Τούτη η δεκαετία, η 20s, βασίζεται στο story telling, στο δυνατό αφήγημα και στους ανθρώπους πίσω από ένα εγχείρημα, και όχι τόσο στο ίδιο το εγχείρημα, και αυτό είναι μια γενική διαπίστωση. Το νέο εστιατόριο του κέντρου της πόλης κρατάει όλα τα ατού στα χέρια του: ωραία ιστορία, σωστή περιοχή, ονόματα γνωστά και αγαπητά από άλλους χώρους, καλό marketing. Μαζί, προσθέτουμε και την πολύ φρέσκια τάση του concept store/resto, αφού στον χώρο εκτός από το εστιατόριο φιλοξενείται ένα γραφείο και ένα κηροπωλείο, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο σοφών επιλογών. Αυτά σκεφτόμασταν και μαζί με τα διαπιστευτήρια που μας έδωσε φίλος για το καλό χέρι και τη φιλοσοφία του μάγειρα Λουκά Μάιλερ, πήραμε να κλείσουμε τραπέζι. Το οποίο μας δόθηκε με τον αυστηρό όρο του διώρου 7.00-9.00 μ.μ.

Το τραπέζι μάς περίμενε. Ένα χαμηλό μεταλλικό τραπέζι μεγέθους μεζεδοπωλείου, με χαμηλές μεταλλικές καρέκλες. Τόσο χαμηλές που αν είσαι πάνω από 1,60 πρέπει ή να διπλώσεις τελείως τα πόδια σου κάτω από την καρέκλα με κίνδυνο κράμπας και σίγουρου μουδιάσματος ή να την τραβήξεις πίσω ώστε να μπορέσεις έστω και λίγο να τα απλώσεις. Αποτέλεσμα αυτού, το κεφάλι σου σχεδόν να ακουμπάει με το κεφάλι του πελάτη στο πίσω τραπέζι. Το ξεπεράσαμε, καθώς η ευγενέστατη, ταχύτατη και χαμογελαστή σερβιτόρα είχε ήδη έρθει δύο φορές για την παραγγελία την οποία και κάναμε άμεσα, για να μη χάνουμε χρόνο.

Ήμασταν τέσσερις στο τραπέζι, από τα 16 πιάτα του μενού παραγγείλαμε τα 8, τα μισά δηλαδή, από τα οποία τα τρία είχαν ως συνοδευτικό τον ίδιο ταραμά και τα δύο τα ίδια βραστά χόρτα, χωρίς να μας ενημερώσει κανείς. Ας αφήσουμε όμως τα στατιστικά. Τα άγρια χόρτα με το κατσικίσιο μπλε τυρί ήταν άνισα βρασμένα με κάποια κοτσάνια σκληρά, κάποια σημεία παραβρασμένα και στο πιάτο είχαν αφήσει νερά που είχαν αναμειχθεί με το λάδι. Ωραία ιδέα, μέτρια εκτελεσμένη. Η παλαμίδα με το κουνουπίδι και τον ταραμά ήταν το πιο ενδιαφέρον πιάτο, αν και το αλάτι που είχε ξεφύγει σε ποσότητα τόνιζε την οξύτητα του λεμονιού λίγο παραπάνω. Η τερίνα βιολογικής μοσχίδας, που παραγγείλαμε με χαρά για την έμπνευση, ήταν αρκετά ουδέτερη και με «λάθος» για τερίνα υφή, αλλά ταιριαστή με την αψάδα της μουστάρδας. Η τουρσεμένη σουπιά με τις ρίζες είχε ενδιαφέρον, μόνο που τα καρότα είχαν μια γεύση πολύ έντονης μεταλλικότητας/φαρμακίλας, που πιθανόν να οφειλόταν σε υπερβολικό σαφράν. Η σούπα τσουκνίδας με αυγό ήρθε σε τέτοια ποσότητα που χρειαζόταν και δεύτερο αυγό για να ισορροπήσει. Το γεμιστό λάχανο με κόκορα αυγολέμονο παραπέμπει στο αντίστοιχο γαλλικό πιάτο, μόνο που εκεί το λάχανο Σαβοΐας, αφράτο και τραγανό, θέλει πολύ, μα πολύ λιγότερο χρόνο για να γίνει απ’ ότι το δικό μας χοντρόφυλλο, που έμοιαζε νερόβραστο, άψητο και άνοστο. Ο μπακαλιάρος στην αρνίσια μπόλια θα μπορούσε να μας ξεσηκώσει αν η μπόλια ήταν καλοψημένη και δεν άφηνε την έντονη λιπαρότητα που μπλεκόταν με το άφθονο ελαιόλαδο του πιάτου. Τέλος, το αρνάκι με χόρτα αυγόλεμονο ήταν τα νερόβραστα χόρτα της σαλάτας, αρνάκι sous vide και ένα ατυχές χωρίς οξύτητα αυγολέμονο που μάλιστα αραίωσε υπερβολικά από το ξενέρισμα των χόρτων.

Ήπιαμε το «χύμα» λευκό κρασί, ροής δηλαδή, του Τάτση, με κόστος 13 ευρώ τα 750 ml, από μια μικρή λίστα δώδεκα εμφιαλωμένων. Για τον λογαριασμό που ήρθε με τη μορφή δελτίου παραγγελίας, έπρεπε να ζητήσουμε την απόδειξη. Το εστιατόριο δουλεύει και είναι γεμάτο, και μπράβο του. Προσωπικά, έμεινα με πολλές αξεδιάλυτες απορίες, που ίσως λυθούν όταν βρει τους ρυθμούς του και συντονιστεί. Πάντως, ως έχει, με τιμές και φιλοσοφία εστιατορίου, εμφάνιση και παροχές μεζεδοπωλείου, θα το έκρινα ως ακριβό για αυτό που προσφέρει.

info
Μελανθίου 2, Ψυρρή, τηλ. 210 3220300. Τιμές: € 40 χωρίς κρασί/ποτό

Δείτε επίσης:

Μικρότερος ο κίνδυνος καρκίνου για όσους δεν τρώνε συχνά κρέας

Maison d’ Olive: Η μοναδική ελληνική κάβα εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου, στο Κολωνάκι

Δεν είμαι χορτοφάγος γιατί… είμαι Ελληνίδα