«Αγάπη» ονομάζουν στην Τήνο τα μεγάλα κοινά τραπέζια που συνήθως γίνονται σε στεγασμένους χώρους πλάι σε μονές ή εκκλησίες. Ένα διόλου τυχαίο όνομα, αφού στόχος τους είναι να βρεθούν μαζί, να συνομιλήσουν, να μοιραστούν αγάπη οι συνδαιτυμόνες, με συνδετικό κρίκο το φαγητό.

Μεγάλα, μακριά τραπέζια, ανοιχτοί χώροι, χαλαρά σώματα και φαγητά σε πιατέλες. Όλες στο κέντρο, όλα για όλους, σε ολοήμερες ιεροτελεστίες που περνούν από γενιά σε γενιά. Κοινοί συντελεστές η καλή διάθεση, η αγαπησιάρικη, η ολοσχερής παράδοση στο πνεύμα της παρέας, η εξ ορισμού πρόθεση για γλέντι μακρόσυρτο. Πιο πολύ από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη, το κοινό τραπέζι της οικογένειας, της παρέας, της κοινότητας, δοξάζεται στην Ελλάδα. Εδώ δεν ισχύει η ατομικότητα. Οι πάντες συνεισφέρουν με τον τρόπο τους για την πραγματοποίηση του γεύματος, από την προετοιμασία και το στρώσιμο του τραπεζιού μέχρι τα τελικά μαζέματα και το καθάρισμα. Σε αυτό το πλαίσιο της ομαδικότητας, όπου τα προσωπικά όρια είναι δυσδιάκριτα και κοινό ζητούμενο είναι –στην ουσία– περισσότερο η καλή παρέα και λιγότερο το φαγητό, η «τράπεζα αγάπης» βρίσκει το ουσιαστικό της νόημα.

(001)

Το πιο χαρακτηριστικό, το πιο μεγαλειώδες από τα μεγάλα κοινά τραπέζια παραμένει μέχρι σήμερα το τραπέζι του Πάσχα. Οι προετοιμασίες του ξεκινούν πολύ καιρό πριν και γίνονται οι ίδιες λόγοι για μικρότερες καθημερινές γιορτές. Στην περιφέρεια ως και σήμερα ακόμη, από τα ζυμώματα μέχρι το βάψιμο των αυγών, την προετοιμασία των κρεάτων και του γιαουρτιού, των λαχανικών και του ψωμιού είναι δουλειές ομαδικές, ευκαιρίες για συντροφιά και μαζέματα γύρω από τραπέζια, πιο μικρά, αλλά πάντοτε κοινά.

Η ψυχολογική προετοιμασία, η προπόνηση για τη μέρα της μεγάλης φιέστας, δρα καταλυτικά. Πώς μπορεί να μην είσαι ευδιάθετος, να μην περιμένεις ανυπόμονα το ξημέρωμα της Κυριακής, την ώρα που θα ανάψουν τα πρώτα κάρβουνα, τη στιγμή που ο πρώτος μεζές θα ακουμπήσει στο τραπέζι, το πρώτο τσούγκρισμα των ποτηριών θα είναι πραγματικότητα, το πρώτο κομμάτι κοκορέτσι θα κοπεί από τη σούβλα;

Μοιράζομαι σημαίνει προσφορά
Το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί μέχρι σήμερα το ελληνικό τραπέζι από εκείνα των υπολοίπων δυτικών χωρών είναι οι κοινές πιατέλες, το φαγητό δηλαδή στο κέντρο του τραπεζιού, εκτεθειμένο σε όλη τη διάρκεια του γεύματος, χωρίς πρώτα και δεύτερα πιάτα, χωρίς πρωτόκολλο και επισημότητες.

Με έναν τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι εδώ δοκιμάζεται η κοινωνική παιδεία, ο σεβασμός στη συντροφιά. Στα ορεινά της δυτικής Κρήτης για παράδειγμα, κανείς δεν απλώνει στο τραπέζι το χέρι του μακρύτερα από εκεί που φτάνει το πιρούνι του. Ούτε παίρνει από το κοινό πιάτο αν δεν βεβαιωθεί πως υπάρχει αρκετό για όλους στο τραπέζι. Για τους λόγους αυτούς τα φαγητά σερβίρονται σε περισσότερα πιάτα ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμα και με τόσο φαγητό ώστε να μην περισσεύουν λειψά κομμάτια. Σε άλλες περιοχές τα πράγματα είναι πολύ πιο χαλαρά, οι πιατέλες περιφέρονται στα τραπέζια ή σερβίρονται όλοι από το κέντρο, αδειάζουν και γεμίζουν. Πάντως ένα παραμένει κοινό σε όλες τις περιπτώσεις. Ποτέ δεν ξεμένει από φαγητό το τραπέζι αν δεν σηκωθεί και ο τελευταίος από την καρέκλα του, όσες ώρες κι αν έχουν περάσει.

