Αν και στην Ελλάδα ο τουρίστας συνήθως είναι ο «άλλος», νομίζω ότι θα βοηθούσε να ξεδιπλώσω αυτές τις σκέψεις μου βάζοντας τον εαυτό μας στη θέση εκείνου του «άλλου», του τουρίστα δηλαδή, και πώς θα θέλαμε να αντιμετώπιζαν εμάς ως επισκέπτες σε μια ξένη χώρα. Ειδικά όσον αφορά τον γαστρονομικό τουρισμό, ειλικρινά, τι θα ήταν αυτά που θα θέλαμε να φάμε εμείς ως «άλλοι» σε έναν ξένο τόπο; Πότε θα χαιρόμασταν και πότε θα απογοητευόμασταν με αυτά που θα έρχονταν μπροστά στο τραπέζι μας;

Ας παίξουμε ένα πολύ απλό παιχνίδι φαντασίας που τελικά μάλλον έρχεται να ακουμπήσει σκληρά η αλήθεια του την πραγματικότητα: φανταστείτε να πηγαίνατε σε μια ξένη χώρα (ας διαλέξουμε τυχαία τη Σουηδία, θα μπορούσε να ήταν στη θέση της η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία ή και οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου) και να συναντούσατε συνεχώς στα μενού των καταστημάτων εστίασης χωριάτικες πίτες και σαλάτες, σαγανάκια, μουσακάδες, αρνάκια φρικασέ, λαχανοντολμάδες, τουρλού με φέτα, γεμιστά ορφανά, ροφούς με μπάμιες, γίγαντες πλακί, κουνελάκια στιφάδο, πετεινούς κρασάτους με χυλοπίτες και άλλα τέτοια περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλή ελληνικά φαγητά.

Μια περηφάνια και χαρά θα τη νιώθατε, δεν λέω, για το πόσο διαδεδομένη είναι η κουζίνα του τόπου σας, αλλά, αν δεν σας είχε πιάσει το σύνδρομο του ελληνικού γαστρονομικού εθνικισμού (σαν την Ελλάδα δεν έχει ένα πράμα!), δεν θα θέλατε πολύ περισσότερο να δοκιμάσετε τα φαγητά των Σουηδών, να γνωρίσετε τις γαστρονομικές τους συνήθειες και τις τοπικές τους κουζίνες, τα υλικά και τις γεύσεις τους; Και σε τελευταία ανάλυση, δεν θα φεύγατε απογοητευμένοι μάλλον αν τελείωνε το ταξίδι σας και δεν τα είχατε καταφέρει;

Πάμε τώρα πίσω στην αγαπημένη μας χώρα με την τόση ομορφιά, τις πανέμορφες παραλίες αλλά και τις υπέροχες τοπικές μας κουζίνες, τα νόστιμα υλικά μας και την παραδοσιακή ή σύγχρονη ελληνική εκδοχή των πιάτων μας κι ας υποθέσουμε πως είστε Σουηδός τουρίστας. Ουπς! Να ο σολομός να μη λείπει από πρωινό μπουφέ ή μενού ξενοδοχείου, να και ο τάρανδος ή το ελάφι με μια ωραία στιβαρή σάλτσα, να και τα τουρσιά και τα fermentations να ξεχειλίζουν πάνω στους πάγκους της κουζίνας, να και τα σουηδικά χαβιάρια να στολίζουν τα πιάτα, να και τα σουηδικά ψωμάκια με το καρδάμωμο, να και τα φύκια, να και οι λειχήνες και τα βρύα, να και οι σάλτσες με τα κόκκινα φρούτα!

Μια ευχαρίστηση θα τη νιώθατε ίσως στην αρχή για το πόσο διαδεδομένη είναι η γαστρονομία του τόπου σας σε μια ξένη χώρα, αλλά εν τέλει ως Σουηδοί επισκέπτες δεν θα θέλατε να φάτε την ολόφρεσκια ζουμερή πεντανόστιμη χωριάτικη σαλάτα, την ελληνική κατσαρόλα με τους θησαυρούς της ή τα λιμπιστικά φαγητά μας στις γάστρες και τα ταψιά; Αυτή η φανταστική ιστορία σκοπό έχει να δείξει πόσο αυτονόητο είναι πια ότι οι επισκέπτες μας θέλουν να δοκιμάσουν τη Δική Μας κουζίνα, για αυτήν έχουν ενδιαφέρον, αυτήν επιθυμούν να γνωρίσουν.

Και τότε, αλήθεια, γιατί εμείς αυτό το αυτονόητο δεν μπορούμε να το καταλάβουμε; Ο διάλογος ανάμεσα στις κουζίνες και τις τεχνικές είναι ευλογία, αλλά επιτέλους ας το κατανοήσουμε ότι ο επισκέπτης δεν έρχεται στην Ελλάδα για να φάει το φαγητό της πατρίδας του ή μιας άλλης ξένης χώρας. Έρχεται για να δοκιμάσει την πολύπαθη ελληνική μας κουζίνα και αν -για λόγους βλακείας- κάποιος θέλει να συνεχίζει να τρώει τα του τόπου του μόνο, οφείλουμε να τον μεταπείσουμε με τη νοστιμιά μας και τις ξεχωριστές γαστρονομικές μας ιδιαιτερότητες.

Ας κάνουμε και ζυμώσεις, ας κάνουμε και τσαχπινιές με υλικά ξένα, ας είμαστε δημιουργικοί, ας έχουμε το μυαλό μας και τα μάτια μας ανοιχτά στη σύγχρονη παγκόσμια γαστρονομική σκηνή, αλλά να μην ξεχνάμε τι αποζητά εν τέλει να φάει ο επισκέπτης της χώρας μας, αυτός που, τέλος πάντων, κατά κοινή ομολογία στηρίζει με τα λεφτουδάκια του τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής παραπαίουσας οικονομίας. Και με αυτό το δεδομένο έχουμε ένα παραπάνω, την υποχρέωση να υποστηρίξουμε τη δική μας ταυτότητα.

Οι ξένες κουζίνες σε έναν τόπο γνωρίζουμε ότι είναι κυρίως για εγχώρια κατανάλωση, για αυτούς που δεν δύνανται να ταξιδεύουν συχνά και θέλουν να δοκιμάσουν στον τόπο τους κάτι διαφορετικό, πράγμα και θεμιτό και κατανοητό. Δυστυχώς, όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μη στηρίζουμε και να μην προβάλλουμε τη δική μας κουζίνα.

Αντίθετα, το έχουμε επιτακτική ανάγκη, γιατί απλά πάνω και σε αυτήν στηρίζεται ένα σημαντικό κομμάτι από τα πολύτιμα έσοδα που εισπράττουμε από τους «άλλους», τους φίλους μας εκείνους τους τουρίστες.