala». «Η σχέση μου με την Ελλάδα μετρά 23 χρόνια. Τότε ακόμη δεν υπήρχε απευθείας πτήση από Γαλλία για Μύκονο. Ημουν φοιτητής όταν προσγειώθηκα πρώτη φορά στο νησί, επιλέγοντας να μείνω σε ένα μικρό σπιτάκι πάνω στη θάλασσα. Δεν διέθετα πολλά χρήματα, αλλά είχα όρεξη για περιπέτεια. Δραπέτευσα από το Μονακό για ένα μέρος που ήταν απόλυτα πρωτόγονο. Τα χρόνια πέρασαν, τώρα πια η Μύκονος έχει γίνει τόσο κοσμοπολίτικη όσο και το Μονακό».


Το εστιατόριο στο Μονακό

Εχοντας γεννηθεί σε επιχειρηματική οικογένεια -ο πατέρας του Ερμίνιο δημιούργησε και κατέχει τον όμιλο εμπορίας κρέατος Giraudi Group-, ο Ρικάρντο μυήθηκε στα μυστικά των επιχειρηματικών deals αλλά και του καλού κρέατος από μικρός. Η συγκεκριμένη εταιρεία θεωρείται κορυφαία στον χώρο της, αφού διανέμει στην Ευρώπη το 40% του μοσχαρίσιου, το 30% του βοδινού και το 10 % του χοιρινού κρέατος. Ο ιταλικών καταβολών Ρικάρντο προικισμένος με ένα σπάνιο και τολμηρό επιχειρηματικό πνεύμα μπήκε πριν από μερικά χρόνια στην αγορά και άλλων κρεάτων τα οποία και έκανε μόδα. Εφερε από την Αμερική το πασίγνωστο black angus και το ιαπωνικό kobe beef, τα οποία και διένειμε στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου μεταξύ των οποίων και το μυκονιάτικο «Nammos». Ολοι θυμούνται τα θρυλικά steaks που στοίχιζαν μια μικρή περιουσία. Οπως γνωρίζουν και τη λίστα αναμονής που έχουν τα εστιατόριά του, η οποία περιλαμβάνει και πολλούς Ελληνες.

Ο ίδιος δεν αναφέρεται ποτέ σε ονόματα, ωστόσο πελάτες του «BeefBar» στη Μύκονο έχουν βρεθεί να απολαμβάνουν το δείπνο τους δίπλα σε jet setters όπως η Ευγενία και ο Σταύρος Νιάρχος, η Ευγενία Χανδρή, η Μαριάννα Λάτση, μέλη των οικογενειών Μαρτίνου και Κόκκαλη, αλλά και ξένους σταρ. «Φυσικά η πολιτική των εστιατορίων μας μάς απαγορεύει να δίνουμε στη δημοσιότητα ονόματα και δεν μιλώ εύκολα για γνωστούς ανθρώπους. Επίσης, υπάλληλος στους χώρους μας δεν θα σηκώσει ποτέ το κινητό του τηλέφωνο για να βγάλει φωτογραφία κάποιον – ούτε καν για selfie. Το ίδιο και οι πελάτες μας. Αυτό εκτιμάται φυσικά ιδιαίτερα από πολλούς. Ωστόσο, μπορώ να πω ότι η πριγκίπισσα Σαρλίν εκτιμά τις γεύσεις μας και είναι εδώ και χρόνια μια πολύ καλή φίλη».


Το 2017 το εστιατόριό του στο Χονγκ Κονγκ κέρδισε το πρώτο αστέρι Michelin

Ο Μονεγάσκος επιχειρηματίας σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Λονδίνο και πλέον θεωρείται μορφή στον χάρτη της παγκόσμιας γαστρονομίας. «Δεν μεγάλωσα τρώγοντας μόνο μοσχάρι, όπως θα νόμιζε κάποιος. Η Αγγλίδα μητέρα μου, άλλωστε, υπήρξε πολύ καλή μαγείρισσα. Ο πατέρας μου, όπως γνωρίζετε, είναι ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας» δηλώνει στο «Gala». Οταν αναφέρω ότι αυτός είναι που μύησε την Ευρώπη στη νοστιμιά του black angus και πως κατέχει τον τίτλο του «βασιλιά του κρέατος», απαντά με σεμνότητα: «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Ηταν εύκολο για μένα να μπω στον χώρο της εστίασης. Είχα στα χέρια μου μια καλή πρώτη ύλη και απολάμβανα παγκόσμια εμπιστοσύνη για την ποιότητά μας. Θέλησα πολύ νωρίς να πάω τη δουλειά του πατέρα μου ένα βήμα παρακάτω. Ηθελα να δημιουργήσω χώρους εστίασης με καλό κρέας, το οποίο οι πελάτες μας θα έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν σε ένα άκρως κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Φέτος ανοίξαμε ένα “BeefBar” στη Μάλτα, ένα στο Πόρτο Τσέρβο και ένα στο “Four Seasons Astir Palace Athens”».

