Μια ακτίνα έμπνευσης, μια αληθινή κιβωτός παράδοσης, το Μουσείο Μαστίχας στέκει αγέρωχο στην κορυφή της Ράχης της Χίου, στο πλαίσιο άλλης μια πρωτοβουλίας της Τράπεζας Πειραιώς, φιλοξενώντας τον πυρήνα του πολιτισμού του νησιού, το εξαίσιο προϊόν που το έκανε γνωστό σε όλο τον πλανήτη και την παλλόμενη ζωή γύρω απ’ αυτό.

Αποστολή στη Χίο: Τίνα Μανδηλαρά

Είναι στιγμές που τα στοιχειά του κόσμου, αυτά που ένωσαν τον μόχθο των ανθρώπων με τη φαντασία του, βασανίζονται να γίνουν λέξεις, συγκίνηση και φως. Πολλές φορές όλα αυτά ενώνονται για να πουν μια ιστορία, όπως συνέβη με αυτή την υπέροχη αφήγηση της μαστίχας που τώρα χώρεσε σε μουσείο, το Μουσείο Μαστίχας στη Χίο, που μόνο επιγραμματικά φέρει αυτόν τον τίτλο, αφού περικλείει την πιο πολύτιμη ουσία του χιώτικου πολιτισμού.

2542444
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μαζεύει μαστίχα

Αν, άλλωστε, κάτι ξεχωρίζει στα μουσεία που φτιάχνει ο Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) είναι ότι γνωρίζει πως παραδίδει τόπους ανοιχτής αφήγησης παρά «έκθεσης» ή αναπαράστασης. Στόχος των μουσείων αυτών είναι να θυμίσουν στον επισκέπτη το προϊόν ή τον τρόπο που τον δόξασε ο συγκεκριμένος τόπος βγαλμένο από τα σπλάχνα της ανθρωπινής ιστορίας και της πιο άξιας φαντασίας της. Ειδικά στην περίπτωση της μαστίχας -όπου οι μυρωδιές μέσα στο μουσείο γίνονται ένα με τα ίδια τα δέντρα-σχίνους που το περιβάλλουν στον εξωτερικό χώρο- οι μνήμες ανακατεύονται γλυκά με το τώρα για να δείξουν πως τίποτα δεν ζωντανεύει και δεν περιγράφει καλύτερα έναν τόπο από τα υλικά του. Κάπως σαν τη μαντλέν του Προυστ, η μαστίχα έρχεται να ξυπνήσει μνήμες, ιστορίες, τραγούδια και ξακουστούς θρύλους που στο μουσείο αναδεικνύονται με όλα τα διαθέσιμα μέσα: τραγούδια, προβολές ταινιών, αναπαράσταση του παραγωγικού τρόπου, αντικείμενα της μόνιμης συλλογής, θρύλους που διασώθηκαν στα χρόνια. Και όλα γίνονται με τον πιο σύγχρονο τρόπο μουσειακής έκθεσης, έναν μοντέρνο τρόπο που διαφαίνεται και στα λόγια που διάλεξε η πρόεδρος Σοφία Στάικου για να εγκαινιάσει τον όμορφο χώρο. Η κυρία Στάικου στον λόγο της μετέφερε το μήνυμα ελπίδας που δίνει αυτό το έργο «ενάντια στην απαξίωση των καιρών και την πίστη στην παραγωγική Ελλάδα», τονίζοντας ότι είναι «τελικά αυτό το όραμα που υπηρετούν και κληροδοτούν στις νέες γενιές» οι άνθρωποι του μουσείου. Η ίδια, άλλωστε, δεν βλέπει το Μουσείο Μαστίχας μόνο ως έργο, αλλά σαν πραγματικό παιδί «ένα αγαπημένο παιδί που αναπτύχθηκε σε έξι χρόνια» -όπως και τα υπόλοιπα επτά μουσεία και άλλο ένα που ετοιμάζεται να ανοίξει τις πύλες του σε λίγους μήνες στα Ιωάννινα. Γι’ αυτό και στον λόγο της επανήλθε συχνά στον ρόλο του ανθρώπου που βρίσκεται στο επίκεντρο όλων αυτών των μουσείων τα οποία αναδεικνύουν την έμπνευση, τη δημιουργία και τον κάματο, συνδέοντας την αγροτιά, την παραγωγή και τον καθημερινό μόχθο με την υψηλή τέχνη. Το μοντέρνο αυτό αρχιτεκτόνημα με βασικά υλικά την παραδοσιακή πέτρα, το ξύλο, τα μεταλλικά στοιχεία και το γυαλί που επιτρέπει στη ματιά να ταξιδέψει στον ανοιχτό ορίζοντα εκτείνεται σε διαφορετικά επίπεδα και υψώνεται εμβληματικά πάνω από τα μαστιχοχώρια.

