Παρουσιάζουμε τέσσερις δυνατές μορφές της παγκόσμιας γαστρονομικής σκηνής που πριν «μπαρκάρουν» στην κουζίνα ακολουθούσαν εντελώς διαφορετικές επαγγελματικές κατευθύνσεις.

Η αλλαγή καριέρας δεν είναι εύκολη υπόθεση ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις αυτών που τόλμησαν, επέμειναν και πέτυχαν το στόχο τους. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα λαμπρών αστεριών του χώρου της εστίασης που οι αφετηρίες τους εκπλήσσουν αλλά και εμπνέουν.


Φωτογραφία: Eleven Madison Park

Daniel Humm: Ο ποδηλάτης
Ο Ελβετός σεφ και ιδιοκτήτης του τριάστερου Eleven Madison Park στη Νέα Υόρκη, πριν αποφασίσει να χτίσει τη λαμπρή καριέρα του στις επαγγελματικές κουζίνες ήταν μέλος της εθνικής εφήβων στην ομάδα ποδηλασίας της Ελβετίας και ταξίδευε ανά την Ευρώπη συμμετέχοντας σε αγώνες. Οι προπονήσεις ήταν πολύωρες ωστόσο όταν δεν επιδιδόταν σε ορθοπεταλιές εργαζόταν σε κουζίνα για να βγάλει τα προς το ζην. Οι εμπειρίες του πυροδότησαν το ενδιαφέρον του για τη μαγειρική ωστόσο, ο λόγος που επαναπροσδιόρισε τους επαγγελματικούς του στόχους ήταν ένας σοβαρός τραυματισμός σε ατύχημα κατά τη διάρκεια ποδηλασίας σε ηλικία 21 ετών. Στα επόμενα δύο χρόνια ο Humm εργάστηκε σε μερικά από τα πιο φημισμένα ελβετικά ξενοδοχεία και εστιατόρια και το 2002, σε ηλικία 24 ετών, έγινε ο νεαρότερος σεφ στην Ελβετία που βραβεύτηκε με αστέρι Michelin, το οποίο απέσπασε για τη δουλειά που παρουσίασε στο εστιατόριο Gasthaus zum Gupf. Ένα χρόνο μετά, μετακόμισε στην Αμερική και τρία χρόνια μετά ανέλαβε το Eleven Madisson Park. Τα υπόλοιπα, λίγο πολύ είναι γνωστά.


Φωτογραφία: William Faithful

Bjorn Frantzen: Ο ποδοσφαιριστής
Ο διάσημος Σουηδός σεφ, μια από τις εμβληματικότερες παρουσίες της σκανδιναβικής γαστρονομικής σκηνής, στο βραβευμένο με 3 αστέρια Michelin εστιατόριο Frantzén στη Στοκχόλμη, αποδίδει από το 2009 τη δική του γευστική μετάφραση της σκανδιναβικής κουζίνας. Σε συνέντευξή που παραχώρησε στο Olivemagazine.gr είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «το να είσαι σεφ με αστέρι Michelin είναι πανομοιότυπο με το να είσαι επαγγελματίας αθλητής, αφού πρόκειται για επάγγελμα που προϋποθέτει σκληρή δουλειά, έκθεση και σύγκριση με άλλους επαγγελματίες του χώρου». Κάπως έτσι συνέδεσε και το αθλητικό του υπόβαθρο με τον τελικό επαγγελματικό του προσανατολισμό. Βέβαια, η καριέρα που ακολούθησε δεν ήταν στα επαγγελματικά του πλάνα δεδομένου ότι ήταν ποδοσφαιριστής και έπαιζε στο σουηδικό πρωτάθλημα από το 1992. Μετά από σοβαρό όμως τραυματισμό του το 1996, κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και έχτισε σταδιακά μια νέα καριέρα στη μαγειρική. Τα πρώτα του βήματα στο χώρο ξεκίνησαν από τις βάσεις που έθεσε με σπουδές σε σχολή μαγειρικής ενώ στη συνέχεια θήτευσε ως μάγειρας στο σουηδικό στρατό. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πριν στήσει το βραβευμένο εστιατόριο Frantzen στη Στοκχόλμη, εργάστηκε σε κουζίνες κορυφαίων εστιατορίων ανά τον κόσμο όπως τα Pied a Terre και L’Arpege. Το 2010, το Frantzén κέρδισε δύο αστέρια με μόλις δύο χρόνια λειτουργίας, ενώ το 2018, έγινε το πρώτο εστιατόριο της χώρας που απέσπασε τρία αστέρια Michelin στον Οδηγό Nordic Countries 2018, διάκριση που διατήρησε και φέτος.

