Θα έχει περάσει λιγότερο από μήνας που έκανα το πιο πρόσφατο ταξίδι για ρεπορτάζ στην ελληνική περιφέρεια. Αλήθεια είναι πως προσπαθώ να πραγματοποιώ αρκετά κάθε χρόνο, σε περιοχές περισσότερο ή λιγότερο γνωστές μου. Στοιχεία όπως η έκπληξη, η συγκίνηση, ο θαυμασμός, η έμπνευση, αλλά και η απογοήτευση, ο θυμός, η οργή ολοκληρώνουν συχνά την ταξιδιωτική εμπειρία, τοποθετώντας κάθε τόπο στη δική του θέση σε μια προσωπική -νοητή- βιβλιοθήκη. Σε περίπτωση επόμενης επίσκεψης, ανασύρω τις πληροφορίες και λειτουργώ, ας πούμε, συγκριτικά.

Κάπως έτσι, βασιζόμενη σε αυτό το προσωπικό μου αρχείο, έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ την εξέλιξη όπως και να καταγράφω πληροφορίες ενδιαφέρουσες για την παραγωγή κάθε περιοχής. Οι παραγωγοί, λοιπόν, καταχωρίζονται ως ένα είδος πορτρέτου στο αρχείο μου, μαζί με τα προϊόντα τους, τη φιλοσοφία, τον κόπο και την ιστορία τους. Όλα αυτά, εφόσον το προϊόν είναι τυποποιημένο. Γιατί ο εγκέφαλός μου αρνείται κατηγορηματικά -για δικούς του λόγους- να καταγράψει οτιδήποτε δεν έχει ταυτότητα. Και για το οποιοδήποτε προϊόν ταυτότητα αποτελεί η ετικέτα του. Εκείνη που λέει τα συστατικά, τον παραγωγό, τον χρόνο παραγωγής και την ημερομηνία λήξης. Χωρίς ετούτα τα στοιχεία, δυστυχώς, μήτε παραγωγός μήτε προϊόν υφίστανται.

Έχω ακούσει αμέτρητες ιστορίες για τους λόγους που οδηγούν κάποιον να μην τυποποιήσει το προϊόν του. Όλοι παραμένουν ακατανόητοι -σε μένα τουλάχιστον. Και προφανώς αρνούμαι να καταναλώσω οποιοδήποτε τρόφιμο προέρχεται από άγνωστη πηγή, με αδιευκρίνιστα υλικά και χρόνο παρασκευής.

Το ατυποποίητο προϊόν -και ο παραγωγός του- μπορεί να «δηλώνει» οτιδήποτε στο μιλητό, χωρίς καμία, μα καμία ποιοτική εξασφάλιση. Όλοι, ως καταναλωτές ανώνυμων, «χύμα» προϊόντων, δεχόμαστε τον λόγο τιμής ενός αγνώστου στη χειρότερη, ενός γνωστού στην καλύτερη περίπτωση ανθρώπου.

Έχω προσπαθήσει επανειλημμένως στα χρόνια που πέρασαν να κατανοήσω τις αιτίες, έχω τσακωθεί, έχω απογοητευθεί και έχω θυμώσει. Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο παραγωγοί τίμιοι, που σέβονται και αγαπούν τη δουλειά τους, που καμαρώνουν για την ποιότητα και τη μοναδικότητα του προϊόντος τους, αρνούνται να βάλουν το όνομά τους και όλα τα απαραίτητα στοιχεία σε μια ετικέτα. Μια ετικέτα που θα κάνει το προϊόν τους αναγνωρίσιμο, θα του επιτρέψει να βρει θέση σε ράφια καταστημάτων, να έχει επαναληπτικές πωλήσεις και αύξηση εσόδων.

Από όλες τις δικαιολογίες που έχω ακούσει, δυστυχώς, μόνο μια μου φαίνεται αληθοφανής και πιστευτή. Στα μη τυποποιημένα προϊόντα δεν είναι μόνον ο έλεγχος της δηλωμένης ποιότητας που απουσιάζει, αλλά και κάθε ίχνος πώλησής του. Γιατί όπως η ποιότητα επαφίεται στον λόγο τιμής του παρασκευαστή/παραγωγού, άλλο τόσο επαφίεται και η δήλωση των εσόδων. Και αν κάποιος «ξεχάσει» να δηλώσει τις ακριβείς πωλήσεις, τότε αυτό μεταφράζεται σε αφορολόγητο εισόδημα, πολύ συχνά ιδιαίτερα υψηλό.

Θυμώνω λοιπόν και οργίζομαι για αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό που ασκείται στους παραγωγούς οι οποίοι έχουν μπει στη διαδικασία πιστοποίησης. Για την πίστη μιας μερίδας παραγωγών ότι ξεγελούν το κράτος πουλώντας μου χύμα, τη στιγμή που ουσιαστικά ξεγελούν εμένα αλλά και τους εαυτούς τους τους ίδιους. Θυμώνω γιατί τα ανώνυμα προϊόντα -όσα δεν πουληθούν χέρι με χέρι- θα πουληθούν τελικά στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό μαζικά για να αποκτήσουν μια ετικέτα, άρα και μια ταυτότητα, εξίσου μαζική και σίγουρα όχι του παραγωγού τους.

Έτσι θύμωσα, έτσι οργίστηκα και στο πρόσφατο ταξίδι μου. Γιατί παλιότεροι παραγωγοί παρασύρουν νεώτερους σε παρόμοιες πρακτικές, στην ουσία καταστρέφοντας το μέλλον μιας ολόκληρης περιοχής.

Το χύμα, το αγνό, το σπιτικό, το δικό μας, το αυθεντικό, το παραδοσιακό, του χωριού, του χωραφιού, του μελισσιού, του κοπαδιού μας είναι πολύ πιθανόν να μην ανταποκρίνεται σε οποιονδήποτε από αυτούς τους ισχυρισμούς. Πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας, τρόπος ελέγχου για του λόγου το αληθές.
Το χύμα, το ανώνυμο, εμποδίζει την ανάπτυξη της ποιοτικής πρωτογενούς παραγωγής. Το χύμα, το ανώνυμο, νοθευμένο ή ανόθευτο, τοποθετεί τη χώρα μας έναν αιώνα πίσω και μας διώχνει από την περιφέρεια με προορισμό αστικές περιοχές.

Το επώνυμο προϊόν, ατόμων ή ομάδων, ανοίγει τον δρόμο, αποκτά υπεραξία, δίνει ταυτότητα στην περιοχή από όπου κατάγεται, παρακινεί και άλλους παραγωγούς, βάζει το νερό της παραγωγής στο αυλάκι της εξέλιξης.

Η δύναμη του καταναλωτή βρίσκεται στα χέρια μας και μόνον τότε, όταν κατανοήσουμε πόσο μεγάλη είναι, μπορούμε να αλλάξουμε όλα τα δεδομένα. Μέχρι να πειστούμε όλες και όλοι ότι η επωνυμία προσφέρει ασφάλεια, σιγουριά, αναγνώριση, εξέλιξη, οικονομικό πλούτο.

Μέχρι τότε, ολόκληρα ταξίδια δεν μπαίνουν καν στη βιβλιοθήκη μου και δεν βρίσκουν θέση στα αρχεία μου, απλά γιατί οι παραγωγοί που γνώρισα είναι σαν να μην υπάρχουν, σαν να μην έχουν αποτύπωμα. Και είναι πολύ κρίμα, γιατί κάποιοι έχουν πραγματικά μοναδικά και ξεχωριστά προϊόντα.