To καλό φαγητό, εκτός από αντικείμενο της δουλειάς του, είναι και το πάθος του. Ετσι, κάθε βράδυ απολαμβάνει το δείπνο σε κάποιο από τα μαγαζιά του με φίλους. «Το έχω ξαναπεί. Κατοικώ σε έναν ουρανοξύστη του Μονακό μέσα στον οποίο λειτουργούν δύο εστιατόριά μου. Καταλαβαίνετε ότι προσωπικός χώρος και χώρος εργασίας είναι ουσιαστικά μαζί. Δουλεύω όλη την ημέρα και ταξιδεύω πολύ. Αλλάζω συνεχώς προορισμούς. Οταν βρίσκομαι στο Μονακό ξεκινώ την ημέρα μου με προπόνηση στο γυμναστήριο ή με κάποιο σπορ και μετά αρχίζω τα meetings και τα ραντεβού. Το μεσημέρι επιστρέφω πάντα στο σπίτι. Τον ελεύθερο χρόνο μου απολαμβάνω να ακούω κλασική μουσική, να παίζω πιάνο και να φροντίζω τους δύο γιους μου», λέει.

Ο Ρικάρντο Τζιράουντι αγαπά τη μόδα και για την καθημερινότητά του έχει επιλέξει ένα casual chic στυλ. Μαζί με τον σύζυγό του απολαμβάνουν μια ζωή όπου η υψηλή αισθητική και η ποιότητα έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι απαρνούνται τον αυθορμητισμό. «Μου αρέσει που σε μας έρχεται ο Valentino φορώντας snickers και με σακίδιο στην πλάτη. Και δεν είναι ο μόνος. Πολλοί καλοί πελάτες ακόμα αισθάνονται σε εμάς εντελώς χαλαρά». Ο Μονεγάσκος επιχειρηματίας εκτός από τα περίφημα «BeefBar», διαθέτει άλλα 20 εστιατόρια σε διάφορα μέρη του κόσμου, ενώ στις επιχειρήσεις του απασχολούνται περισσότεροι από 2.000 υπάλληλοι. «Το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν πρωτοφανές και επέφερε μια μεγάλη κρίση στον χώρο της εστίασης», αναφέρει. «Το να ρίξουν απότομα ρολά τόσα εστιατόρια δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Ο κόσμος συνέχισε να φοβάται για πολύ καιρό ακόμη και μετά το lockdown. Υπήρχε μια περίεργη περιρρέουσα ατμόσφαιρα διεθνώς. Εμείς πήραμε όλα τα απαραίτητα μέτρα, γι’ αυτό και επιστρέψαμε γρήγορα σε μια κάποιου είδους κανονικότητα. Στην Ευρώπη τουλάχιστον, γιατί στις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική τα πράγματα εξακολουθούν να είναι δύσκολα», τονίζει.

Κοσμοπολίτης, ευγενής, κομψός σε εμφάνιση και τρόπους, με αριστοκρατικό αέρα και αγάπη για το Παλάτι. Ενας τυπικός Μονεγάσκος. Του ζητώ να μου μιλήσει περισσότερο για τον ίδιο: «Ο κόσμος νομίζει ότι είμαι ένας businessman που ασχολείται μόνο με τζίρους. Ε, λοιπόν, είμαι περισσότερο καλλιτέχνης παρά επιχειρηματίας. Εμπνέομαι concepts και δένω αρμονικά μουσικές, χώρους, ιδέες για interior design και γεύσεις. Αυτό που με γεμίζει και μου δίνει χαρά δεν είναι οι τζίροι, αλλά ο σχεδιασμός των επιχειρήσεων, η δημιουργία. Και, φυσικά, η πατρότητα. Μια οικογένεια με δύο πατεράδες είναι σίγουρα μια διαφορετική οικογένεια. Εχω όμως μεγάλη αδυναμία στους γιους μου. Είμαι ένας χαζομπαμπάς που πηγαίνει τα παιδιά του στο σχολείο και παίζει με τις ώρες μαζί τους», απαντά χωρίς δισταγμό.

Φωτογραφίες: Νικόλας Κομίνης

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Gala που κυκλοφορεί με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

Δείτε επίσης:
Mr. Zuma: Ο βασιλιάς του σούσι κατακτά τη Μύκονο

Απόστολος Τραστέλης: «Η ελληνική αγορά δεν μπορεί να στηρίξει το fine dining»

Μάσιμο Μποτούρα: Ο διανοούμενος της γαστρονομίας