Ως μία από τις πιο σημαντικές οινοπαραγωγικές περιοχές, η Κρήτη παίζει έναν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη νέα εποχή του ελληνικού κρασιού. Με τις πολυάριθμες γηγενείς ποικιλίες αμπέλου, το μέγεθός της που την καθιστά τη δεύτερη πιο σημαντική περιοχή στην Ελλάδα όσον αφορά την παραγωγή κρασιού, την πολυσύνθετη τοπογραφία, καθώς και το γεγονός ότι είναι ένας εξαιρετικά δημοφιλής τουριστικός προορισμός, η Κρήτη μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για ένα εξαιρετικό μέλλον των ελληνικών κρασιών.

Πριν από μερικές δεκαετίες, η κρητική παραγωγή κρασιού κυριαρχούνταν από λίγους, μεγάλους παραγωγούς, με επίκεντρο την παραγωγή κρασιών μεγάλου όγκου και τυποποιημένης ποιότητας, για να ξεδιψάσουν τους επισκέπτες στα all inclusive ξενοδοχεία του νησιού. Αυτά όμως σήμερα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, καθώς ένας μεγάλος αριθμός νέων παραγωγών παράγει μια εντυπωσιακή σειρά κρασιών κορυφαίας ποιότητας.

Λίγη ιστορία
Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και ένα από τα σημαντικότερα της Μεσογείου. Με πολλά αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται από τη Μινωική εποχή, έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα από τα πρώτα κέντρα παραγωγής κρασιού στην Ιστορία. Πολύ αργότερα, η αμπελοκαλλιέργεια έφτασε στο απόγειό της κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, η οποία ακολούθησε την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ήταν την ίδια περίοδο που το περίφημο κρασί Μαλβαζία από τη Μονεμβασιά (που οι Ενετοί και οι Φράγκοι ονόμαζαν Μαλβάζια, αλλάζοντας τον τόνο), κυριαρχούσε στις αγορές τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Για να ανταποκριθούν στη ζήτηση για Μαλβαζία οίνο, οι Ενετοί μετέφεραν μοσχεύματα στην Κρήτη, όπου άρχισαν να παράγονται παρόμοια κρασιά.

Πολύ αργότερα, τον 20ό αιώνα, υπήρξε ραγδαία ανάπτυξη της γεωργίας που είχε καθοριστική επίδραση στην παραγωγή κρασιού. Η ίδρυση οινικών συνεταιρισμών ήταν κατάλληλη κίνηση για τη στήριξη των φτωχών και οικονομικά κατεστραμμένων παραγωγών του νησιού, αλλά μερικές φορές η ποιότητα των κρασιών ήταν κακή. Αυτή η εικόνα άρχισε να αλλάζει στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, με την εμφάνιση αρκετών μεγάλων παραγωγών που προσέφεραν σε μικρότερους μια εναλλακτική μορφή εισοδήματος και ανέβασαν το επίπεδο της ποιότητας παραγωγής. Η πιο σημαντική εξέλιξη, ωστόσο, ήταν η εμφάνιση οινοπαραγωγών που διέθεταν οι ίδιοι τα προϊόντα τους στην αγορά κατά τη δεκαετία του 1990. Σήμερα, η ποιότητα των κρασιών της Κρήτης είναι καλύτερη από ποτέ.

Το κλίμα – Το έδαφος
Η Κρήτη είναι ουσιαστικά ένα απόκρημνο νησί με ψηλά βουνά που χωρίζονται από λίγα πεδινά. Οι ψηλότερες κορυφές είναι ο Ψηλορείτης (Όρος Ίδη), που βρίσκεται μεταξύ Ρεθύμνου και Ηρακλείου στα 2.456 μ. (8.057 πόδια), καθώς και τα Λευκά Όρη στα Χανιά και το όρος Δίκτη στον Άγιο Νικόλαο.

Οι υψηλότερες θερμοκρασίες σημειώνονται στα νότια του νησιού. Σε αρκετές περιοχές, κυρίως εκείνες που βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο, οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες από τις αναμενόμενες και συγκρίσιμες με αυτές που νησιών του βορείου Αιγαίου. Η ανατολική πλευρά είναι πιο ζεστή και ξηρότερη από τη δυτική, ενώ η βόρεια είναι πιο δροσερή από τη νότια. Αυτό συμβαίνει επειδή η βόρεια πλευρά είναι εκτεθειμένη σε ψυχρούς βόρειους ανέμους, ενώ η νότια στους θερμούς ανέμους που πνέουν από την Αφρική. Ενδιάμεσα, τα βουνά δεν αφήνουν τους ανέμους να περάσουν από τη μια πλευρά στην άλλη. Οι παραγωγοί κρασιού υψηλής ποιότητας έχουν εκμεταλλευτεί αυτά τα ψηλά βουνά, εγκαθιστώντας τους αμπελώνες τους σε υψόμετρο και ιδιαίτερα, με βόρειο προσανατολισμό.

