Ελληνικά ναι, α λά ελληνικά όχι! Αντί να κάνουμε αντιγραφή και επικόλληση σε ό,τι ξενόφερτο είναι της μόδας, γιατί να μην ανακαλύψουμε
νέες γεύσεις και καινούρια μονοπάτια;

Σας αρέσει που γέμισε ο τόπος γραβιέρες με τρούφα;

Εμένα καθόλου! Τις προτιμώ, βέβαια, από εκείνες τις άνοστες με την κάνναβη ή τις άλλες που η ρίγανη ή το θυμάρι ισοπέδωναν η γεύση τους. Ίσως να ήταν κι ένας τρόπος να καλύψουν κάποιοι παραγωγοί τη μετριότητα του προϊόντος τους. Τι πιο απλό από το να αρωματίσεις μια μέτρια γραβιέρα για να της προσθέσεις γεύση, όταν δεν έχει;

Αφήστε που έτσι βολεύονται και οι εταιρείες που τις διακινούν, μεγαλώνει η γκάμα τους και έχουν κάτι να πλασάρουν ως νεωτερισμό. Και οι παραγωγοί, αντί να ανασκουμπωθούν να φτιάξουν καλύτερο τυρί, αναλώνονται στο να βρουν με τι θα πρωτοτυπήσουν, αρωματίζοντάς το μέτρια με βότανα και μπαχάρια. Και μετά γκρινιάζουμε που οι Δανοί παράγουν φέτα. Δεν ξέρω ποιος φταίει. Μπορεί να είναι ο συμβουλάτορας που ξεσηκώνει τους εύπιστους παραγωγούς να αναλάβουν δράση. Μπορεί να φταίει και το στραβό μας το μυαλό που όταν βλέπουμε πως κάποιος πέτυχε σε κάτι, αντί να βρούμε ένα άλλο «κάτι» για να πετύχουμε και εμείς, απλώς κοπιάρουμε την ιδέα του και την αναπαράγουμε αυτούσια, λες και έχουμε στο μυαλό μας ενσωματωμένο φωτοτυπικό.

Σε πολλές χώρες φτιάχνουν τυριά ακολουθώντας τη διαδικασία παραγωγής άλλων επιτυχημένων τυριών. Μπορεί το roquefort να
γεννήθηκε πριν από δέκα αιώνες στο Aveyron, αλλά όλα τα μπλε τυριά (à pâte persillée) που ακολούθησαν δεν το αντέγραψαν, ούτε
έκλεψαν το όνομά του. Και η gorgonzola και το bleu de Gex και το Blue Stilton αποκτούν τη χαρακτηριστική «μπλε μούχλα» τους από
το ίδιο πενικίλλιο (Penicillium glaucum/ ή Penicillium roqueforti), αλλά το καθένα τους έχτισε και υποστήριξε με διαφορετικό τρόπο τον μύθο του.

Δεν συμφωνώ ούτε με τη δανεική ονοματοδοσία. Ποιος ο λόγος να δημιουργήσουμε στο Λιανοκλάδι ένα εναλλακτικό προϊόν που θα
μιμείται τη mozzarella; Γιατί να βαφτίσουμε τα αλλαντικά μας coppa,prosciutto και jamón, αντί να τους βρούμε μια ελληνική ονομασία; Δεν πάμε μπροστά αντιγράφοντας τις γαστρονομικές επιτυχίες άλλων λαών. Σκοπός είναι να δημιουργήσουμε κάτι πρωτότυπο, κάτι δικό μας, κάτι με ελληνική ταυτότητα, που θα μας κάνει περήφανους, όπως μας κάνουν περήφανους το ανεβατόμας, η σφέλα μας, το μαστιχοτύρι μας, το μανούρι και η μυζήθρα μας.

Εκτίμησα το όνομα «καϊδάνι» που έδωσαν από την Ηρακλής Καδαϊντζής & Σια (τυροκομική μονάδα στο Μαρκόπουλο) στο νέο τους τυρί ανθισμένης κρούστας (croûte fleurie), το πρώτο στην Ελλάδα. Φυσικά, δεν είναι μόνο οι παραγωγοί που σπεύδουν να κάνουν αντιγραφή και επικόλληση σε όποια επιτυχημένη ιδέα κυκλοφορεί στο γευστικό μας στερέωμα. Το ίδιο κάνουν και οι σεφ – για να περιοριστώ στον μικρόκοσμο της γεύσης.

Γίνεται μόδα η κουζίνα των Βάσκων; Όλοι σπεύδουν να σφαιροποιήσουν το ελαιόλαδο και να φτιάξουν αφρούς, όπως ο Φεράν Αντριά και οι μαθητές του. Αποκτά αίγλη η περουβιανή κουζίνα Nikkei; Ανοίγουν δέκα εστιατόρια στην Αθήνα κι ο ένας αντιγράφει τον άλλον, αφού μόνο ο πρώτος ξέρει πώς φτιάχνεται το τιραντίτο και είναι σε θέση να γνωρίζει πως όταν λέμε «γάλα τίγρης» δεν αναφερόμαστε στο γάλα του αιλουροειδούς. Πιστέψτε με. Όσοι πέτυχαν ήταν γιατί σκέφτηκαν κάτι διαφορετικό, κάτι μοναδικό, το «έντυσαν» με τα δικά τους χρώματα και το υποστήριξαν με πάθος, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, παρά τις αστοχίες και τα πρώτα λάθη τους.

Δείτε επίσης:
Comfort ελληνικό food ή απλά γνήσια ελληνική κουζίνα; O Μανώλης Παπουτσάκης απαντά

Τι γεύση έχει η Ελλάδα;

Λαμία: Αποκτούν διαβατήριο τα προϊόντα της Στερεάς Ελλάδα