Μεσαιωνικές πόλεις, exclusive resorts, γαστρονομία στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής, πολυτελείς μαρίνες και φυσικά τοπία βγαλμένα από καρτ ποστάλ. Το Μαυροβούνιο δεν είναι παίξε γέλασε.

Το μακρινό 2006 ήταν μια καλή χρονιά για τον 007. Η κινηματογραφική μεταφορά του «Casino Royale» εγκαινίαζε μια νέα εποχή για τον θρυλικό ήρωα του αν Φλέμινγκ και ο Ντάνιελ Κρεγκ, σαν έτοιμος από καιρό, ξεκινούσε να γράφει τη δική του ιστορία στην κινηματογραφική εποποιία με το ποίμνιο των εκατομμυρίων αφοσιωμένων πιστών. Ήταν όμως και μια περίφημη συγκυρία για το Μαυροβούνιο, αφού η πληροφορία ότι τα νέα ανδραγαθήματα του Τζέιμς Μποντ κινηματογραφήθηκαν στη μικρή, καρτ ποσταλικής ομορφιάς χώρα των δυτικών Βαλκανίων εξαπλώθηκε γρηγορότερα και πιο ανεξέλεγκτα και από τον εσχάτως viral κινεζικό κοροναϊό. Ποιος δεν θα ήθελε να απολαύσει το Μartini του – shaken not stirred- στο μπαρ του ξενοδοχείου «Splendide», να σουλατσάρει με το tuxedo του στο καζίνο και να φλερτάρει την τύχη του (ή όποιο αιθέριο Bond girl) ή να οδηγήσει την Aston Martin του στους κατάφυτους φιδίσιους δρόμους αυτής της terra incognita στις εσχατιές της Βαλκανικής;

Κι όμως, η συλλογική ταξιδιωτική ονείρωξη αποδείχτηκε φενάκη, αφού ούτε σεκάνς της εν λόγω ταινίας δεν φιλμογραφήθηκε στο Μαυροβούνιο. Τι σημασία είχε όμως; Η δουλίτσα είχε γίνει. Και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή που η χώρα επανεφεύρισκε, έπειτα από τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο τη δεκαετία του ’90 και την ειρηνική αυτονόμησή του από τη Σερβία τον Ιούνιο του 2006, την ταυτότητά της ως εναλλακτικού ταξιδιωτικού προορισμού για Αμερικανούς τουρίστες που κατακτούν τον κόσμο καβάλα σε κρουαζιερόπλοια, μα κυρίως για τους προνομιούχους τούτης της γης που αναζητούν ιδιωτικότητα, πολυτέλεια και τοπωνυμία με εξεζητημένα ονόματα που ηχούν σχεδόν εξωτικά τα αυτιά τους.

Άλλωστε είχε τόσα και ακόμα περισσότερα από όσα αποτυπώθηκαν στο φιλμ που μας ξανασύστησε τον Βρετανό πράκτορα της MI6. Μεσαιωνικές πόλεις διατηρημένες μέχρι κεραίας, ένδοξο ιστορικό παρελθόν, πολυπολιτισμικότητα χάρη στη μακραίωνη ταλάντευσή του ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, γραφικά λιμάνια, φυσικά φιοδρ, βουνό, θάλασσα και 240 ημέρες ηλιοφάνειας. Υπάρχει καλύτερο branding για έναν wannabe κοσμοπολίτικο προορισμό;

Παρεμπιπτόντως το Μαυροβούνιο διαθέτει δύο αεροδρόμια -ένα στην πρωτεύουσα Ποντγκόριτσα κι ένα στον Νότο, στην πόλη Τίβατ-, απέχει από την Αθήνα γύρω στις 4.30 ώρες αεροπορικώς, με ενδιάμεσο σταθμό το Βελιγράδι, και παρότι έχει υιοθετήσει ως νόμισμα το ευρώ και για target group τους έχοντες και κατέχοντες οι τιμές του παραμένουν ακόμα λογικές.