Στο μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης το έδαφος αποτελείται από άργιλο και ασβεστόλιθο, ενώ οι πλαγιές έχουν τα φτωχότερα εδάφη. Ο συνδυασμός του κλίματος, της τοπογραφίας, της σύστασης του εδάφους και της διαθεσιμότητας νερού από τις χιονισμένες κορυφές του Ψηλορείτη και των Λευκών Ορέων καθιστούν την Κρήτη ιδανική γη για αμπελοκαλλιέργεια. Τα αμπέλια ευδοκιμούν με άνεση χωρίς να ζορίζονται, σε σημείο που οι σχετικά υψηλές αποδόσεις αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.

Οι ποικιλίες
Δεδομένου του μεγέθους και της μακράς αμπελουργικής της παράδοσης, η Κρήτη δεν έχει, παραδόξως, μεγάλη ποικιλία γηγενών ποικιλιών. Η Βηλάνα είναι η κύρια λευκή ποικιλία, ενώ το Κοτσιφάλι, η Μανδηλαριά και το Λιάτικο είναι τα κύρια ερυθρά. Υπάρχουν όμως άλλες ποικιλίες σε τοπικά αμπέλια που είναι εξίσου σημαντικές, όπως η λευκήΘραψαθήρι και το ερυθρό Ρωμέικο. Ωριμάζοντας στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Θραψαθήρι είναι ζωηρό, ιδιαίτερα παραγωγικό, ανθεκτικό στην ξηρασία αλλά ευαίσθητο στον περονόσπορο. Όταν τα σταφύλια προέρχονται από αμπελώνες χαμηλής παραγωγής, δίνουν κρασιά με έντονα φρουτώδη αρώματα ροδάκινου και πεπονιού, μέτριας οξύτητας και υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Κρήτη έχει κάποιες ποικιλίες που, αν και καλλιεργούνται σε μικρή κλίμακα, παράγουν εντυπωσιακά αποτελέσματα και θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι η απάντηση στη διεθνή επέκταση του ελληνικού κρασιού. Μία από αυτές είναι η λευκή ποικιλία Δαφνί που συναντάμε στον Νομό Ηρακλείου και η οποία παράγει κρασιά με αρώματα που θυμίζουν δάφνη και άλλα αρωματικά βότανα και εσπεριδοειδή, με μέτρια περιεκτικότητα σε αλκοόλ και μέτρια οξύτητα. Αντίστοιχα, η λευκή ποικιλία Πλυτό, επίσης με πολύ λίγες φυτεύσεις, έχει καταφέρει να επανέλθει στο προσκήνιο. Παράγει κρασιά με δροσιστική λεμονάτη οξύτητα, χαρακτηριστικό που έρχεται σε αντίθεση με τις κλιματολογικές συνθήκες της Κρήτης. Συνήθως αναμειγνύεται με το πιο γεμάτο και πιο κρεμώδες Βιδιανό, που προτιμάται αυτή τη στιγμή από τους παραγωγούς. Το Βιδιανό Ρεθύμνου παράγει λευκά κρασιά με αρώματα υψηλής έντασης που θυμίζουν λευκά πυρηνόκαρπα φρούτα, με σχετικά υψηλή οξύτητα, υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, γεμάτο σώμα και ικανότητα να διατηρεί τον χαρακτήρα του ακόμα και μετά την ωρίμαση σε βαρέλια. Λόγω των υψηλής ποιότητας κρασιών που παράγει τα τελευταία χρόνια, η ποικιλία αυτή κερδίζει ολοένα περισσότερο τους καταναλωτές και τους παραγωγούς και, ως εκ τούτου, οι φυτεύσεις είναι συνεχώς σε άνοδο. Το Ρωμέικο, που συχνά αναφέρεται και ως Μαυρορωμέικο, παράγει ερυρά, ροζέ και ορισμένα ειδικά λευκά κρασιά με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, χαμηλή οξύτητα και χρώμα που χάνει την έντασή του πολύ γρήγορα. Είναι αμπέλι ανθεκτικό στην ξηρασία και εύρωστο. Ωριμάζει στα μέσα Σεπτεμβρίου και η ποιότητα του καρπού εξαρτάται από τον όγκο της παραγωγής. Στα Χανιά και στο Ρέθυμνο θεωρείται σημαντική ποικιλία.

