Μια παιδική ανάμνηση γίνεται τροχοπέδη και κίνητρο μαζί για την ανακάλυψη γεύσεων, δημιουργώντας και επουλώνοντας τραύματα.

Καλοκαίρι, νωρίς το πρωί. Αγουροξυπνημένη, ξυπόλητη, βγαίνω στην αυλή. Ενα γνώριμο πρόσωπο κραδαίνει στο ένα χέρι ένα αιχμηρό αντικείμενο, στο άλλο σφίγγει από τον λαιμό μια κότα. Με δεξιότητες νίντζα η γιαγιά μου αποκεφαλίζει το πουλερικό! Για μερικά δευτερόλεπτα το βλέπω να περπατά πέρα δώθε σαν τον ακέφαλο καβαλάρη. Υποκύπτω στη σκοτοδίνη. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά αν αυτή τη σκηνή την έχω δει με τα μάτια μου ή αν την ονειρεύτηκα, όπως τόσες και τόσες άλλες που καρφιτσώθηκαν αργότερα στο αναμνησιολόγιο των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας. Η μητέρα μου έλεγε πως το φαντάστηκα: «Η γιαγιά σου, παιδάκι μου, τις κότες τις είχε για τα αυγά τους, άκου να τη σκοτώσει!». Μέχρι να συνέλθω, το τραπέζι θα έχει στρωθεί με κολλαριστά λινά τραπεζομάντιλα και σερβίτσια πλυμένα με πηγαδίσιο νερό. Κοτόπουλο με χοντρό μακαρόνι, σάλτσα και ξινομυζήθρα, ψημένο στο φορητό στρογγυλό φουρνάκι, αυτό το ιερό σκεύος μέσα στο οποίο έχουν μελώσει τα πιο ωραία καλοκαιρινά φαγητά. «Δεν θα το φάω ποτέ», λέω στη γιαγιά, «όσο ζω δεν θα βάλω ποτέ στο στόμα μου κοτόπουλο». «Καλά, φάε έστω τα ζυμαρικά και τα χόρτα», μου λέει συγκαταβατικά. Βρούβες περιχυμένες με αγουρέλαιο, λεμόνι και χοντρό θαλασσινό αλάτι, ό,τι πρέπει για να ξορκίσω την αιματηρή θυσία που κατά πάσα πιθανότητα συντελέστηκε στη φαντασία μου.

Η γιαγιά μου βρουβολογούσε με τον ίδιο τρόπο που βωμολοχούσε όταν η άνοια της χτύπησε την πόρτα: ασύστολα και ευρηματικά. Λάτρευε τα χόρτα, τα βότανα και τη συγκομιδή τους και μου περιέγραφε τις φαρμακευτικές ιδιότητές τους. Ετσι, η παιδική μου ηλικία ήταν μια εξωτική χώρα γεμάτη αντιφάσεις, τις οποίες σήμερα μεταφέρω και στη δική μου κουζίνα. Η μαγειρική της δικής μου αγίας καθημερινότητας ενσωματώνει το πικρό και το ξινό, με την ίδια άνεση που ενσωματώνει τους κακούς μεν, λατρεμένους δε υδατάνθρακες. Τα χόρτα πικρά, το ψωμί με προζύμι, λαχανικά για τα λαδερά και όσπρια αγορασμένα από τη λαϊκή της γειτονιάς. Ανοίγω φύλλο για χορτόπιτα με σπανάκι, μυρώνια και καυκαλήθρες και κάθε καλοκαίρι κονσερβοποιώ ντομάτες και παρασκευάζω λικέρ και μαρμελάδες από τη γριά βερικοκιά του κήπου μου. Για κορίτσι της πόλης νομίζω πως είμαι σε καλό δρόμο για να αυτοανακηρυχθώ μια μέρα σε αυτόχθονα των Αθηνών. Στην κουζίνα μου υπάρχουν ένα σωρό βαζάκια με εκχυλίσματα βοτάνων για κάθε χρήση. Η κόρη μου πιστεύει πως είμαι μάγισσα. Πες το ψέματα. Αν ζούσα στον Μεσαίωνα δεν θα είχα γλιτώσει την πυρά.

«Μακαρόνια με κιμά σήμερα και αύριο τις αγκινάρες αλά πολίτα», μου λέει και με ρίχνει. Δεν της χαλάω χατίρι κι ας έχουν μαυρίσει τα δάχτυλά μου από το καθάρισμα. Επενδύω στη σκέψη πως κάποια μέρα μεγαλώνοντας θα τις δοκιμάσει με την ίδια λαχτάρα που δοκίμασα κι εγώ ξανά, έστω κι αρκετά χρόνια αργότερα, το κοτόπουλο με το χοντρό μακαρόνι. Με κλειστά τα μάτια και μια φανταστική ιστορία γύρω απ’ αυτό.

info
Η Σοφία Μπραϊμάκου είναι κειμενογράφος. Το βιβλίο της «Ματάμπρε: Ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα» τιμήθηκε με το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» της Εταιρείας Συγγραφέων.

Δείτε επίσης:
Ημερολόγιο κουζίνας: Η επιστροφή

Iστορία της γεύσης: Ο κόκορας στην ελληνική, παραδοσιακή κουζίνα

Η Κρήτη όλη σε ένα παξιμάδι