Τα εστιατόριά του -ανάμεσά τους και τα διάσημα «Beefbar»- αποτελούν meeting point διασημοτήτων και jet setters απʼ όλο τον κόσμο, ενώ ο ίδιος έχει ανακηρυχθεί σε βασιλιά της κρεατοφαγικής εστίασης

Το περιοδικό «Forbes» τον συμπεριέλαβε στους πιο επιδραστικούς ανθρώπους του παγκόσμιου γαστρονομικού γίγνεσθαι και πολύ δικαιολογημένα αφού πολλά από τα εστιατόριά του, ανάμεσά τους και τα διάσημα πλέον «Beefbar», βρίσκονται κάθε χρόνο στις πρώτες θέσεις στις λίστες διαφόρων φορέων, περιοδικών, επιτροπών. Παρίσι, Χονγκ Κονγκ, Μεξικό, Ντουμπάι, Βουδαπέστη, Μύκονος, Τουλούμ και Σεν Τροπέ διαθέτουν και από ένα «Beefbar» προσελκύοντας από τραπεζίτες και διασημότητες μέχρι φίλους του κρέατος που ξέρουν να εκτιμούν την πανάκριβη και σαφώς γευστικά ανώτερη πρώτη ύλη που χρησιμοποιεί η αλυσίδα.

Για τον bon vivant Ρικάρντο το καλό φαγητό αποτελεί θεμελιώδη λίθο του ευ ζην. Ως επαγγελματίας, ήδη μετρά πολλές βραβεύσεις και απολαμβάνει διθυράμβους από τους κριτικούς γεύσης αλλά και τη γαστρονομικά εκπαιδευμένη πελατεία του. Το «Beefbar» του Χονγκ Κονγκ, μάλιστα, το 2017 κέρδισε και αστέρι Michelin, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. Το 2018 το περιοδικό «Wallpaper» απένειμε στο Jamón de Buey de Kobe που λάνσαρε ο Τζιράουντι το Design Award for best working lunch, ενώ φέτος το εκλεκτικό περιοδικό «Monocle» συμπεριέλαβε τα «Beefbar» στη λίστα του με τα 50 καλύτερα εστιατόρια. Στα 44 χρόνια του, ο Ρικάρντο Τζιράουντι ήδη θεωρείται μορφή στον χάρτη της παγκόσμιας γαστρονομίας αφού έχει δεχτεί το τιμητικό μετάλλιο του Αστέρα της Δημοκρατίας της Γκαμπόν, του Ιππότη της Τιμής από την ιταλική κυβέρνηση ενώ είναι και Πρέσβης Καλής Θελήσεως για το πριγκιπάτο του Μονακό.

Ο γοητευτικός επιχειρηματίας ιταλικών καταβολών από το Μονακό, έχει καταφέρει με τις επαγγελματικές και προσωπικές επιλογές του να ταυτίσει το όνομά του με ένα upper class lifestyle. Στην καθημερινότητά του επιλέγει casual chic outfits, ενώ υιοθετεί χωρίς δισταγμό ό,τι πιο in έχει να επιδείξει η ανδρική μόδα, αφού το καλογυμνασμένο του σώμα του το επιτρέπει. Αν τον ρωτήσεις με ποιον τρόπο χαλαρώνει θα σου απαντήσει: «Με έντονη γυμναστική, βόλτες και ένα καλό δείπνο».

Γεννημένος σε επιχειρηματική οικογένεια, καθότι ο πατέρας του Ερμίνιο δημιούργησε και κατέχει την Giraudi Group, ο Ρικάρντο μυήθηκε στα μυστικά των επιχειρηματικών deals αλλά και του ποιοτικού κρέατος από μικρός. Η συγκεκριμένη εταιρεία θεωρείται η βασίλισσα στον χώρο της παγκόσμιας εμπορίας κρέατος, αφού διανέμει στην Ευρώπη το 40% του μοσχαρίσιου, το 30% του βοδινού και το 10% του χοιρινού κρέατος. Χάρη στο ανήσυχο πνεύμα του, ο Ρικάρντο μπήκε πριν μερικά χρόνια στην αγορά και άλλων κρεάτων τα οποία και έκανε μόδα. Εφερε το πασίγνωστο αμερικανικό Black Angus και το ιαπωνικό Κοbe Beef και ανέλαβε τη διανομή τους στα καλύτερα εστιατόρια, μεταξύ των οποίων και το θρυλικό μυκονιάτικο «Nammos».

«Στο “Nammos” γεννήθηκε η επαγγελματική μου σχέση με την Ελλάδα. Eφερα μερικά από τα καλύτερα Κοbe μας τα οποία άρεσαν και έβρισκαν μεγάλη αγοραστική ανταπόκριση. Με τον καιρό έκρινα ότι ένα corner σʼ έναν μόνο χώρο -ακόμη και τόσο δημοφιλή- δεν αρκούσε. Τότε ο Στράτος Δρακούλης -των ομώνυμων καταστημάτων κρέατος- με έφερε σε επαφή με τον ιδιοκτήτη του μυκονιάτικου ξενοδοχείου “Bill & Coo”, το οποίο δίνει τη δέουσα σημασία στον συνδυασμό γευστικής απόλαυσης και υψηλής ποιότητας της πρώτης ύλης. Ετσι δημιουργήσαμε το πρώτο ελληνικό “Beefbar” που βρίσκεται στην παραλία του Αγιου Γιάννη. Πρόκειται για έναν χώρο πραγματικό μοναδικό. Στο πλαίσιο, δε, της εναρμόνισης του μενού με το περιβάλλον εντάξαμε και κάποια πιάτα με θαλασσινά», εξιστορεί.
Αν και ο Ρικάρντο Τζιράουντι δεν αναφέρεται ποτέ σε ονόματα πελατών του, θαμώνες του μυκονιάτικου «Beefbar» έχουν βρεθεί να απολαμβάνουν το δείπνο τους δίπλα σε jet setters, όπως η Ευγενία και ο Σταύρος Νιάρχος, η Ευγενία Χανδρή, η Μαριάννα Λάτση, μέλη των οικογενειών Μαρτίνου και Κόκκαλη, αλλά και ξένους σταρ. «Με τη Μύκονο έχω αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση, αφού την επισκέπτομαι εδώ και 25 χρόνια. Είναι ένας υπέροχος τόπος με δυνατή ενέργεια όπου βρίσκονται σε εγρήγορση όλες σου οι αισθήσεις. Μου αρέσουν τα αρώματα, τα χρώματα, η ατμόσφαιρά της. Ηταν ο μόνος τόπος που πήγαινα αποκλειστικά για διακοπές και ξεκούραση – μέχρι που άνοιξα τον δικό μου χώρο εκεί. (σ.σ.: γελάει) Δεν με πειράζει όμως. Είναι μια καλή αφορμή για να τον επισκέπτομαι ακόμη περισσότερο», εξηγεί.

Το καθημερινό του πρόγραμμα στο μικροσκοπικό πριγκιπάτο του Μονακό, όπου ζει, είναι απαιτητικό. «Μένω σʼ έναν ουρανοξύστη του Μονακό μέσα στον οποίο λειτουργούν δύο εστιατόριά μου. Καταλαβαίνετε ότι προσωπικός χώρος και χώροι εργασίας χωρίζονται από μερικά σκαλιά και κάποιες πόρτες. Εργάζομαι πολύ και ταξιδεύω ακόμη περισσότερο. Είμαι συνεχώς μέσα σε ένα αεροπλάνο λόγω των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων. Όταν βρίσκομαι στο Μονακό ξυπνώ νωρίς το πρωί, πάω γυμναστήριο ή κάνω σπορ και μετά αρχίζω τα meetings και τα ραντεβού. Το μεσημέρι επιστρέφω πάντα στο σπίτι για φαγητό το οποίο επιλέγω για λόγους ξεκούρασης να απολαύσω μόνος μου. Τον ελεύθερό μου χρόνο χαλαρώνω ακούγοντας κλασική μουσική, παίζοντας πιάνο και φροντίζοντας τους δυο γιους μου», αναφέρει.