Ένα πολύ γνωστό και δημοφιλές τοπικό κρασί από Ρωμέικο είναι ο Μαρουβάς, που παράγεται στα Χανιά. Είναι ξηρό, με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, έντονα οξειδωμένο, με αρώματα ξηρών καρπών, αποξηραμένων φρούτων και εντυπωσιακή πολυπλοκότητα. Σήμερα ο Μαρουβάς διατίθεται μόνο στην Κρήτη και προσφέρεται κυρίως σε τουρίστες. Στην Κρήτη υπάρχουν επτά ζώνες ΠΟΠ, πέντε εκ των οποίων στον Νομό Ηρακλείου και δύο στο Λασίθι. Η πιο γνωστή Ονομασία Προέλευσης που παρουσιάζει το μεγαλύτερο εμπορικό ενδιαφέρον είναι η ΠΟΠ Πεζά, η οποία παράγει ξηρούς λευκούς και ερυθρούς οίνους. Το λευκό που παράγεται αποκλειστικά από τη Βηλάνα, όταν οι αποδόσεις είναι χαμηλές έχει τα χαρακτηριστικά ενός ελαφρού κρασιού με φρουτώδη και πικάντικα αρώματα. Το ερυθρό παράγεται από Κοτσιφάλι και Μανδηλαριά.

Το ερυθρό κρασί ΠΟΠ Αρχάνες παράγεται, σύμφωνα με τα πρότυπα των Πεζών. Οι διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ζωνών δεν είναι ξεκάθαρες, αφού ο χαρακτήρας των κρασιών τους εξαρτάται περισσότερο από τη φιλοσοφία, τα πρότυπα και την τεχνογνωσία κάθε παραγωγού και λιγότερο από παράγοντες που σχετίζονται με τον χαρακτήρα του αμπελώνα. Οι Δαφνές Ηρακλείου είναι η τρίτη ζώνη ΠΟΠ του νομού. Παρότι βρίσκεται κοντά στις δύο άλλες ζώνες ΠΟΠ, τα κρασιά εδώ είναι ερυθρά, ξηρά ή γλυκά και παράγονται από 100% Λιάτικο. Έχουν πολύ ανοιχτό χρώμα, χαμηλή περιεκτικότητα σε ταννίνες και μέτριας έντασης φρουτώδη αρώματα. Οι δύο νεότερες ζώνες ΠΟΠ στο Ηράκλειο είναι η ΠΟΠ Χάνδακας-Candia και η ΠΟΠ Malvasia Χάνδακας-Candia. Η ΠΟΠ Χάνδακας-Candia περιλαμβάνει τα λευκά κρασιά
που παράγονται από τουλάχιστον 85% Βηλάνα, αναμεμειγμένα με Βιδιανό, Ασύρτικο, Αθήρι και Θραψαθήρι και τα ξηρά ερυθρά κρασιά από 70% Κοτσιφάλι και 30% Μανδηλαριά. Η ΠΟΠ Malvasia Χάνδακας-Candia περιλαμβάνει λευκούς γλυκούς οίνους που παράγονται από τουλάχιστον 85% Ασύρτικο, Βιδιανό, Θραψαθήρι και Λιάτικο – και το υπόλοιπο από Λευκό Μοσχάτο και Malvasia di Candia Aromatica.

Σε σχέση με τα δύο κρητικά ΠΟΠ στην περιοχή της Σητείας, τα λιαστά γλυκά κρασιά που παράγονται στις ζώνες ΠΟΠ Σητείας από 100% Λιάτικο μπορεί να είναι εξαιρετικά, όπως και τα ξηρά ερυθρά κρασιά που παράγονται από τουλάχιστον 80% Λιάτικο και Μανδηλαριά. Εκτός από τα ξηρά και γλυκά ερυθρά, το ΠΟΠ Σητείας παράγει και λευκούς ξηρούς οίνους από 70% Βηλάνα και 30% Θραψαθήρι. Η πρόσφατη ΠΟΠ Malvasia Σητείας περιλαμβάνει γλυκά λευκά κρασιά από τουλάχιστον 85% Ασύρτικο, Αθήρι, Θραψαθήρι και Λιάτικο, με προσθήκη Λευκού Μοσχάτου και Malvasia di Candia Aromatica.

Οι διεθνείς ποικιλίες έχουν επίσης σημαντική παρουσία στην Κρήτη, με ορισμένες από αυτές να έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στις γεωκλιματικές συνθήκες του νησιού από άλλες. Αν και λιγότερο ταιριαστό στις κλιματολογικές συνθήκες της Κρήτης, κυριαρχούν το λευκό Chardonnay και το Sauvignon Blanc. Άλλες κλασικές λευκές, ποικιλίες με μερικές μεμονωμένες φυτεύσεις είναι το Semillon, το Viognier και το Roussane. Αντιθέτως, οι διεθνείς ερυθρές ποικιλίες, όπως Merlot, Cabernet Sauvignon, Sangiovese, Grenache και Syrah, παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα. Οι δύο τελευταίες ποικιλίες έχουν προσαρμοστεί πλήρως στο ζεστό φυσικό κλίμα του νησιού και έχουν τις πιο εντυπωσιακές επιδόσεις.