01

Στην περίπτωση του Μουσείου Μαστίχας που έρχεται να το εγκαινιάσει ένα ίδρυμα και να το οραματιστεί ένας ιδιώτης επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία: ο οραματιστής ανοίγει τους δρόμους, ενώ πίσω του κάποιοι προσπαθούν δειλά να δουν το μονοπάτι που θα δώσει διέξοδο και κάποιοι άλλοι επιμένουν να κρατάνε καλά κλειστή μια πόρτα η οποία από καιρό τώρα έχει χάσει τον λόγο ύπαρξης της κλειδαριάς της. Ομως, έτσι ήταν πάντα: κάποιοι στέκονταν περήφανοι μπροστά στο θαύμα και άλλοι οπισθοχωρούσαν επιβεβαιώνοντας την αιώνια διαμάχη ανάμεσα στην εξέλιξη και τη στασιμότητα. Το μήνυμα, όμως, που θέλει να περάσει το Πολιτιστικό Ιδρυμα του ομίλου είναι μόνο θετικό και αυτό διαφαίνεται και από την ίδια την ιστορία των κατοίκων. Οι Χιώτες, προασπιζόμενοι το δικαίωμα στην περηφάνια, χρησιμοποίησαν τη μαστίχα ως το όπλο προς τη δική τους μερική αυτονομία απέναντι στους κατακτητές. Οι μαστιχοπαραγωγοί, προνομιούχοι ακόμα και στην υποδούλωσή τους, είχαν καταφέρει, παραχωρώντας το πολύτιμο μαστίχι στους κατακτητές -οι οποίοι το τίμησαν στα χαρέμια τους και έγινε σύμβολο ηδυπάθειας- να μη γίνουν ραγιάδες μέχρι που η σφαγή έφτασε να γεμίσει με αίμα αυτά τα ανυπότακτα δέντρα. Οι ματωμένοι σχίνοι, μετά τη σφαγή της Χίου, κατέληξαν να επιβεβαιώνουν τις δοξασίες που κυκλοφορούσαν για τον Αγιο Ισίδωρο, ο οποίος λένε ότι βασανίστηκε άγρια και από τότε τα δέντρα γέμισαν με δάκρυα και αίμα.

15

Ολα αυτά -θρύλοι, δοξασίες και Ιστορία- ενυπάρχουν αρμονικά στο μουσείο που ξεδιπλώνει όλες τις ισόνομες πτυχές της μαστιχοκαλλιέργειας από το απτό κομμάτι της παραγωγής -το πως απλώνουν το τραπέζι (το ασπρόχωμα κάτω από το δέντρο για να πέφτει το δάκρυ σε μονωμένο έδαφος) ως το πιο συμβολικό κομμάτι που έχει να κάνει με τις ιστορίες των ανθρώπων. Οι θρύλοι προβάλλονται μέσα από πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό σε κάθε γωνιά του μουσείου – όπως εκείνος ο σχινιάτικος ρυθμός που σε υποδέχεται στην είσοδο με μια γυναίκα να τραγουδάει με ρυθμό: «Είμαι δεντρίν ακούραστον και πάντα δακρυσμένον». Με την ίδια ένταση αφηγούνται τις ιστορίες τους και άλλες γυναίκες της Χίου – γελαστές κάτω από τα μαντίλια, επιβλητικές, καθαρίζοντας με αυτά τα περήφανα χέρια το πολύτιμο δώρο της γης. Οπως μας πληροφορούν οι σχετικές εκθέσεις του μουσείου, η κοινωνία που διαμορφώθηκε από τις γυναικοπαρέες που καθάριζαν στον δρόμο τη μαστίχα ανέδειξε ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα συναδέλφωσης ή συγγένειας με αποτέλεσμα οι γυναίκες αυτές να αποκτήσουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αποκαλούμενες «συντρόφισσες» ή «Εσμιχτές», ή «δανεικές». Οι οικογένειές τους, μάλιστα, φρόντιζαν να τις οδηγήσουν στις παρέες από μικρές. «Είχαμε καλές παρέες. Τότες ο κόσμος ήταν αγαπημένος, πολύ αγαπημένος. Παλαιά, να κάτσουμε βεγγέρα να καθαρίσουμε μαστίχι, παρέες όλη νύχτα. Οι συντρόφισσες γίνονταν από το σχολείο. Εγώ τις συντρόφισσές μου τις βλέπω ακόμη, είναι φίλες μου. Αλλη πήγε στην Αμερική, άλλη πήγε στην Αυστραλία, άλλη μένει στην Αθήνα, αλλά άμα έρθουν το καλοκαίρι εδώ, μαζευόμαστε όλες. Δεν τον ξεχνάς τον άνθρωπο που έκανες παρέα», αφηγείται χαρακτηριστικά μια γυναίκα της οποίας η ιστορία εκτίθεται στο μουσείο. Εδώ κάθε ανθρώπινη φωνή έχει τον λόγο της και δεν ξεχνιέται, καταγράφεται, μελετάται και γίνεται το πιο όμορφο έκθεμα αποδεικνύοντας τη μακρά συνέχεια ανάμεσα στο όνειρο και τον κάματο.

12

Γι’ αυτό και εκτός από τις θεματικές ενότητες -όπου ο επισκέπτης μαθαίνει τις ιστορίες γύρω από τον σχίνο και τη μαστίχα ανακαλύπτοντας την τεχνογνωσία της μαστιχοκαλλιέργειας και βλέπει πως η παραγωγή είναι απαράμιλλα συνδεδεμένη με την κοινωνία-, ουσιαστικά αυτό που καταφέρνει το μουσείο είναι ότι του μεταδίδει σε βάθος τι ακριβώς σημαίνει «πολιτισμός της μαστίχας». Στόχος άλλωστε του 8ου θεματικού μουσείου που θεμελίωσε η Τράπεζα Πειραιώς είναι να αποτυπώσει ακριβώς αυτή τη σύνδεση του πολιτισμού με το περιβάλλον, το σημείο όπου η άυλη πολιτιστική κληρονομιά συναντάται με τον τοπίο και τη φυσική κληρονομία. Υπάρχει επομένως λόγος που το μουσείο δεσπόζει στην κορυφή της Ράχης της Χίου, αντικρίζοντας επιβλητικά και περήφανα τα 24 πανέμορφα Μαστιχοχώρια, αυτά «τα μικρά διαμάντια», όπως τα περιέγραψε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που απλώνονται λαμπερά και επιβλητικά στον πανέμορφο κάμπο. Μόνο εδώ λαμβάνει χώρα το ανεξήγητο αυτό θαύμα του να «δακρύζει ο σχίνος» για να παραχθεί το πολύτιμο δάκρυ που είναι η μαστίχα. Σχίνοι μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη Μεσόγειο, αλλά μόνο στο συγκεκριμένο αυτό μέρος της Χίου αναπτύσσεται η ποικιλία pistacia lentiscus Chia και παράγεται η μαστίχα. Γι’ αυτό και ακριβώς η UNESCO αποφάσισε να εγγράψει την παραδοσιακή μαστιχοκαλλιέργεια στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (2014).

