Αναπάντεχο και δροσερό, το διήγημα από τον vegetarian συγγραφέα και φίλο του olive, Νίκο Πετρόπουλο*, που μιλάει για ένα Πάσχα αλλιώτικο.

Έχω ένα προαίσθημα, ότι φέτος εμείς ίσως και να τη γλιτώσουμε». «Λες; Εγώ πάντως δεν το βλέπω το πράγμα αισιόδοξα, γιατί συνήθως άλλα μας επιφυλάσσει η μοίρα μας». Ηταν με διαφορά ολίγων ημερών συνομήλικοι. Είχαν γεννηθεί Οκτώβρη μήνα. Από νωρίς έπιασαν φιλίες και ήταν σχεδόν όλη την ημέρα αχώριστοι. Δεν αποκλείεται, δε, να είχε προκύψει και ένα ερωτικό αίσθημα ανάμεσά τους· ανομολόγητο λόγω του νεαρού της ηλικίας τους.

Στο αγόρι αρέσανε οι σκανταλιές, ενώ το κορίτσι έδειχνε πιο σοβαρό και ώριμο, όπως συνήθως συμβαίνει στην περίοδο τής εφηβείας. Εκείνη είχε ένα πλούσιο ξανθό μαλλί και σε εκείνον μόλις είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένα αραιό γενάκι. Ετρεχαν ολημερίς σε ένα καταπράσινο λιβάδι, έπαιζαν και έβοσκαν μαζί. Γιατί δεν επρόκειτο για παιδιά δίποδα, αλλά τετράποδα. Αυτή ήταν ένα αρνάκι κι αυτός κατσικάκι. Αλλά λόγω του συντόμου του βίου τους είχαν τους προβληματισμούς τους, που θα έλεγε κανείς ότι αντιστοιχούσαν σε παιδιά της έκτης Δημοτικού, αν και τα ίδια ήταν δεν ήταν έξη μηνών. Όταν κουράζονταν κατά το απομεσήμερο, κάθονταν και κουβέντιαζαν. Είχαν την στοιχειώδη επίγνωση του ριζικού τους, ασχέτως αν οι άνθρωποι δεν θέλουν να το παραδεχθούν για τα ζώα υποτιμώντας τη νοημοσύνη τους. Μια μέρα αυτός, που ήταν και πιο φιλοπερίεργος, έτρεξε να συναντήσει την φίλη του για να της πει τα νέα.

«Ασ’ τα, πού να σ’ τα λέω. Κακό μεγάλο βρήκε τους ανθρώπους. Κάτι μπαίνει μέσα τους και τους αρρωσταίνει. Μερικοί πεθαίνουν».
«Μιλάς σοβαρά; Ωχ, λες να αρρωστήσει κι ο μπάρμπα Μήτσος; Αλίμονό μας». Τον τσοπάνη τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση γιατί τα πρόσεχε και τα φρόντιζε. Αν και ήξεραν τι τα περιμένει, είχαν αποδεχθεί ότι κι αυτός μια δουλειά έκανε για να ζήσει.

«Τώρα τα τελευταία βράδυα σκαρφαλώνω στο πεζούλι κι ακούω τις ειδήσεις από την τηλεόραση. Δεν καταλαβαίνω και πολλά, αλλά από τις εικόνες που βλέπω στα νοσοκομεία… Ασε που ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του».

Εκείνη έμεινε για λίγη ώρα αμίλητη. Φαινόταν σαν κάτι να σκέφτεται, ώσπου ένα χαμόγελο άνθησε στο πρόσωπό της. «Δεν ξέρω, αλλά εκείνο το προαίσθημα που σου έλεγα τις προάλλες μπορεί και να βγει αληθινό. Γιατί αν οι άνθρωποι είναι σε τέτοια κατάσταση, δεν θα έχουν το κουράγιο να γλε-ντήσουν το Πάσχα, με εμάς στις σούβλες ή στον φούρνο».

«Το σκέφτηκα κι εγώ, αλλά…». «Λες κι εγώ τελικά να μπορέσω να γίνω μάνα, όπως κι η μάνα μου που με γέννησε; Κι ας με αρμέγει ο μπάρμπα Μήτσος πρωί βράδυ, δεν θα με ενοχλεί καθόλου».

Εκείνος ένιωσε ένα σφίξιμο μέσα του. Κάτι σαν ζήλεια, γιατί ήξερε ότι αρνιά και κατσίκια δεν ζευγαρώνουν. Προσποιήθηκε τον άνετο και της είπε: «Α, κι εγώ θέλω να γίνω τράγος. Εχω για πρότυπο τον θείο μου, που όλες οι κατσίκες στο κοπάδι είναι ερωμένες του». Αυτή κατάλαβε και τον χάιδεψε τρυφερά. «Τι θα έλεγες, αν δούμε τα σκούρα, να κλεφτούμε και να φύγουμε για το βουνό;». Ξανάσανε ανακουφισμένος. «Κι ας μην έχουμε απογόνους», είπε. «Και να είχαμε, ξέρουμε πού θα κατέληγαν». «Και τη χοληστερίνη του κόσμου πού τη βάζεις;».

Διαβάστε ακόμη:
Βάφουμε τα πασχαλινά μας αβγά με φυσικά υλικά

Πάσχα: Ήθη και έθιμα από την Ελλάδα

Πάσχα στο σπίτι με παραδοσιακά γλυκά