Πόσο πιο πρωτοποριακός μπορεί να είναι ένας συνδυασμός από εκείνον που θέλει το χταπόδι με αβρωνιές και το φρικασέ με κατσίκι, αγριοαγκινάρες, μυρώνια και μάραθα;

Αποκλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας, σε ένα αστικό κουβούκλιο που δεν επιτρέπει την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, βγάζουμε συμπεράσματα, κατηγοριοποιούμε, βγάζουμε αποφθέγματα, γινόμαστε απόλυτοι. Με τα κοινωνικά δίκτυα να επιταχύνουν την επαφή με τον υπόλοιπο πλανήτη σε τάσεις και μόδες, ο αποκλεισμός μας από το υπόλοιπο της χώρας γίνεται ακόμη μεγαλύτερος. Ακόμη κι όταν ταξιδεύουμε εκτός, μεταφέρουμε αυτούσιο το περιβάλλον της καθημερινότητάς μας και αν όχι, αναζητούμε ένα παραπλήσιο για να νιώσουμε άνετα εντός του.

Ξεχνώντας ότι σε έναν παράλληλο κόσμο ζει το υπόλοιπο μισό του πληθυσμού της χώρας, το θυμόμαστε μόνο όταν πρέπει να του επιδείξουμε την αυταπόδεικτη αυθεντία μας, να το καθοδηγήσουμε και να το ποδηγετήσουμε στις απόψεις μας. Χρειάζεται τελικά τόλμη και θάρρος για να ταξιδέψεις χωρίς ακουστικά και μαύρα γυαλιά εκτός της δικής σου πραγματικότητας; Μάλλον ναι, απ’ όσο φαίνεται.

Πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκε το 6ο Φεστιβάλ Κρητικής Κουζίνας όπου συμμετείχαν 45 σύλλογοι απ’ όλη την Κρήτη. Θα αφήσω στην άκρη τα δυστυχώς μη αυτονόητα, όπως τον εθελοντισμό και την προσφορά, για να σταθώ σε κάτι που με ταρακούνησε. Άνθρωποι από κάθε γωνιά του νησιού κατέφτασαν στο Γάζι του Ηρακλείου όχι για να βραβευτούν, αλλά για να συνεισφέρουν με απίστευτη περηφάνια και καμάρι στην καταγραφή και τη διάσωση της γαστρονομικής κληρονομιάς του τόπου τους. Αυτή την περηφάνια που τη διαβάζεις στην ολόισια ραχοκοκαλιά, στη λάμψη του ματιού, στον τρόπο που τα χέρια με το πιάτο απλώνονται θαρραλέα, με ορμή, και όχι δειλά ή διστακτικά.

Οι συνδυασμοί των υλικών, άλλοι συνηθισμένοι, άλλοι αναμενόμενοι και άλλοι πρωτοποριακοί στην απλότητά τους. Οι τεχνικές, αντικείμενο μακρών συζητήσεων. Πάνω και πέρα απ’ όλα η διάθεσή τους να μοιραστούν τη γνώση που φέρουν, να την προσφέρουν σε ευήκοα ώτα, να συζητήσουν την εξέλιξη των συνταγών, την ενσωμάτωσή τους στο σήμερα.

Οι λιγοστοί σεφ που ήταν παρόντες -για ποιον λόγο άλλωστε να ασχοληθούν περισσότεροι;- αντιμετώπισαν τις οικιακές μαγείρισσες με συγκατάβαση. Εκτός από την Ντίνα Νικολάου που στηρίζει από την αρχή τη διοργάνωση, η πραγματική κρητική κουζίνα μοιάζει να είναι κάτι που τους αφήνει παγερά αδιάφορους τόσο από άποψη υλικών όσο και σε σχέση με τις συνταγές. Κι όμως, όπως χαρακτηριστικά γράφει στο βιβλίο που συνοψίζει τις προηγούμενες πέντε διοργανώσεις του φεστιβάλ η Λένα Ηγουμενάκη, η ψυχή του, «υπάρχουν γεύσεις που ξυπνούν αναμνήσεις. Συνταγές που αποκαλύπτουν τον τόπο τους».

Αν θέλουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε τη μεγάλη επανάσταση της ελληνικής κουζίνας, μήπως θα έπρεπε να αρχίσουμε να αναλύουμε πιάτα όπως το φρικασέ με μυρώνια, μάραθα και αγριοαγκινάρες; Να δούμε τις «υφές», τα αρώματα και τις εντάσεις που δεν χρειάζονται καμιά ιδιαίτερη τεχνική για να αναδείξουν το πιάτο αλλά φωνάζουν τον τόπο καταγωγής τους; Να μεταφράσουμε, ας πούμε, τις αβρωνιές ντελμπιέ; Μήπως το μέλλον δεν βρίσκεται στην αντιγραφή των έξω αλλά στη μετάφραση των μέσα;