Οπως τονίζει η Σοφία Στάικου στον πρόλογο της κατατοπιστικότατης έκδοσης του ιδρύματος «Οψεις της άυλης πολιτιστικής κληρονομίας στη Χίο» (σε επιστημονική επιμέλεια Σταυρούλας-Βίλλυς Φωτοπούλου), «η μαστίχα ως το πρώτο αμιγώς ελληνικό στοιχείο που εντάχθηκε στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, έρχεται να επισφραγίσει τη στενή συνεργασία και τις συντονισμένες προσπάθειες του ΠΙΟΠ με το υπουργείο Πολιτισμού και την κοινότητα των μαστιχοκαλλιεργητών». Γι’ αυτό ακριβώς το μουσείο ενώνει το κομμάτι της έκθεσης, της ιστορίας της μαστίχας, της διαμόρφωσης ενός ολόκληρου σύμπαντος ιστορικού, πολιτισμικού και αξιακού με το εξωτερικό κομμάτι – με τα ίδια τα χωριά, τα δέντρα, τον αέρα που αναπνέουν αυτοί οι άνθρωποι που ακόμα ασχολούνται τόσο τελετουργικά με την παραγωγή της.

13403981_1146812358712600_8410731230848318574_o
Η πρόεδρος του ΠΙΟΠ Σοφία Στάικου στην ομιλία της μετέφερε το μήνυμα ελπίδας που δίνει το έργο «ενάντια στην απαξίωση των καιρών, καθώς ενισχύει την πίστη στην παραγωγική Ελλάδα»

Σχεδόν μεταφυσικά το μουσείο ενώνεται με τους κατοίκους και τους μαστιχοπαραγωγούς που είχαν και την τιμητική τους τη μέρα των εγκαινίων. Αλλωστε, το τελευταίο μέρος του μουσείου είναι αφιερωμένο στην ιστορία της σύστασης των συνεταιρισμών και συγκεκριμένα στην Ενωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου (ΕΜΧ), οι οποίοι έδωσαν τεράστιες ιστορικές μάχες για να διεκδικήσουν την αυτόνομη σύσταση του συνεταιρισμού τους. Πέρασαν πολλά -σφαγή του 1822, σεισμός των 1881- που μετέτρεψαν το ευτυχισμένο νησί -L’ ile heureuse όπως το αποκαλούσαν- σε πονεμένο τόπο. Κατάφεραν, ωστόσο, να θεμελιώσουν την ένωσή τους το 1938 και έκτοτε εκμεταλλεύονται με πολλαπλούς τρόπους τη μαστίχα. Στην Αμερική, για παράδειγμα, πλέον η μαστίχα θεωρείται ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω της θεραπευτικής της δράσης, ενώ διαδεδομένη είναι η Ελληνική Μαστίχα Χίου (ΕΛΜΑ). Στο μουσείο μπορεί κανείς, μάλιστα, να δει παλιά εργοστασιακά μηχανήματα παραγωγής της μαστίχας, όπως εκείνα για τη διαμόρφωση των πυρήνων της τσίχλας, τις κουφετιέρες, τα καζάνια για το μαστιχέλαιο κ.ά. Η μαστίχα είναι ένα παγκόσμιας φήμης προϊόν που ξεκίνησε το ταξίδι της από την Ανατολή -όχι τυχαία, Χίος στα συριακά σημαίνει μαστίχα- για να φτάσει σε όλες τις χώρες της Δύσης. Πλέον εξάγεται από την Αυστραλία έως το Μπανγκλαντές και τη μακρινή Βραζιλία.

anoig

Ολα αυτά μπορεί να μάθει ο επισκέπτης και να δει πώς ένα προϊόν καταφέρνει να γίνει φορέας και γενεσιουργός αιτία πολιτισμού, πολύτιμο στοιχείο μιας Ελλάδας που αναπνέει ακόμα και ξέρει να δημιουργεί και να αγωνίζεται. Το μουσείο, που δημιουργήθηκε από το Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς που έχει την ευθύνη της λειτουργίας, κόστισε 6.700.000 ευρώ, εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» (ΕΣΠΑ 2007-2013) και συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.