Γιατί σπεύδουμε να επισκεφθούμε νέα εστιατόρια;Τι ζητάμε; Να χορτάσουμε την πείνα μας ή να γνωρίσουμε την κουζίνα τους; Τι σημαίνει «πάω να δοκιμάσω το νέο μενού»; Αυτό που σχεδίασε ο σεφ ή αυτό που θέλουμε να διαμορφώνουμε μόνοι μας;

Σήμερα, που η έξοδος για φαγητό έχει γίνει αφ’ εαυτής αποδεκτή ως μορφή διασκέδασης, επιλέγουμε πλέον ένα εστιατόριο με την ελπίδα πως θα μας προσφέρει την ευκαιρία να δοκιμάσουμε, να γευτούμε κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό, αυτό που προτείνει ο μάγειρας. Το φαγητό εκλαμβάνεται ως έκφραση της προσωπικότητάς του, είναι η ταυτότητά του και, θεωρητικά, γι’ αυτό πάμε και αυτό αναζητάμε: τη δική του εκδοχή για τη διαχείριση της πρώτης ύλης, τη νοστιμιά του φαγητού του, την πρωτοτυπία του, το άγνωστο, την έκπληξη. Αλλιώς, αν το μόνο κίνητρό μας ήταν να φάμε κάτι που μας είναι γνωστό, ποιος ο λόγος να μετακινηθούμε από το σπίτι μας, όπου τρώμε, σίγουροι για την ποιότητά του, ό,τι μαγειρεύουμε μόνοι μας και ό,τι επιθυμούμε;

Η βαρετή επανάληψη δεν είναι και τόσο καθησυχαστική
Απορώ όταν ακούω να λένε «πάμε, βρε, να βγούμε, να αλλάξουμε παραστάσεις!» και πάνε πάντα στο ίδιο μαγαζί. Πώς γίνεται να θέλει κανείς να βγει για φαγητό και να μη βαριέται, ακολουθώντας πάντα την πεπατημένη, παραγγέλλοντας πάντα τα ίδια μονότονα ζυμαρικά, τα μονοδιάστατα μπέργκερ, τις αχυρένιες μπριζολάρες με τις κατεψυγμένες γαρνιτούρες και τις πλαστικές τους σάλτσες;

Τι είναι αυτό που κάνει κάποιους να θεωρούν καθησυχαστικό (comfort food) το γνωστό αλλά πλαστικό φαγητό; Πόσο ένοχη χαρά (guilty pleasure) πια μπορεί να βρίσκει κανείς σε κάτι επαναλαμβανόμενα ίδιο;

Μερικές φορές, μέσα από τις συζητήσεις που γίνονται γύρω από ένα τραπέζι, νιώθω πως οι άνθρωποι επιλέγουμε το γνωστό μόνο και μόνο από τον φόβο μήπως στο πεδίο του αγνώστου βρεθεί κάποιος να θέσει υπό αμφισβήτηση το εγώ μας. Φοβόμαστε να παραδεχτούμε το καινούριο μήπως φανεί ότι δεν το γνωρίζαμε. Ε, και; Ολόκληρη η ζωή μας δεν είναι ένα ταξίδι γνωριμίας στο άγνωστο; Ένα ταξίδι εμπειριών από το οποίο το μόνο κέρδος μας στο τέλος είναι το «άνοιγμα των οριζόντων» μας;

Rob Adams

Δοκιμάζω, δοκιμάζεις, δοκιμάζουμε
Μόνο δοκιμάζοντας μπορεί κανείς να μάθει, να απολαύσει. Τι σημαίνει όμως «δοκιμάζω»; Το ρήμα είναι πολυσήμαντο. Αρχικά σημαίνει ερευνώ, γνωρίζω νέα πράγματα, μετακινούμαι από τις θέσεις μου, θέτω τον εαυτό μου σε δοκιμασία, λαμβάνω εμπειρία, αλλά και επιχειρώ, τολμώ, προσπαθώ να κατανοήσω, αναλύω, αποδεικνύω, (εμ)πειρώμαι, γλωσσ(ι)άζω, γεύομαι. Ακυρώνοντας όλες αυτές τις έννοιες, δεν δοκιμάζω. Τρώω απλώς και πέρα από αυτό που ξέρω δεν σαστίζω. Και όχι, αν αρνηθώ να δοκιμάσω, δεν μπορώ να πιστεύω ότι ξέρω.…

Σαφώς και θα φάμε μόνο ό,τι επιθυμούμε. Κανείς δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να φάμε φαγητά που δεν θέλουμε.

Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν οι κατάλογοι, από τους οποίους μπορούμε να διαλέξουμε (αλά καρτ) ό,τι μας αρέσει. Στο εστιατόριο έχουμε την ευχέρεια να ζητήσουμε ακόμα και να μας ψήσουν το κρέας ή και το ψάρι μας στον βαθμό που μας αρέσει – αρκεί, προφανώς, να επιδέχεται το ψήσιμο που ζητάμε, αλλιώς ας μην εκπλησσόμεθα εάν μας υποδεικνύουν να επιλέξουμε κάτι διαφορετικό. Κανείς δεν έχει την πρόθεση να μας μειώσει αν δεν ικανοποιήσει τα καπρίτσια μας, δεν χρειάζεται να νιώθουμε σε διαρκές μπρα ντε φερ με τον μάγειρα, τον ψήστη ή τους σερβιτόρους. Κανείς δεν έχει να αποδείξει κάτι σε κανέναν. Για την απόλαυσή μας βγήκαμε, εξάλλου.

Stephanie Lavanan, Saatchi Art

Ποιος φτιάχνει το menu dégustation
Αν επιλέξουμε ένα μενού γευσιγνωσίας x σταδίων, θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως πρόκειται για μια σταθερή αλληλουχία πιάτων, σε σταθερή τιμή, που σπάνια μπορεί να αλλάξει –συνήθως κατόπιν προσυνεννόησης– γιατί και η αλλαγή απαιτεί πρόβλεψη. Είναι τουλάχιστον ατυχές να προσπαθούμε να φέρουμε τα πάνω κάτω αλλάζοντας πιάτα σε ένα μενού γευσιγνωσίας μόνο και μόνο για να περάσει το δικό μας. Ο σεφ που το σχεδίασε ακολούθησε μια λογική η οποία μπορεί να γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά, είναι εντούτοις πολύ πιθανό οι αλλαγές που ζητάμε να ανατρέψουν τη γευστική του ισορροπία ή την αρμονία του.

Rebecca Beal

Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο όταν δεν έχει άδικο
Ας το παραδεχτούμε. Οι περισσότεροι από εμάς, όταν βγαίνουμε για φαγητό, συμπεριφερόμαστε, λίγο-πολύ, σαν κακομαθημένα πεντάχρονα. Κάποιοι θεωρούμε πως αφού θα πληρώσουμε στο τέλος μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε – μερικοί το τραβάμε λίγο παραπάνω, νομίζοντας πως πληρώνοντας έναν λογαριασμό αγοράζουμε και μετοχές από το εστιατόριο. Δεν είναι ακριβώς έτσι ή τουλάχιστον δεν μπορεί να είναι σε αυτόν τον βαθμό έτσι. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο όταν δεν έχει άδικο. Το πρέπον είναι να μας περιποιούνται αφού στο εστιατόριο, εκτός από το φαγητό, «αγοράζουμε» και υπηρεσίες, σέρβις, φροντίδα, κανάκεμα, όλα αυτά που χρειάζονται για να νιώσει κανείς πως πέρασε καλά. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι δεν αγοράζουμε ανθρώπους, οπότε δεν μας επιτρέπεται να συμπεριφερόμαστε αγενώς. Αν, αντίθετα, σεβαστούμε την προσωπικότητα και τη δουλειά ενός σερβιτόρου, ενός σομελιέ ή ενός μετρ, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε διαπιστώσει πόσο εύκολα «γυρίζει ο διακόπτης» και πόσο γρήγορα σπεύδουν να περιποιηθούν τον άνθρωπο που τους δείχνει σεβασμό. Απολαμβάνω καλύτερα όταν βρίσκομαι σε πλήρη ισορροπία εντός μου και εκτός μου, αυτό είναι το μυστικό του καλώς έχειν, του εύ και έχω, της ευωχίας δηλαδή.

 

Δείτε επίσης:

Δεν είμαι χορτοφάγος γιατί… είμαι Ελληνίδα

Ευγενική υπενθύμιση: Είναι καλοκαίρι

Οι μάγειρες, το φαγητό και η αλήθεια του