Η γειτονιά δεν είναι εύκολη, ούτε γνωστή, όχι τουλάχιστον αν δεν είσαι κάτοικος της ευρύτερης περιοχής. Προσωπικά χρησιμοποιώ GPS, μια και βρίσκεται αρκετά έξω από τις γνωστές διαδρομές μου. Αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στην απόφασή μου να επισκεφθώ το εστιατόριο της Μάγκυς Ταμπακάκη και του Φραντσέσκο Γκρανάτα, που μόλις έκλεισε έναν χρόνο στον δεύτερο χώρο που επέλεξαν για να το στεγάσουν. Μια μετακόμιση σχεδόν υποχρεωτική, αφού το πρώτο τους ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τους πελάτες που αγάπησαν την κουζίνα τους.

Η Μάγκυ βρέθηκε νύφη στη Νάπολη, στην οικογένεια του Φραντσέσκο, και για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τη σοβαρότητα που αντιμετωπίζουν οι οικιακές μαγείρισσες τα καθημερινά γεύματα. Ακολουθώντας τη μητέρα και την αδελφή του συντρόφου της άρχισε να μυείται στα μυστικά της πάστας, της πίτσας, της σάλτσας, όλων εκείνων των στοιχείων που συγκροτούν τη ναπολιτάνικη κουζίνα. Κάπως έτσι οι σπουδές της στις Πολιτικές Επιστήμες έκαναν στην άκρη για να αφήσουν χώρο στη μαγείρισσα που γεννιόταν. Στο πλάι της ο αναισθησιολόγος γιατρός σύζυγος όχι μόνο σιγοντάρησε στα όνειρα αλλά συμμετείχε στην υλοποίησή τους. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν την καριέρα τους στην εστίαση, με τη Μάγκυ αρχηγό στην κουζίνα κι εκείνον στα ζυμάρια και στη σάλα.

Το δείπνο μας άνοιξε με ένα καρπάτσο χταποδιού με λάδι μαϊντανό, τουίλ παρμεζάνας (όχι τόσο τραγανής όσο θα την ήθελα είναι αλήθεια) και μια εξαιρετική χειροποίητη μαγιονέζα αντσούγιας που προσθέτει βάθος στη συνολική γεύση. Το vitello tonnato, το μοσχάρι με τη σάλτσα τόνου δηλαδή, ήταν απολαυστικό, αρκετά ρουστίκ, με μεστή γεύση. Ο μεγάλος μου ναπολιτάνικος έρωτας, το αραντσίνο, στάθηκε για μένα το κορυφαίο πιάτο της βραδιάς. Όπου αραντσίνο λέγεται η παναρισμένη κροκέτα ρυζιού, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε παναριστεί με πάνκο «χρωματισμένο» με ενεργό άνθρακα και «πατούσε» σε κρέμα παρμεζάνας με φλοίδες καλοκαιρινής τρούφας. Ένα πραγματικό ποίημα.

Τα ζυμαρικά, το καμάρι της Μάγκυς, δεν μας απογοήτευσαν, το αντίθετο μάλιστα. Η ποιότητά τους, το σωστό βράσιμο, το δέσιμο της κρέμας-σάλτσας και η ισορροπία των υλικών τους δικαίωσαν τη σχεδόν εμμονική απόφασή της να ασχολείται αποκλειστικά η ίδια με την πάστα σε κάθε πιάτο. «Μέχρι να βρώ κάποιαν ή κάποιον που θα μάθει να τα ακούει, να ξέρει πότε είναι έτοιμα, πώς να τα διαχειριστεί, γιατί ποτέ ένα πακέτο δεν είναι ίδιο με το άλλο κι ας ακούγεταιυπερβολικό» μου εξομολογήθηκε. Ανάμεσα στα δύο πιάτα, εκείνο με τα κολοκυθάκια και το δεύτερο με το ξύσμα λεμονιού, επιλέγω και τα δύο πάντως. Τα σικελικά νιόκι φτιαγμένα με φρέσκια ρικότα, σάλτσα από ελαφρώς καψαλισμένα ντοματίνια και μελιτζάνα στον φούρνοήταν γοητευτικά ρουστίκ και το μόνο που μου έλειψε ήταν λίγο περισσότερη μελιτζάνα για την ιδανική ισορροπία. Για το τέλος, θα ήταν άδικο να μην αναφερθώ στο τιραμισού. Το γλυκό που στα χέρια της Μάγκυς αγγίζει την τελειότητα, ένα αέρινο σύνολο με απαράμιλλη δροσιά και αρώματα.

info
Βασ. Κωνσταντίνου 43, Βάρη, τηλ. 210 9655815, τιμή: 35€-50€/Άτομο

Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη