Μια φορά κι έναν καιρό, ο άνθρωπος κατανάλωνε την τροφή του επί τόπου, εκεί δηλαδή που την έβρισκε ή την έπιανε μετά το κυνήγι. Ο πολιτισμός γέννησε ανάγκες πολλές και μια από τις πολύ σημαντικές ήταν και η συσκευασία της τροφής. Πιάνουμε την ιστορία της από τότε και φτάνουμε στο σήμερα.

Η ανάγκη μεταφοράς και συντήρησης της τροφής ενέπνευσε στον άνθρωπο την ιδέα της συσκευασίας και, όπως ήταν φυσικό, τα πρώτα υλικά συσκευασίας προήλθαν από την ίδια τη φύση. Δέρματα ζώων, λωρίδες από το φλοιό δέντρων πλεγμένες σε αυτοσχέδια καλάθια και ύστερα χώμα και νερό, δηλαδή πηλός, με τον οποίο δημιούργησε κεραμικά σκεύη. Πολύ αργότερα εμφανίστηκαν τα πρώτα ξύλινα βαρέλια και κουτιά, ενώ οι Φοίνικες και οι Σύριοι ήταν αυτοί που πρώτοι έφτιαξαν σκεύη από γυαλί. Οι σύγχρονες συσκευασίες τροφίμων είναι πρόσφατη ιστορία αφού, μέχρι κάποια χρόνια πριν, η διακίνηση βασικών αγαθών (αλεύρι, σιτηρά, καφές, ζάχαρη) γινόταν με τσουβάλια και σέσουλα και πωλούνταν μόνο χύμα στα παντοπωλείο. Όσο για το γάλα, το έφερνε ο γαλατάς στην πόρτα σου, αλλά σε μπουκάλια χωρίς καπάκι. Η σύγχρονη ιστορία της συσκευασίας πάντως ξεκινά κάπως έτσι…

Βάζα και κονσέρβες
Πρωτοπόρος στον τομέα της συσκευασίας τροφίμων ήταν ένας Γάλλος ζαχαροπλάστης, ο Nicolas Appert (1750-1841), ο οποίος το 1775 κέρδισε το διαγωνισμό που οργανώθηκε από την κυβέρνηση και αφορούσε στην ανακάλυψη κάποιου είδους συσκευασίας ικανή να διατηρεί το φαγητό για περισσότερες μέρες. Ο διαγωνισμός έγινε με προτροπή του Ναπολέοντα, που ήθελε να προμηθεύει τα στρατεύματά του με φαγητό καλής ποιότητας το οποίο θα διατηρούνταν όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο Appert λοιπόν άρχισε να δουλεύει με μια μέθοδο προθέρμανσης του φαγητού. Πρώτα το φαγητό μαγειρευόταν ελαφρά, αποθηκευόταν σε γυάλινα βάζα και κατόπιν σφραγιζόταν αεροστεγώς και έμπαινε σε βραστό νερό για αποστείρωση. Ο Appert κέρδισε το μεγάλο χρηματικό έπαθλο των 12.000 γαλλικών φράγκων και εμείς το δικαίωμα στην ασφαλή μεταφορά τροφίμων. Τον επόμενο χρόνο η μέθοδος εμφανίστηκε και στην Αγγλία και κατόπιν ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.

Στην Αγγλία, λοιπόν, ο Bryan Donkin, βασισμένος στη μέθοδο του Appert, χρησιμοποίησε σίδηρο αντί για γυαλί, πιο εύκολο στην κατασκευή και πολύ πιο ανθεκτικό, και έφτιαξε τις πρώτες κονσέρβες το 1812. Στη συνέχεια, ο Peter Durand κάλυψε τις κονσέρβες με μια λεπτή στρώση κασσίτερου για να τις προστατέψει από τη σκουριά και να τις κάνει αδιάβροχες. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και πολλά χρόνια μετά, το 1856, ο Αμερικανός Gail Borden κατάφερε πρώτος να βάλει σε κονσέρβα το συμπυκνωμένο γάλα, φέρνοντας τη μεγάλη επανάσταση στα νοικοκυριά. Βέβαια, για πολλά χρόνια η γεύση και η εμφάνιση των τροφών σε κονσέρβα δεν ήταν ό,τι καλύτερο, αλλά από το 1920 και μετά άρχισαν να βελτιώνονται, τόσο εσωτερικά σε γεύση αλλά και διατροφική αξία, όσο και εξωτερικά όταν χρησιμοποιήθηκαν ελαφρύτερα και ασφαλέστερα υλικά για την κατασκευή τους. Αξέχαστη χρονιά ήταν και το 1970, όταν κάποιος ονόματι Clark εφηύρε το ενσωματωμένο δαχτυλίδι-ανοιχτήρι στο καπάκι της κονσέρβας.

