Η συνιδιοκτήτρια της vegan boulangerie Holy Llama μοιράζεται μαζί μας την καθημερινότητά της και μας αποκαλύπτει τις διευθύνσεις για τα στέκια της στην Αθήνα.

Προτού πάω στο ραντεβού με την Κελλίνα Δημητριάδη, συνιδιοκτήτρια του Holy Llama, είχα ήδη σχηματίσει μια πρώτη εικόνα για εκείνη. Από το τηλέφωνο, όπου είχαμε μιλήσει αρκετές φορές για να κανονίσουμε το ραντεβού μας, μου φαινόταν μια γλυκιά, ήρεμη και χαρούμενη παρουσία. Δεν έπεσα έξω. Το ραντεβού μας δόθηκε σε ένα από τα στέκια της, στο Joshua Tree Cafe, στο Μετς. Δεν άργησε καθόλου. Μόλις είχε επιστρέψει από ένα αυθημερόν ταξίδι στο Costa Navarino. «Έχω πάρει ένα vegan brownie να δοκιμάσω», της λέω και μου κλέβει μια κουταλιά. Η Κελλίνα είναι από τους ανθρώπους που ήταν αντίθετοι σε αυτή τη φιλοσοφία, όμως βλέποντας την αδελφή της να ακολουθεί τον βιγκανισμό καθώς και τη θετική επίδραση που έχει αυτός ο τρόπος ζωής στο περιβάλλον και τα ζώα αποφάσισε να γίνει και αυτή.

«Έχω γενικά ως πρότυπο την αδελφή μου. Στην αρχή ξεκίνησα ως vegetarian και τα τελευταία τρία χρόνια, λίγο πριν αποφασίσουμε με την Εριέττα (σ.σ.: Εριέττα Κούρκουλου, η συνέταιρός της) να ανοίξουμε το Holy Llama, έκοψα όλα τα ζωικά», μου λέει. Η Κελλίνα, όμως, δεν είναι από εκείνους που κουνούν επιδεικτικά το δάχτυλο και προσπαθούν να πείσουν τους άλλους να ακολουθήσουν την ίδια φιλοσοφία. «Ο σύντροφός μου δεν είναι vegan και δεν κάνω καμία προσπάθεια να τον αλλάξω. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να κάνει ο καθένας μας ό,τι μπορεί για το περιβάλλον. Είναι η ανακύκλωση, είναι ο εθελοντισμός, είναι ο βιγκανισμός; Το οτιδήποτε βοηθάει».

Το στήσιμο του Holy Llama ξεκίνησε στις αρχές του καλοκαιριού του ’21. Άνοιξαν όμως, το πρώτο κατάστημά τους στον Υμηττό τον Φεβρουάριο του 2022. Μετά από λίγους μήνες ακολούθησε αυτό στο κέντρο, στην οδό Νίκης. «Χρειάστηκε αρκετός καιρός δοκιμών. Μας πήρε επίσης πολύ χρόνο να βρούμε την ομάδα. Θέλαμε να απαρτίζεται από ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το project και τη φιλοσοφία μας, όχι όμως απαραίτητα να είναι vegan. Αυτό δεν το ελέγχαμε», εξηγεί.

Η ιδέα τους γεννήθηκε συζητώντας μαζί με την Εριέττα για το τι ήταν εκείνο που τους έλειπε όταν έβγαιναν έξω. «Υπάρχουν πολλά καφέ και all day που έχουν επιλογές vegan, αλλά υπήρχε τεράστιο κενό στην boulangerie. Kι εμείς που λατρεύουμε τα κρουασάν δεν βρίσκαμε πουθενά να φάμε. Έτσι είπαμε να φτιάξουμε τον δικό μας φούρνο». «Φούρνο; Μα δεν πουλάτε ψωμί», της λέω και εκείνη χαμογελά. «Όχι ακόμα, περίμενε κι έρχεται και αυτό. Εξελισσόμαστε».

Για την Κελλίνα το να βγει έξω να φάει με τους φίλους της δεν της είναι δύσκολο. Θεωρεί ότι υπάρχουν πολλές επιλογές στην Αθήνα. «Η βάση της διατροφής μας στην Ελλάδα στην πραγματικότητα είναι vegan. Έξω βρίσκεις από μαγειρευτά μέχρι new age πράγματα, υποκατάστατα -αν θέλεις φυσικά να τα φας- κι ας έχουμε κάνει τη σόγια διάβολο, που δεν είναι. Υπάρχουν, λοιπόν, πάρα πολλές επιλογές από ταβερνάκια που θα φας αγγουροντομάτα, φάβα, παντζάρια, μαγειρευτά φασολάκια, μακαρόνια μέχρι και degustation menu σε fine dining εστιατόρια. Περιμένω πώς και πώς να πάω στον φίλο μου Δήμο Σαμουράκη στο Seeds να δοκιμάσω το vegan menu που έχει βγάλει. Έχω δοκιμάσει επίσης και το αντίστοιχο menu που κάνει ο Παύλος Κυριάκης στο Zillers». Της προτείνω ακόμα να δοκιμάσει και εκείνο του Γκίκα Ξενάκη στο Aleria και μου λέει ότι το έχει και αυτό στη λίστα.

Αυτό, όμως, που της κάνει εντύπωση είναι ότι τα καλύτερα πιάτα τα έχει δοκιμάσει σε μη vegan εστιατόρια. «Είναι λίγο περίεργο αυτό που λέω αλλά οι non vegan chefs, επειδή ανταγωνίζονται τα πιάτα τους, φτιάχνουν εξαιρετικές vegan προτάσεις. Για παράδειγμα, έχω φάει ένα πολύ νόστιμο vegan risotto στο Ovio που ήταν με παντζάρι, αλλά και μια μακαρονάδα στην πιτσαρία Mario & Luigi στην Ηλιούπολη, όπου μας είχαν βάλει και υποκατάστατο μοτσαρέλα και ήταν φοβερή». Μου αναφέρει ακόμα ότι θα ήθελε ιδανικά τα vegan μαγαζιά να μην απευθύνονται μόνο στο vegan κοινό, αλλά σε όλους. «Αυτό έχουμε εμείς ως στόχο. Να έρθει κάποιος στο μαγαζί μας κι ας μην είναι της ίδιας διατροφικής φιλοσοφίας. Να έρθει γι’ αυτά που φτιάχνουμε, για την ατμόσφαιρα, για μας».

Τη ρωτάω για τα στέκια της, για το πού πηγαίνει και τρώει και από πού ψωνίζει. «Στο μαγαζί μας», μου λέει γελώντας. Της αρέσει πολύ το Joshua, όπου έρχεται από τότε που άνοιξε. Τρώει πολύ συχνά τον μουσακά στο Mama Tierra. Πάει συχνά στη Σβούρα στο Κουκάκι για τηγανητούς γίγαντες και χόρτα, ενώ όταν θέλει κάτι σε έθνικ προτιμά το Tuk Tuk. «Μου αρέσει επίσης το sushi και πολύ συχνά παραγγέλνω στο σπίτι από το Oma στην Ηλιούπολη. Έχει κάτι φοβερά ρολάκια με τηγανητό τόφου». Τρελαίνεται με την μπάρα keto από το Wild Souls στο κέντρο για πρωινό και όταν θέλει να κάνει ψώνια για το σπίτι πηγαίνει στους γείτονές της, στο 4 Seasons Bio.

Ευχαριστούμε το Joshua Tree Cafe (Αναπαύσεως 13, Μετς, τηλ. 210 9239747) για τη φιλοξενία.

Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη