Εχουν γίνει πια μια άνοστη χλιαρή σούπα οι άνευ σημασίας άπειροι υπερθετικοί χαρακτηρισμοί για το φαγητό και τα εστιατόρια.

Ο σχετικός υπερθετικός βαθμός στη χρήση της ελληνικής γλώσσας κανονικά δηλώνει πως ένα ουσιαστικό έχει κάποια ιδιότητα στον μέγιστο βαθμό σε σχέση με όλα τα όμοιά του. Ετσι, όταν λέμε ότι η Αθήνα είναι η μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, έχουμε προηγουμένως μετρήσει τον πληθυσμό όλων των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων και γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο πληθυσμός της Αθήνας είναι πράγματι ο μεγαλύτερος. Είναι, βέβαια, ξεκάθαρο ότι μια τέτοια χρήση του υπερθετικού βαθμού δεν γίνεται πάντα με μια τόσο αυστηρή επίκληση στην εμπειρία και την πραγματικότητα, αλλά εντελώς καταχρηστικά για να υποδηλωθεί ο ενθουσιασμός της στιγμής, να δοθεί ξεχωριστή έμφαση, να επαινεθεί μια ξεχωριστή προσπάθεια και πάει λέγοντας. Ωστόσο, αυτός δεν είναι ο κανόνας μιας τέτοιας χρήσης, μα η εξαίρεση, και αυτή είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση προς όλους μας.

Στον χώρο της μαγειρικής η χρήση του υπερθετικού βαθμού αισθάνομαι ολοένα περισσότερο ότι υπερνικά και σχεδόν αναιρεί τους δύο άλλους βαθμούς της ιδιότητας που δηλώνουν τα επίθετα, τον θετικό και τον συγκριτικό δηλαδή. Παρατηρώ τι λένε και τι γράφουν συνάδελφοι μάγειρες για τις δημιουργίες τους, τι λένε και τι γράφουν έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα για το φαγητό και τα εστιατόρια, τι λέγεται και τι εκφράζεται στην τηλεοπτική πραγματικότητα διά στόματος μαγείρων και παρουσιαστών.

Δύσκολα, λοιπόν, πια θα ακούσουμε έναν μάγειρα να μιλάει για το φαγητό του λέγοντας ότι είναι απλώς νόστιμο. Θα πει πως είναι το νοστιμότερο, το καλύτερο που έχουμε ποτέ δοκιμάσει, το πιο όμορφο και το πιο ενδιαφέρον. Γιατί, βλέπετε, αυτός ο μάγειρας έχει μελετήσει, έχει φτιάξει, έχει δοκιμάσει, ας πούμε, όλα τα μπριάμ ετούτου του ταπεινού κόσμου και κατάφερε να δημιουργήσει το καλύτερο απ’ όλα. Μόνο το δικό του μπριάμ εκφράζει απόλυτα την ίδια την ουσία του μπριάμ, αγκαλιάζοντας με πλατωνικούς οντολογικούς όρους την ίδια την ιδέα αυτής της δημιουργίας.

Μάλλον, όμως, θα χρειαστεί να τον απογοητεύσουμε και να του υπενθυμίσουμε πως πλανάται πλάνην οικτράν. Κι αν απλώς τον κατέβαλε ο ενθουσιασμός της στιγμής για τη φοβερή δημιουργία του, θα τον δικαιολογήσουμε. Αν πάλι ξέρει πως το μπριάμ του δεν είναι το καλύτερο του κόσμου, τότε θα τον κατηγορήσουμε για σκόπιμη παραπλάνηση του κοινού του. Κι αν, τέλος, σκάψουμε βαθύτερα για να βρούμε τα αίτια της ανερμάτιστης υπερβολής του, ίσως ανακαλύψουμε την ανασφάλεια, την ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης και την κεκαλυμμένη άγνοια.

Δεν είναι μόνο οι μάγειρες όμως που εκφράζουν τέτοιες υπερβολές. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τι γράφεται και τι λέγεται σήμερα για το φαγητό από ιφλουένσερς, ινσταγκράμερς, απλούς καταναλωτές, ακόμη και σε επίπεδο δημοσιογραφίας. Οι υπερθέσεις πάνε κι έρχονται σε τηλεοράσεις και ηλεκτρονικά κυρίως μέσα, μιλώντας συνεχώς για το σπουδαιότερο, το καλύτερο, το νοστιμότερο, το πιο ιδιαίτερο κ.ο.κ. φαγητό, εστιατόριο, concept που έχει ποτέ υπάρξει στην Αθήνα, στην Ελλάδα, στον κόσμο όλο. Από τη μια η πληρωμένη διαφήμιση, από την άλλη η ανάγκη εντυπωσιασμού και πρόκλησης του ενδιαφέροντος του μέσο καταναλωτή, οδηγούν σε μια άκριτη χρήση του υπερθετικού βαθμού, αχρηστεύοντας σχεδόν τη βαρύτητα και την ξεχωριστή σημασία που έχει αυτή η χρήση, αφού αν όλα πια είναι τα πιο νόστιμα, τα καλύτερα και τα πιο ενδιαφέροντα φαγητά τότε κανένα στην ουσία δεν πρόκειται να ξεχωρίζει.

Θα πρότεινα μια επιστροφή στον θετικό και συγκριτικό βαθμό: «Το μπριάμ μου αυτό είναι νόστιμο, είναι πολύ νόστιμο. Είναι νοστιμότερο από αρκετά που δοκίμασα τον τελευταίο καιρό. Το εστιατόριο έχει πολύ ενδιαφέρον. Το φαγητό του είναι αυτή τη στιγμή καλύτερο από αυτό που σερβίρεται σε πολλά παρόμοια της Αττικής». Κι αν είναι να κάνουμε χρήση του υπερθετικού βαθμού, τότε ας είναι λελογισμένη και ξεχωριστή: «Είναι το καλύτερο εστιατόριο fine dining στην περιοχή της Αθήνας απ’ όσα κατάφερα να δοκιμάσω ετούτη τη χρονιά».

Εχουν γίνει πια μια άνοστη χλιαρή σούπα οι άνευ σημασίας άπειροι υπερθετικοί χαρακτηρισμοί για το φαγητό και τα εστιατόρια δια στόματος τόσο των μαγείρων όσο και μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης. Ενας εφήμερος, ανούσιος ενθουσιασμός φτηνής και εύκολης υπερβολής που ξεφτίζει το αληθινά ξεχωριστό και αφαιρεί οποιοδήποτε ουσιαστικό νόημα από τις πραγματικά μεγάλες και επίπονες προσπάθειες. Δώστε στη θετική διατύπωση και τη σύγκριση τον ωφέλιμο χώρο για να μιλήσουν και αφήστε τη χρήση του υπερθετικού βαθμού για τις αληθινά σπουδαίες στιγμές της εγχώριας –και όχι μόνο– γαστρονομικής δημιουργίας.

Δείτε επίσης:
Κάθε πράμα στον καιρό του

Ημερολόγιο κουζίνας: Μεζές ο ελεύθερος

Κοσμάς Βίδος: Βίος υπαίθριος