Κύριο μέλημα των διοργανωτών είναι να περάσουν καλά οι καλεσμένοι τους, να προσφέρουν ψυχή και να μοιραστούν αγάπη με τον πιο βαθιά ανθρώπινο τρόπο, εκείνον του φαγητού που χορταίνει τις καρδιές.

(7)

Αερομαχίες συναισθημάτων
Το μπερδεμένο φαγητό στα πιάτα, τα πιρούνια που διασταυρώνονται στον αέρα, τα ποτήρια που γεμίζουν, τσουγκρίζουν και επιστρέφουν, τα α καπέλα τραγούδια, οι αυτοσχέδιοι χοροί και τα αστεία χαλαρώνουν και τους πιο δύσθυμους από τους παρισταμένους. Η εμπειρία ενός τέτοιου γεύματος καταγράφεται στη μνήμη και η επανάληψή του συνδέεται πάντοτε με τα ίδια συναισθήματα και την ίδια προσδοκία, αυτά της χαράς, της αγαλλίασης και της συναισθηματικής πληρότητας. Τα μεγάλα γιορτινά οικογενειακά υπαίθρια τραπέζια είναι το ιερό δισκοπότηρο της παιδικής ηλικίας, ο παράδεισος στον οποίο θέλουμε πάντοτε να επιστρέφουμε. Είναι ο τόπος της συγχώρεσης, της μεγαλοθυμίας, της πιο ειλικρινούς χαράς. Είναι ο παράδεισος που ανακαλύπτουν οι ξένοι ταξιδιώτες που θα βρεθούν απρόοπτα σε αυτοσχέδιο γλέντι, εκείνος που θα αναζητούν κάθε φορά που έρχονται στη χώρα μας.

Οι Αγάπες της Τήνου
Το έθιμο της Αγάπης είναι ένα πανάρχαιο έθιμο, που αναβιώνει πολλές φορές κάθε χρόνο στην Τήνο. Μια από τις πιο γνωστές Αγάπες πραγματοποιείται τη Δευτέρα του Πάσχα, στο χωριό Κτικάδο και έχει τις ρίζες της στην πρωτοχριστιανική εποχή. Στόχος του εθίμου είναι αυτή την ημέρα, που ουσιαστικά υμνείται η Ανάσταση του Ιησού, να συμφιλιωθούν όλοι οι πιστοί -ορθόδοξοι και καθολικοί- μεταξύ τους. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας γίνεται περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως σε ολόκληρο τον οικισμό και στις δώδεκα το μεσημέρι η καμπάνα χτυπά χαρμόσυνα, προσκαλώντας τους κατοίκους αλλά και τους επισκέπτες στην αίθουσα που βρίσκεται κάτω από τον Ιερό Ναό. Εκεί, στο ευρύχωρο και μακρόστενο πέτρινο τραπέζι με τις πεζούλες, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν Κοινή Τράπεζα, γιορτάζεται η αγάπη.

Οι γυναίκες του χωριού μαγειρεύουν σούπα με μοσχάρι, ψητό κρέας και διάφορους άλλους εκλεκτούς μεζέδες, όπως το έθιμο επιβάλλει. Παράλληλα, φροντίζουν το τραπέζι να είναι γιορταστικά στρωμένο, όπως ταιριάζει στη μέρα. Και εδώ, η… συγκολλητική δύναμη του κοινού φαγητού και του κρασιού φαίνεται πως είναι καταλυτική, αφού οι Αγάπες επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο και οι κάτοικοι συνεχίζουν να κάθονται στο ίδιο τραπέζι, να μοιράζονται την ίδια πεζούλα.

(5)

Σοβαρά τώρα;
Και όμως, για τους αρχαίους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο το να φάει κάποιος μόνος «δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα». Εκτός από τα μεγάλα δείπνα, οργάνωναν συμπόσια σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι κάποιας εταίρας, στα οποία οι συνδαιτυμόνες συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Κάποτε, κάθε συμμετέχων έφερνε το φαγητό του στο καλάθι.

Το φαγητό δεν ήταν ποτέ υπερβολικό. Σε μια κωμωδία αναφέρεται ότι ένα τραπέζι στην Αθήνα είναι πάντοτε πολύ όμορφο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα πεινασμένο στομάχι. Στους Διαλόγους του Πλάτωνα οι συνδαιτυμόνες δεν συζητούν ποτέ για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της Αττικής απαιτούσε ωραία παρουσιασμένο φαγητό αλλά όχι προκλητικό σε ποσότητα. Να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, αφού το κύριο ζητούμενο δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις που προέκυπταν. Σε αντίθεση με του Ρωμαίους που τα συμπόσια ήταν αφορμή για κραιπάλη, στην Αθήνα ήταν αφορμή για ανταλλαγή απόψεων, συζήτηση και σύσφιγξη των σχέσεων. Το «συν» στο συμπόσιο μετέφραζε ουσιαστικά τους δεσμούς που αναπτύσσονταν μέσα από το μοίρασμα φαγητού και ποτού.

Φωτογραφίες: Έβελυν Φώσκολου