Η ρετσίνα είναι το μοναδικό κρασί που για χρόνια έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της διεθνούς εικόνας του ελληνικού κρασιού.

Η παραγωγή ρετσίνας συνδέεται παραδοσιακά με την ηπειρωτική χώρα, με κύριους παραγωγούς την Αττική (κυρίως στην περιοχή των Μεσογείων), τη Βοιωτία και την Εύβοια. Εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως θραύσματα αμφορέων που βρέθηκαν στην Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι το ρετσίνι (ρητίνη) χρησιμοποιούνταν ευρέως στην παραγωγή και αποθήκευση των κρασιών στην αρχαιότητα. Πιστεύεται, επίσης, ότι η ρητίνη χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση αμφορέων κρασιού κατά τη διάρκεια μεγάλων ταξιδιών, αποτρέποντας έτσι κάθε επαφή του κρασιού με τον αέρα. Επιπλέον, ως συντηρητικό και αποτελεσματικό αντισηπτικό, το ρετσίνι προστατεύει το κρασί από την αλλοίωση.

Με την πάροδο του χρόνου, το ρετσίνι χρησιμοποιήθηκε ως αρωματικός παράγοντας, καλύπτοντας τυχόν ελαττώματα σε κρασιά χαμηλής ποιότητας. Σταδιακά, με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και άρα και της ελληνικής διατροφής, η ρετσίνα άρχισε να φθίνει και περιορίστηκε στο να σερβίρεται σε μαγειρεία και ταβέρνες, αν και ήταν πάντα διαθέσιμη στην αγορά. Σήμερα η ποιότητά της έχει αναμφίβολα βελτιωθεί, αλλά η ρετσίνα δεν έχει καταφέρει να αναβαθμίσει την εικόνα της. Η σύγχρονη ρετσίνα μπορεί να είναι ένα κρασί υψηλής ποιότητας, φρέσκο, δροσερό, γεμάτο φρουτώδη αρώματα, με διακριτούς τόνους ρητίνης, εκπληκτικά ισορροπημένο και απολαυστικό.

Ο όρος ρετσίνα χρησιμοποιείται για τα λευκά ξηρά κρασιά (και περιστασιακά για μερικά ροζέ), που παράγονται με την παραδοσιακή μέθοδο προσθήκης ρητίνης πεύκου στον μούστο, επομένως η ρετσίνα είναι κρασί Παραδοσιακής Ονομασίας. Αν και ποικιλίες όπως το Ασύρτικο και το Μοσχάτο χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οίνων ρετσίνας, τα κρασιά ρετσίνας με την ένδειξη «Ονομασία κατά Παράδοση», πρέπει να παράγονται μόνο από τις ποικιλίες Σαββατιανό και Ροδίτης.

Για τα κρασιά ρετσίνα ακολουθούνταν πάντα μια συγκεκριμένη διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της αλκοολικής ζύμωσης, προστίθεται ρητίνη στο κρασί και στη συνέχεια η ουσία παραμένει στη δεξαμενή για μια περίοδο, που αποφασίζει ο παραγωγός, ανάλογα με την επιθυμητή ένταση αρώματος. Στη συνέχεια, η ρετσίνα μεταγγίζεται και εμφιαλώνεται. Τα πρώτα εμφιαλωμένα κρασιά ρετσίνας εμφανίστηκαν στην αγορά τη δεκαετία του 1960. Αν και η ποιότητά τους ήταν εμφανώς βελτιωμένη, η χαμηλή οξύτητα και τα υψηλά επίπεδα αλκοόλ εξακολουθούσαν να είναι τα κύρια μειονεκτήματα. Στις μέρες μας, η παραγωγή ρετσίνας υπόκειται σε αυστηρές προδιαγραφές. Η ποσότητα της ρητίνης είναι νομικά καθορισμένη και κυμαίνεται μεταξύ 0,15% και 1% επί του όγκου του τελικού προϊόντος, ενώ το επίπεδο αλκοόλης ορίζεται μεταξύ 10% και 13,5%. Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για το Κοκκινέλι, τη ροζέ εκδοχή της Ρετσίνας, που βγαίνει από την ποικιλία του ερυθρωπού Ροδίτη.