Χαρτί και χαρτόνι
Χαρτί και χαρτόνι δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα στις συσκευασίες τροφίμων, γιατί δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στην υγρασία και δεν μπορούσαν να αποθηκεύσουν υγρά. Στην Αμερική του 1880, βέβαια, έγιναν κάποιες προσπάθειες αδιαβροχοποίησης του χαρτιού με τη χρήση παραφίνης, αλλά δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τη συσκευασία. Το 1930 χρησιμοποιήθηκε σελοφάν σε συνδυασμό με χαρτί, η επανάσταση όμως ήρθε από τη Σουηδία το 1952, όταν και εφευρέθηκε το Tetra Pak που μπορούσε πλέον να συντηρήσει γάλα, χυμούς και άλλα υγρά σε συνθήκες απόλυτης υγιεινής και φρεσκάδας.

Νέες τεχνολογίες
Τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλά βήματα στον τομέα της συσκευασίας των τροφίμων, προσπαθώντας να συμβαδίζουν με την εντατικοποίηση της παραγωγής, τις αυξανόμενες ανάγκες μεταφοράς και κυρίως την ασφάλεια και την υγιεινή των καταναλωτών. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία της συσκευασίας από την πλευρά των εμπόρων, παραθέτουμε τα αποτελέσματα μιας μεγάλης έρευνας που έγινε στην αγορά της Ρωσίας στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ύστερα από μελέτη της συσκευασίας των προϊόντων και των συνθηκών αποθήκευσης και μεταφοράς προέκυψαν τα εξής εντυπωσιακά αποτελέσματα:
* απώλειες της τάξεως του 45-55% στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά,
* έως και 70% απώλειες στις πατάτες,
* έως και 50% σε δημητριακά και σιτηρά,
* απώλειες έως και 1 εκατ. τόνων κρέατος και 1.5 εκατ. τόνων αλιευμάτων.

Ιδιότητες και οφέλη
Ας δούμε όμως αναλυτικά τις ιδιότητες και τα οφέλη της συσκευασίας. Αρχικά, η συσκευασία διατηρεί και προστατεύει τα τρόφιμα από φθορές και μολύνσεις, ενώ παράλληλα αναγράφει την ταυτότητα του προϊόντος και της επεξεργασίας του και τη διατροφική αξία του. Επίσης, κατά κάποιο τρόπο μειώνει τα απορρίμματα του νοικοκυριού, καθώς περικλείει μόνο τα βρώσιμα μέρη του εκάστοτε τροφίμου. Ακόμα, η συσκευασία προστατεύει τη μορφή, το σχήμα και τη σύσταση των τροφίμων, αποτρέπει την απώλεια γεύσης, επεκτείνει τη διάρκεια ζωής και ρυθμίζει την περιεκτικότητα των τροφίμων σε υγρασία. Σε κάποιες περιπτώσεις η επιλογή του υλικού συσκευασίας μπορεί να έχει επιπτώσεις και στη διατροφική αξία ενός προϊόντος. Επίσης, το υλικό συσκευασίας, καθώς έρχεται σε άμεση επαφή με το τρόφιμο, δεν πρέπει να το αλλοιώνει.