Ο Μονεγάσκος επιχειρηματίας εκτός από τα περίφημα Beefbar διαθέτει άλλα 20 εστιατόρια σε διάφορα μέρη του κόσμου, ενώ απασχολεί στις επιχειρήσεις του πάνω από 2.000 υπαλλήλους. Τα σχέδιά του για επέκταση των δραστηριοτήτων του δεν σταματούν ποτέ αφού, όπως παραδέχεται, λατρεύει αυτό που κάνει. Ήδη ετοιμάζει δύο ακόμη «Beefbar». Ένα στο Λουξεμβούργο και ένα στο «Four Seasons Astir Palace – Αthens» που θα ανοίξει τις πόρτες του την άνοιξη. «Όσον αφορά το interior design του εστιατορίου μας στην Αθήνα δεν θα είναι σαν τα άλλα. Άλλωστε, κανένας χώρος μας δεν θυμίζει άλλον. Το κάθε εστιατόριό μας είναι μοναδικό τόσο ως προς τις εξαιρετικής ποιότητας πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί, όσο ως προς την εσωτερική διακόσμησή του», διευκρινίζει και προσθέτει: «Αγαπώ την Αθηναϊκή Ριβιέρα και είμαι ευτυχής που φέτος θα κάνουμε κάτι εκεί».

Στα ενδιαφέροντά του, όμως, συγκαταλέγεται και η μόδα, την οποία παρακολουθεί αφού στους φίλους του συγκαταλέγονται και διεθνούς φήμης celebrities της fashion industry. «Στους χώρους μας έρχονται οι πάντες, από σχεδιαστές και μοντέλα μέχρι σταρ του κινηματογράφου και τραγουδιστές. Φυσικά η πολιτική των εστιατορίων μας απαγορεύει το να δίνουμε στη δημοσιότητα ονόματα. Δε θα πω ποτέ “είναι τώρα σε εμάς και τρώει με την παρέα της η τάδε ή ο τάδε”. Επίσης, άνθρωπος που εργάζεται στους χώρους μας δεν θα σηκώσει ποτέ το κινητό του τηλέφωνο για να βγάλει φωτογραφία κάποιον – ούτε καν για selfie. Αυτό εκτιμάται ιδιαίτερα από την πελατεία μας», τονίζει. Οταν τον ρωτώ ποιο είναι το αγαπημένο του πιάτο, απαντά χωρίς να το πολυσκεφθεί: «Α, κάτι πολύ απλό, ας πούμε η πίτσα μαργαρίτα. Μου αρέσει επίσης το προσούτο Κοbe Beef αλλά και ο Kobe Beef γύρος».

Φιλικός, επικοινωνιακός, κομψός σε εμφάνιση και τρόπους και κοσμοπολίτης, συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά που έρχονται συνειρμικά στον νου στο άκουσμα της λέξης «Μονεγάσκος». Έχοντας επιλέξει να δουλεύει σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο, ο Ρικάρντο κατάφερε να γράψει σε νεαρή ηλικία το δικό του success story με όχημα -πέρα από την τεχνογνωσία που απέκτησε λόγω της ενασχόλησης της οικογένειάς του με το αντικείμενο- τις σπουδές του πάνω στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στο European Business School του Λονδίνου και το προσωπικό όραμά του: «Θέλησα να συνεχίσω την οικογενειακή μας παράδοση, κάνοντας παράλληλα το δικό μου επόμενο βήμα. Κάπως έτσι ξεκίνησα το project των εστιατορίων σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αξιοποίησα τη γνώση μου πάνω στο κρέας για να κάνω τη διαφορά. Οι πελάτες μας έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν τα καλύτερα κρέατα που κυκλοφορούν διεθνώς. Δεν κρύβω ότι είμαι εθισμένος στη δουλειά μου, την οποία λατρεύω. Τα πρωινά εργάζομαι και τα βράδια διασκεδάζω πίνοντας το ποτό μου και χορεύοντας. Είμαι ένα -καλώς εννοούμενο- party animal», καταλήγει.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Gala που κυκλοφορεί με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

Δείτε επίσης
Albert Adrià: O «Ιησούς» της γαστρονομίας