Η πραγματικότητα και οι ευγενείς συνειρμοί που δημιουργούνται με περίσσιο αυτοματισμό ανάμεσα στο Monte Carlo και το Montenegro, όπως είναι το όνομα της χώρας στην αγγλική, μαρτυρούν ότι το Μαυροβούνιο μάλλον πετυχαίνει τον στόχο του. Τα θυρανοίξια του πρώτου σε ευρωπαϊκό έδαφος ξενοδοχείου της αλυσίδας One & Only τον προσεχή Ιούνιο προσυπογράφουν του λόγου το ασφαλές. Το πολυτελές resort βρίσκεται στρατηγικά τοποθετημένο στις βόρειες ακτές της χώρας στο Πορτονόβι. Κι έχει την Αδριατική εμπρός του, τα επιβλητικά βουνά πίσω του και την πολυτέλεια στο DNA του. Εκτός από τα συμβατικά δωμάτια προς ενοικίαση θα υπάρχουν και δύο πολυτελείς βίλες, ενώ στο συγκρότημα θα λειτουργεί και spa της exclusive αλυσίδας Chenot ή αλλιώς του Ιερού Δισκοπότηρου των ευζωιστών και όσων δεν τα έχουν καλά με τον χρόνο αλλά θέλουν να τα έχουν καλά με τον εαυτό τους (ναι, οι αντιγηραντικές κούρες του Dr Chenot φημίζονται για τα αποτελέσματά τους που συναγωνίζονται στα ίσια αυτό που ένας μέσος κοινός νους έχει αποκρυσταλλώσει ως θαύμα).

Ήλιος, θάλασσα, αποτοξίνωση από κακές συνήθειες μα κυρίως από την πολλή συνάφεια του κόσμου είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους βασίζεται η δοκιμασμένη συνταγή του One & Only. Μόλις πριν από λίγους μήνες στο Πορτονόβι, το οποίο εξελίσσεται τάχιστα σε ομφαλό της κοσμικής καλοπέρασης του Μαυροβουνίου, εγκαινιάστηκε το φερώνυμο resort, μια συνοικία από πολυτελείς βίλες (βλ. ονείρωξη του μέσου ολιγάρχη) αλλά και μια υπερσύγχρονη μαρίνα – ιδανικό καταφύγιο για τα σμήνη των σκαφάτων που θέλουν να εντρυφήσουν στο μεσαιωνικό ανέγγιχτο από τον χρόνο μεγαλείο της προστατευόμενης από την UNESCO περιοχής του κόλπου Μπόκα. Φυσικά, ο θαλάσσιος δρόμος είναι ο ιδανικός για να επισκεφθεί κανείς και το Κότορ – απέχει μόλις 36,8 χιλιόμετρα από το Πορτονόβι. Γενικά, οι αποστάσεις στο Μαυροβούνιο, που έχει σχεδόν το 1/10 του μεγέθους της Ελλάδας, δεν θα σας απασχολήσουν. Εν αντιθέσει με τις διαδρομές οι οποίες παρά το βαλκανικής κοπής οδικό δίκτυο είναι μαγευτικές.
Το Κότορ είναι ίσως γνωστότερο και σίγουρα πιο φημισμένο από την πρωτεύουσα της χώρας, την Ποντγκόριτσα. Προφανώς γι’ αυτό ευθύνεται ο στόλος των κρουαζιερόπλοιων που συνωστίζονται στα ανοιχτά του λιμανιού, γεμάτα από τουρίστες απεγνωσμένους για την τέλεια selfie με φόντο την πιο άρτια διατηρημένη μεσαιωνική πόλη της Αδριατικής. Τα απογεύματα όταν τα πλοία σαλπάρουν και η μικρή κωμόπολη αδειάζει, είναι η καλύτερη ώρα για να επισκεφτεί κανείς τα τοπόσημα της πόλης, όπως η επιβλητική εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, να λιώσει τα παπούτσια του αναζητώντας τα βενετσιάνικα τείχη ή να θυμηθεί τι σημαίνει cardio ανεβαίνοντας 1.300 σκαλιά για να θαυμάσει τη θέα από το κάστρο της πόλης.

Βέβαια, αν ζητούμενο είναι η απομόνωση και η αποχή από οποιαδήποτε δραστηριότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί λαϊκό κεκτημένο, τότε η διαμονή στον Νότο της χώρας είναι μονόδρομος. Το «Aman Sveti Stefan» είναι ένα από τα πρώτα δυτικού τύπου resorts που άνοιξαν στο Μαυροβούνιο και ανέλαβαν να συστήσουν το νέο ταξιδιωτικό πρόσωπο της χώρας στον πλανήτη. Και μάλιστα χωρίς υπερβολές και περιττά φκιασίδια αλλά με άξονα την απέριττη πολυτέλεια και την επικούρεια φιλοσοφία, που μοιάζει τόσο ταιριαστή στο φυσικό κάλλος της περιοχής. Σαν μια αυτονόητη, φυσική συνέχειά της.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Gala που κυκλοφορεί με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ 

Δείτε επίσης
Νέα Ζηλανδία: Ένας προορισμός – μικρογραφία του πλανήτη