Η εξωτερική συσκευασία, την ίδια στιγμή, είναι χρήσιμη στον έμπορο, μια και δεν έχει φθορές στη μεταφορά, αλλά και στον παραγωγό, που με την πρωτοτυπία και τα χρώματα της συσκευασίας (πλέον έχει αναχθεί σε εμπορική τέχνη) έρχεται πιο κοντά στον καταναλωτή μέσω τεχνικών marketing. Τα περισσότερα είδη τροφίμων μπορούν να συσκευαστούν με πολλούς εναλλακτικούς τρόπους και οι κατασκευαστές επιλέγουν την καταλληλότερη συσκευασία λαμβάνοντας υπόψη:
* τις απαιτήσεις του προϊόντος,
* το βαθμό προστασίας που απαιτείται,
* τη μέθοδο διακίνησης,
* τη διάρκεια ζωής,
* και τώρα τελευταία τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Μια μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προϊόντα όπως ο καφές, οι ξηροί καρποί και τα μπαχαρικά είναι η συσκευασία σε κενό αέρος: το προϊόν τοποθετείται σε μια σακούλα αλουμινίου ή πλαστικού και κατόπιν αφαιρείται το μεγαλύτερο μέρος του αέρα από το εσωτερικό της, διατηρώντας το προϊόν φρέσκο και αρωματικό. Η συσκευασία τροποποιημένης ατμόσφαιρας (Modified Atmosphere Packaging ή απλά MAP) στηρίζεται στην αλλαγή της σύνθεσης των αερίων που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα, εφαρμόζοντας αντικατάσταση του αέρα με ένα μεμονωμένο αέριο ή μίγμα αερίων και συνδυάζεται με αποθήκευση σε θερμοκρασία κάτω από 3°C. Στόχος της MAP είναι να μειωθεί η ποσότητα οξυγόνου στη συσκευασία, για να διατηρηθεί η υγρασία των τροφίμων και να εμποδιστεί η ανάπτυξη αερόβιων μικροοργανισμών. Ακόμη, στη συσκευασία προστίθενται υλικά που τροποποιούν τη σύνθεση των αερίων κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης, οι λεγόμενοι προσροφητές οξυγόνου, που βοηθούν στη μείωση επιπέδων οξυγόνου -συνεπώς εμποδίζεται η ανάπτυξη των αερόβιων μικροοργανισμών- καθυστερώντας παράλληλα την αλλοίωση των λιπών, που είναι και το πιο ευπαθές συστατικό του προϊόντος. Όσον αφορά τον έλεγχο άλλων βακτηριδίων που συνδέονται με διατροφικές αλλοιώσεις, αυτός επιτυγχάνεται με τη μείωση των επιπέδων υγρασίας, την τροποποίηση του pH και την αύξηση του χρόνου και της θερμοκρασίας αποθήκευσης. Πολλοί κατασκευαστές επιλέγουν να χρησιμοποιούν συσκευασίες (π.χ. τα σφραγισμένα pop-tops) με ειδικές ασφάλειες που δείχνουν πιθανή φθορά ή αλλοίωση του προϊόντος. Γενικά, τρόφιμα σε χαραγμένες κονσέρβες ή αλλοιωμένα περιτυλίγματα και ανοιγμένες συσκευασίες δεν πρέπει να καταναλώνονται, καθώς μπορεί να έχουν μολυνθεί από επιβλαβείς μικροοργανισμούς.

Σύγχρονος τρόπος ζωής
Πολλές εταιρείες τροφίμων συνειδητοποίησαν τα τελευταία χρόνια την ανάγκη για έτοιμα μαγειρεμένα γεύματα από την πλευρά των καταναλωτών. Έτσι, ανταποκρινόμενη στο σημερινό πολυάσχολο τρόπο ζωής, υπάρχει μια σειρά τροφίμων έτοιμα για μαγείρεμα και, μάλιστα, χωρίς καν να αφαιρέσουμε τη συσκευασία. Τα συγκεκριμένα προϊόντα συσκευάζονται σε κενό αέρος και έπειτα θερμαίνονται ελαφρά για να επεκταθεί η διάρκεια ζωής τους, διατηρώντας ταυτόχρονα τα θρεπτικά συστατικά και τη γεύση τους. Πριν από την κατανάλωση, τα τρόφιμα μαγειρεύονται ξανά από τον αγοραστή στη συσκευασία παρέχοντάς του ένα έτοιμο γεύμα. Στις συσκευασίες αυτών των προϊόντων χρησιμοποιούνται θερμοανθεκτικά υλικά, όπως το κρυσταλλικό τερεφθαλικό πολυαιθυλενίο (CPET) ή το πολυπροπυλένιο (PP).