Αποτελεί το υψόμετρο τεκμήριο και εγγύηση για την υψηλή ποιότητα ενός κρασιού; Οι απαντήσεις διαφέρουν, γιατί ό,τι θεωρείται πλεονέκτημα για μια περιοχή, μπορεί να είναι κατάρα για μια άλλη.

Βλέπουμε συχνά στα κείμενα επικοινωνίας των οινοποιείων, αλλά και στις ετικέτες των κρασιών, ιδίως τις βοηθητικές, να τονίζεται με τρόπο εμφατικό το υψόμετρο των αμπελώνων από τους οποίους προέρχονται. Αποτελεί επομένως το υψόμετρο τεκμήριο και εγγύηση για την υψηλή ποιότητα ενός κρασιού; Προφανώς όχι. Και εξηγούμαι. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας και κατά συνέπεια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κρασιού εξαρτώνται από δεκάδες παράγοντες, που για λόγους ευκολίας ομαδοποιούμε σε τέσσερεις ενότητες. Το έδαφος, το κλίμα, την ποικιλία ή τις ποικιλίες σταφυλιού και τον παραγωγό. Όπου κάθε ενότητα αφενός αλληλεπιδρά με τις υπόλοιπες και αφετέρου ενσωματώνει ένα πλήθος στοιχείων, που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά, όχι όμως πάντα με τον ίδιο τρόπο, την πρώτη ύλη, το σταφύλι ή το τελικό προϊόν, το κρασί.

Τι σου κάνει το ύψος!
Το υψόμετρο λοιπόν αποτελεί ένα από τα στοιχεία που επηρεάζουν τις κλιματικές συνθήκες μιας περιοχής. Σε σχέση με τους αμπελώνες, η επίδραση αυτή μπορεί να σημαίνει γενικά χαμηλότερες θερμοκρασίες, μεγαλύτερη διαφορά στη θερμοκρασία ημέρας-νύχτας, ψηλότερη ακτινοβολία, που επιδρά θετικά στη φωτοσύνθεση του φυτού και ίσως μεγαλύτερη υγρασία. Συχνά επίσης, το υψόμετρο συνδυάζεται με πιο ελαφρά, φτωχά ή πετρώδη εδάφη. Όμως αν αυτά τα στοιχεία λειτουργούν υπέρ ή σε βάρος της ποιότητας είναι ένα ερώτημα που δεν δέχεται μονολεκτική απάντηση, όπως άλλωστε και τα περισσότερα ερωτήματα που σχετίζονται με το κρασί.

Πρακτικά, ό,τι θεωρείται πλεονέκτημα για μια περιοχή, μπορεί να είναι κατάρα για μια άλλη. Οι αμπελώνες της Mendoza στην Αργεντινή, που έχουν προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον μεγάλων ονομάτων του οινικού χώρου χάρη στην ποιότητά τους, ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα στις Άνδεις, έχοντας ξεπεράσει τα 1.800 μέτρα. Αντίθετα, η κοιλάδα της Αόστης, ο ψηλότερος αμπελώνας της ηπειρωτικής Ευρώπης στα 1.300 μέτρα περίπου, με δυσκολία καταφέρνει, και όχι πάντα, να ωριμάσει τα κόκκινα σταφύλια της. Μια όψιμη ποικιλία φυτεμένη σε μεγάλο υψόμετρο κινδυνεύει να μην ωριμάσει πλήρως ή να την «προλάβουν» οι βροχές του Φθινοπώρου, ενώ μια ποικιλία, που αγαπά τα ψυχρότερα κλίματα, θα δώσει, θεωρητικά, καλύτερα αποτελέσματα.\

Yiniets snow 7
Τμήμα του αμπελώνα του Κτήματος Αβέρωφ, στο Μέτσοβο. Φωτογραφία: Dimitris Ziannis

Οι δικοί μας ορεινοί αμπελώνες
Για την Ελλάδα, με τα ζεστά μεσογειακά καλοκαίρια, το υψόμετρο μπορεί να θεωρηθεί, σε γενικές γραμμές, πλεονέκτημα. Άλλωστε, ένα σημαντικό μέρος Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων περιλαμβάνουν ζώνες που χαρακτηρίζονται ορεινές. Ανάμεσά τους η Μαντίνεια, το Αμύνταιο, η Κρανιά, η Τεγέα, η Νεμέα, η Αιγιαλεία και βέβαια το Μέτσοβο, που κατέχει, με διαφορά, τον τίτλο του ορεινότερου ελληνικού αμπελώνα. Με βάση την ελληνική νομοθεσία (Υ.Α. 235309/2002), για να χρησιμοποιηθεί η ένδειξη «ορεινός αμπελώνας» σε ετικέτα, θα πρέπει το κρασί να προέρχεται αποκλειστικά από αμπέλια που βρίσκονται σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 500 μέτρων.

Προσωπική επιλογή
Αν έφτιαχνα ένα κατάλογο των αγαπημένων μου «ορεινών» οινοποιείων, με απολύτως προσωπικά κριτήρια και χωρίς καμιά διάθεση αξιολογικής κρίσης, δεν θα παρέλειπα να συμπεριλάβω σε αυτόν:
Κατώγι Αβέρωφ, στο Μέτσοβο, για το λευκό Κτήμα Αβέρωφ από Traminer και το κόκκινο από Cabernet Sauvignon, αλλά και τη σειρά Rossiu di Munte.
Κτήμα Κατσαρού, στην Κρανιά του Κάτω Ολύμπου, για το Chardonnay και το κόκκινο Κτήμα Κατσαρού.
Κτήμα Τσέλεπου, στις Ρίζες της Αρκαδίας, όχι μόνο για το λευκό Gewurztraminer από το αμπελοτόπι Μελισσόπετρα αλλά και για το κόκκινο Δίλοφο, με το κλασικό μπορντολέζικο χαρμάνι.
Οινοποιία Μποσινάκη, στο Στενό της Μαντινείας, για την πολύ καλή λευκή Μαντίνεια ΠΟΠ
Κτήμα Άλφα, στο Αμύνταιο, για τη δουλειά που κάνει με το Sauvignon Blanc και το Ξινόμαυρο.
Οινοποιείο Οινοφόρος, του Άγγελου Ρούβαλη, στο Σελινούντα του Αιγίου, τόσο για το Ασπρολίθι, τον πολύ καλό ορεινό Ροδίτη, όσο και για την τολμηρή σειρά Ιανός.
Κτήμα Μπίζιου, στον Ασπρόκαμπο της Νεμέας, για την ισχυρή προσωπικότητα της Νεμέας ΠΟΠ.
Οινοποιείο Στροφιλιά, πάλι στον Ασπρόκαμπο, για το νεοφερμένο και πολύ ενδιαφέρον Classic 35, που παντρεύει το Αγιωργίτικο με Syrah.