Όταν μιλάμε για το φαγητό της χαράς ή το φαγητό της καρδιάς, τότε μιλάμε για ολόκληρη την κουζίνα μας.

Γιατί άραγε χρησιμοποιούμε μια (καθιερωμένη πια) αγγλική ορολογία για να περιγράψουμε μια ολόκληρη κατηγορία φαγητού από τη στιγμή που η γλώσσα μας διαθέτει τον πλούτο να αποτυπώνει αντίστοιχους όρους όπως αυτόν του comfort food; Όταν δυσκολευόμαστε να μεταφέρουμε στην ελληνική γλώσσα έναν όρο συγκεκριμένης χρήσης με απευθείας μετάφραση, τότε δύο τινά συμβαίνουν: ή η έννοια που αποτυπώνει η λέξη δεν είναι καθιερωμένη μέσα στη δική μας πραγματικότητα ή η έννοια αυτή καλύπτεται μέσα σε μια ήδη υπάρχουσα έννοια με ευρύτερο περιεχόμενο.

Θα χρειαστεί να βρω ελληνικές λέξεις για να μεταφέρω τον όρο με ακρίβεια. Δηλώνω αδυναμία. Και αυτή προέρχεται από την ήδη μεταφορική χρήση της αγγλικής λέξης comfort δίπλα στη λέξη food. Έτσι, μια μετάφραση του τύπου «άνετο» ή «παρηγορητικό φαγητό» θα ήταν ανεπαρκής. Αν ήμουν αναγκασμένος, παρ’ όλα αυτά, θα επέλεγα «φαγητό της καρδιάς» ή «φαγητό της χαράς», όσο κι αν αυτές οι μεταφράσεις απέχουν από την κυριολεκτική μετάφραση του όρου «comfort». Και αν έπρεπε να δώσω έναν ορισμό, θα επέλεγα: φαγητό της καρδιάς ή της χαράς ονομάζουμε κάθε φαγητό που εξαιτίας της άμεσης εκφραστικότητάς του, της αναμνηστικής του λειτουργίας, της εύκολης μα βαθιάς νοστιμιάς του και της απλής σύνθεσης και παρασκευής του δημιουργεί συναισθήματα ανεπιτήδευτης, άμεσης χαράς και πληρότητας, ένα είδος γαστριμαργικής ευτυχίας. Αυτή η ευδαιμονία δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεων. Κάπου εδώ έρχεται και η μεγάλη για μένα αποκάλυψη που αφορά την έλλειψη ενός δόκιμου ελληνικού τέτοιου όρου, αφού στην Ελλάδα comfort food είναι μάλλον το σύνολο της ελληνικής κουζίνας. Όταν, λοιπόν, στη χώρα μας μιλάμε για το φαγητό της χαράς ή της καρδιάς, μιλάμε για ολόκληρη την κουζίνα μας.

Δεν είναι όμως το ελληνικό fine dining φαγητό της χαράς ή φαγητό της καρδιάς; Προφανώς, και δημιουργεί μεγάλες συγκινήσεις. Όμως, αυτό το είδος -σπουδαίου, κατά τη γνώμη μου- φαγητού δεν μπορεί να έχει την άμεση δημιουργία αυτών των συναισθημάτων χωρίς μια προηγούμενη επεξήγηση ή θεωρητικοποίηση που θα εισάγει τον πελάτη στον κόσμο των τεχνικών και των στόχων του σεφ, ώστε τα συναισθήματα της χαράς πάντα έπονται αυτών των επεξηγήσεων και σπάνια εκφράζονται άμεσα και πηγαία με τη δοκιμή του φαγητού, πέρα, βέβαια, από τον προφανή και καθοριστικό παράγοντα της μεγάλης νοστιμιάς. Το ίδιο μάλιστα το περιβάλλον όπου σερβίρεται το φαγητό είναι και αυτό ένας παράγοντας που καθορίζει την ίδια τη συναισθηματική εκφραστικότητα του φαγητού, αφού ένα πολύ επιτηδευμένο και εκλεπτυσμένο σέρβις μπλοκάρει τον αυθορμητισμό της έκφρασης των πηγαίων συναισθημάτων του πελάτη.

Κάποιοι συνδέουν το comfort food με τις αμυλούχες τροφές και με τη σχέση που αυτές έχουν με την παιδική μας ηλικία. Αρκεί κανείς να σκεφτεί τι τρώγαμε όταν ήμασταν παιδιά και πώς αισθανόμαστε όταν αυτό που τρώμε σήμερα μας φέρνει αυτές τις αναμνήσεις πληρότητας. Αν στρέψουμε το βλέμμα πέρα από το προσωπικό βίωμα, θα καταλάβουμε γιατί ολόκληρη η κουζίνα του τόπου μας, η γνήσια ελληνική κουζίνα, είναι η πιο «comfort ever», μια κουζίνα γεμάτη καρδιά, ζεστασιά, συναίσθημα. Μην ψάχνεστε, λοιπόν, και πολύ να ανακαλύψετε αν το φαγητό που σερβίρει ένα εστιατόριο ή μια ταβέρνα είναι comfort, γιατί στην πραγματικότητα θα σας είναι πολύ εύκολο να το καταλάβετε αν δοκιμάσετε μια γνήσια, νόστιμη και εκφραστική ελληνική κουζίνα που δεν ξέχασε το παρελθόν της.

Η φωτογραφία είναι από συνταγή της Σιμόνης Καφίρη για Κρεατόσουπα με σελινόριζα αβγολέμονο

Δείτε επίσης:

Zero waste: Η μηδενική σπατάλη στην τροφή ας είναι μόδα αρκεί να μην περάσει

Γιατί δεν σερβίρουν τηγανητές πατάτες τα «καλά» εστιατόρια; Η Θάλεια Τσιχλάκη απαντά.

Τι περιμένω (να φάω) όταν πάω σε ένα εστιατόριο