Στα 20 του έφυγε από τον τόπο καταγωγής του, τις Αμυγδαλιές Ηλείας, και πήρε το πρώτο καράβι που βρήκε για το Σίδνεϊ. Από εκεί πήγε βόρεια της Αυστραλίας στην περιοχή Κουίνσλαντ και ξεκίνησε ένα δεύτερο ταξίδι, αυτήν τη φορά στο χώρο της μαγειρικής. Εξηνταδύο χρόνια έχουν περάσει από τότε, αλλά ο Άρθουρ Γιαννακόπουλος αρνείται να κρεμάσει ακόμα την ποδιά του, διδάσκοντας έτσι στους Αυστραλούς τι θα πει ελληνικό μεράκι.

Μια από τις πρώτες του δουλειές ήταν να φτιάχνει καπουτσίνο στην Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας, ενώ αργότερα έπιασε δουλειά σε δύο από τα πιο δημοφιλή εστιατόρια της περιοχής, το Kabana και το Olims. “Όντας ανύπαντρος πατέρας τριών παιδιών, έπιανα όσες δουλειές μπορούσα, δούλευα ακόμη και βράδια αφού ολοκλήρωνα τις πρωινές μου βάρδιες. Τελικά έγινα σεφ στο ξενοδοχείο Carousel στο προάστιο Kangaroo Point, όπου και δούλεψα για 30 χρόνια. Αμέσως μετά δούλεψα ως σεφ για 20 χρόνια στο Admiralty Motel”, είπε ο Άρθουρ σε συνέντευξή του στο περιοδικό Restaurant & Catering μιλώντας για την πορεία του.

Τα τελευταία 15 χρόνια εργάζεται για το Garnishes Catering. Η ημέρα του είναι ιδιαίτερα κουραστική. Παρά τα 80 του χρόνια, σηκώνεται κάθε μέρα στις 5 το πρωί για να προετοιμάσει τις πιατέλες με τα φρούτα, να μαγειρέψει και να προετοιμαστεί για το υπόλοιπο της μέρας. Το μυστικό της πολυετούς καριέρας του; “ Σε αυτήν τη βιομηχανία, θα πρέπει να είσαι αφιερωμένος στη δουλειά. Δεν μπορείς απλά να περιπλανάσαι”, δηλώνει. “Η καλύτερη συμβουλή που έχω να δώσω σε όποιο νέο ξεκινά τώρα στο χώρο είναι να είναι αξιόπιστος και να δουλεύει σκληρά. Μην κοιτάς το ρολόι. Ξεκίνα νωρίς εάν χρειάζεται και εάν πρέπει να μείνεις μέχρι αργά, αυτό να κάνεις. Σε αυτό το παιχνίδι, δεν υπάρχει ώρα λήξης και ώρα εκκίνησης- πρέπει απλά να τελειώσεις τη δουλειά”, συνεχίζει.

Όπως είναι φυσικό ένας άνθρωπος με τόσο μεγάλη καριέρα, έχει δει από πρώτο χέρι τις αλλαγές που έχουν συμβεί στο χώρο. “Όταν πρωτοξεκίνησα, τα περισσότερα εστιατόρια σέρβιραν μια μεγάλη μπριζόλα σε ένα πιάτο με τρία λαχανικά: πατάτες, κολοκύθα και αρακά. Οι πατάτες και η κολοκύθα ήταν πάντα σε μορφή πουρέ και τα μπιζέλια δεν ήταν ούτε φρέσκα ούτε καν κατεψυγμένα. Τα παίρναμε αποξηραμένα σε μεγάλες σακούλες και έπρεπε να τα μουλιάσουμε για 24 ώρες πριν τα μαγειρέψουμε”, λέει ο ίδιος. “Η βιομηχανία έχει σίγουρα αλλάξει τα τελευταία 60 χρόνια”, καταλήγει.

Το σημαντικό είναι ότι παρά τα όσα χρόνια έχουν περάσει, ο Άρθουρ συνεχίζει να λατρεύει τη δουλειά του και να ανυπομονεί κάθε πρωί να πάει σε αυτήν. Ίσως τελικά και αυτό να είναι το μεγαλύτερο μυστικό της επιτυχίας του και η αιτία πίσω από το πλατύ του χαμόγελο. “Αγαπώ αυτό που κάνω και μου αρέσει που πέρασα μια ολόκληρη ζωή μαγειρεύοντας και ταΐζοντας κόσμο”, λέει χαρακτηριστικά. Όσο για τα μελλοντικά του πλάνα, ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν σχεδιάζει να πάρει σύνταξη. “Θα κάνω τη δουλειά μου μέχρι να μου πουν ‘Φύγε από εδώ. Δεν θέλουμε να σε βγάλουμε εμείς έξω, οπότε καλύτερα να φύγεις μόνος σου’. Φυσικά, είναι όλοι υπερβολικά καλοί για να συμβεί αυτό ποτέ”.

Κεντρική φωτογραφία: Glenn Hunt