Τη «ζωή μου όλη», όπως λένε και στίχοι του Άκη Πάνου, θα μπορούσα να την αναλογιστώ μέσα από αναμνήσεις ταβερνιάρικες. Αναμνήσεις που αφορούν λιγότερο τις γεύσεις της ταβέρνας και περισσότερο τη «γεύση» της ταβέρνας, τον κόσμο της, το ήθος, τα τραγούδια, τα γλέντα και την ατμόσφαιρά της.

Οι πρώτες μου παραστάσεις ήταν, στοιβαγμένοι στην καρότσα ημιφορτηγού, οι γονείς μου και μπόλικο σόι, να πηγαίνουμε κάπου μακριά, που είχε και γαργαλιστικό όνομα -Κουκουβάουνες έλεγαν το μέρος- για να φάμε παϊδάκια και λουκάνικα -από τότε μ’ αρέσαν- τραγουδώντας το «Δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα», το πρώτο μου εξωσχολικό τραγούδι. Παιδί του Δημοτικού, αρχές του ’60 ο παππούς με πήγαινε σε ταβερνάκια στη Νέα Ιωνία, όχι τόσο για το φαγητό τους, αλλά για να θαυμάσω το μαγικό κουτί που έβαζε μόνο του τους δίσκους της μουσικής και που όσα κέρματα και αν έριχνες, θα άκουγες πριν από τις επιλογές σου το «Μανούλα, θα φύγω» του αξεπέραστου Στέλιου Καζαντζίδη.

Δεκαπέντε χρονών, γυμνασιόπαιδα μετρούσαμε το αντριλίκι μας στο κουτούκι του Καραχάλιου πίσω από τις Φυλακές Αβέρωφ, με τα πόσα κατρούτσα θα καταφέρναμε να πιούμε. Φοιτητικά χρόνια στη χούντα σε ταβερνάκια της Καισαριανής με Θεοδωράκη και σκέτα από γιουβέτσι. Στη Μεταπολίτευση, στην πρώτη γενιά νεοταβέρνων στα Εξάρχεια, διετέλεσα τακτικός θαμώνας στον Πειναλέοντα, στο άντρο των «Ρηγάδων», όπου σχεδιάζαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Οι λαχανοντολμάδες και η ρετσίνα βοηθούσαν τις σκέψεις. Μας σώθηκε η κορωπιώτικη ρετσίνα, πάνε και τα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο.

Γυρνώντας από τις σπουδές μου από το Παρίσι, είδα την ελληνική ταβέρνα με άλλη ματιά και από τότε άρχισα να μαζεύω υλικό -τα ταβερνάκια ένα μετά το άλλο εξαφανιζόντουσαν- για ένα βιβλίο που βγήκε 30 χρόνια (2009) αργότερα με τίτλο «Αθηναϊκή Ταβέρνα». Έγραφα κάπου εκεί: «Ένα από τα χαρακτηριστικά της λαϊκής ταβέρνας είναι η απόλαυση της διαδικασίας του φαγητού. Σαν απόηχος μιας παλιάς κοινοκτημοσύνης, ο κόσμος τρώει ως παρέα και μοιράζεται τα φαγητά του. Πολλά πιάτα παραγγέλνονται για να μπουν στο κέντρο του τραπεζιού, έτσι ώστε ο καθείς είτε με το πιρούνι ή ακόμα και με το χέρι να παίρνει μπουκιές κατά βούληση, κάτι αδιανόητο για τη δυτική κουλτούρα, όπου ο καθείς τρώγει αυτά που παρήγγειλε για εαυτόν. Ποτήρια με κρασί τσουγκρίζονται, ευχές ανταλλάσσονται, μαχαιροπήρουνα διασταυρώνονται πάνω από τις πιατέλες, όπως και οι ματιές των συνδαιτυμόνων -φιλικές ή ερωτικές- ενώ στο ελαιόλαδο της σαλάτας και στις σάλτσες των φαγητών οι ναυμαχίες της παπάρας (κομματιού ψωμιού) κορυφώνονται. Ταυτόχρονα αυτό το κλίμα ενότητας της παρέας διαχέεται και σ’ άλλα τραπέζια. Δείχνοντας την καλή τους διάθεση και θέλοντας να μοιράσουν τη χαρά τους, συνηθίζονται τα κεράσματα, δηλαδή αποστολές καραφών κρασιού σε παρέες διπλανών τραπεζιών, προκειμένου να ανταλλάξουν ευχές για την καλή υγεία των συνδαιτυμόνων».

Τώρα που ο «κόσμος» της ταβέρνας χάθηκε στην Αθήνα, τον κυνηγάω στην περιφέρεια βουλιμικά και αν εντοπίσω κανένα καλό θήραμα, το αναρτώ στην ιστοσελίδα μου και το μοιράζομαι με τους φίλους μου.

info
Ο Γιώργος Πίττας είναι ταξιδευτής και θηρευτής και καταγραφέας ταβερνών, καφενείων, πανηγυριών, και γευστικών απολαύσεων. Δημιουργός του greekgastronomyguide.gr

Φωτογραφία: Ταβέρνα Το Ειδικόν, στον Πειραιά, από τις τελευταίες εναπομείνασες.