Φωτογραφία: Dinara Kasako Facebook

Dinara Kasako: Η αρχιτέκτων
Η Ουκρανή Dinara Kasako δημιουργεί γλυκά που η αψεγάδιαστη γεωμετρική τους λεπτομέρεια και αισθητική τους είναι τόσο εντυπωσιακά που ξεχνάς ότι τρώγονται. Το υπόβαθρο της δημιουργού τους υπάγεται στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και του 3D σχεδιασμού με τα οποία ασχολούνταν για αρκετά χρόνια πριν ανακαλύψει τη μεγάλη αγάπη της για τη ζαχαροπλαστική, οπότε τα γλυκά- έργα τέχνης έχουν γερή καλλιτεχνική βάση… Όπως θα διαπιστώσετε και από τις φωτογραφίες, μοιάζουν περισσότερο με εκθέματα σε μουσείο μοντέρνας τέχνης παρά με γλυκά. Εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι η Kasako είναι κυρίως αυτοδίδακτη ενώ βελτίωσε την τεχνική της παρακολουθώντας εξειδικευμένα σεμινάρια δίπλα σε έμπειρους επαγγελματίες και κάνοντας στο σπίτι της πολλούς πειραματισμούς για να πετύχει απόλυτα ακριβές αποτέλεσμα σε σχήμα, όγκο, σύνθεση, χρώμα και υφή. Η καλλιτεχνική οπτική της φαίνεται εξάλλου και από το πώς αντιμετωπίζει τα γλυκά της προσπαθώντας να συνδυάζει αρμονικά αρχιτεκτονική και σχέδιο με τη ζαχαροπλαστική. Όσο για το περιεχόμενο, παντεσπάνι, μους σοκολάτας, κονφί μούρων, ζύμη σαμπλέ και μαρέγκα είναι μερικά από αυτά που συνθέτουν τα νόστιμα αυτά έργα τέχνης.

Φωτογραφία: Alvin Leung Facebook

Alvin Leung: Ο τεχνικός μουσικού εξοπλισμού
Ο σεφ και ιδιοκτήτης του τριάστερου εστιατορίου Bo Innovation στο Χονγκ Κονγκ, που είναι γνωστός και ως «Demon Chef», μπορεί να φημίζεται για τη «δαιμόνια» μαγειρική του ωστόσο δεν είναι πολλοί αυτοί που γνωρίζουν ότι μέχρι τις αρχές του 2000 εργαζόταν ως τεχνικός μουσικού εξοπλισμού σε διάφορα μουσικά studio. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και μεγάλωσε στο Τορόντο όπου εργαζόταν μαζί με τον πατέρα του ως τεχνικός, λίγα χρόνια αργότερα όμως επέστρεψε στο Λονδίνο για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Νότιας Όχθης στην ειδικότητα του τεχνικού μουσικού εξοπλισμού, επάγγελμα το οποίο άσκησε για δύο δεκαετίες στο Χονγκ Κονγκ. Ωστόσο, στον ελεύθερο χρόνο του, διοργάνωνε dinner parties για φίλους που τιμούσαν το μαγειρικό ταλέντο του. Το 2003, ανέλαβε ένα μικροσκοπικό εστιατόριο kaiseki που ανήκε σε έναν φίλο του και το μετέτρεψε στο Bo Innovation. Το γεγονός ότι δεν είχε σπουδάσει μαγειρική δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί σε επαγγελματικό επίπεδο με αυτή, αντίθετα μάλιστα, πλέον φημίζεται για την καινοτόμα γαστρονομική νοοτροπία του και την ακρίβεια στις τεχνικές του.