Η δυνατότητα της Ελλάδας να μετατραπεί σε νούμερο ένα γαστρονομικό προορισμό αναδείχθηκε στο περιθώριο του Διεθνούς Food Travel Summit “FoodTreX Thessaloniki”, την Τρίτη 8 Οκτωβρίου.

Ειδικότερα, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τόσο ο ιδρυτής του World Food Travel Association, Έρικ Γούλφ όσο και η πρέσβειρα της Ένωσης στην Ελλάδα, Μαρία Αθανασοπούλου, τόνισαν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε την επόμενη 10ετία να αποτελέσει κορυφαίο προορισμό για τους καλοφαγάδες.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο Έρικ Γούλφ, σε παγκόσμιο επίπεδο το 93% των ταξιδιωτών αναζητούν γαστρονομικές εμπειρίες και κατά μέσο όρο το 25% των τουριστών «ξοδεύει σημαντικά ποσά» για φαγητό και ποτό στις χώρες που επισκέπτεται. Όπως είπε, στη Σιγκαπούρη, το 9% των εσόδων από τον τουρισμό αφορά στον γαστρονομικό τομέα, στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 15% και στην Ελλάδα «τα έσοδα από τον τουρισμό ανέρχονται σε 16 δισ. Ευρώ, με τα 4 δισ. ευρώ να αφορούν στον γαστρονομικό τομέα, δηλαδή το 25%». Στην ομιλία του πάλι, ανέφερε χαρακτηριστικά «Ήπια κάποια στιγμή το ίδιο κρασί που είχα δοκιμάσει εδώ στην Ελλάδα σε εστιατόριο του Σαν Φανσίσκο, όμως απογοητεύτηκα εντελώς. Δεν είχα την ίδια γαστρονομική εμπειρία, αφού το σκηνικό της Αμερικής αδίκησε τη γεύση του κρασιού που έπινα και το οποίο με είχε ενθουσιάσει στην Ελλάδα».

Σημείωσε δε, ότι το 100% των τουριστών παγκοσμίως τρώνε και πίνουν και «αφού δεν είναι όλοι φαν των επισκέψεων σε αρχαιολογικούς χώρους», καταγράφονται τεράστιες οι δυνατότητες ανάπτυξης του γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα. Από την άλλη βέβαια, έσπευσε να επισημάνει ότι στην παρούσα φάση δεν γίνονται πολλά για την ανάπτυξη του ελληνικού γαστρονομικού τουρισμού, εξηγώντας ότι αυτό συμβαίνει συνεπεία του ότι υπάρχουν κενά γνώσης σχετικά με το τι είναι γαστρονομικός τουρισμός και πως μπορεί να αναπτυχθεί.

Αναφερόμενος στις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες, ο ίδιος επισήμανε τέσσερα πεδία. Πρώτον την κατάρριψη στερεοτύπων που σημαίνει ότι οι Έλληνες θα πρέπει να πάψουν να προτάσσουν, μεταξύ άλλων, το τζατζίκι, τον μουσακά και την χωριάτικη σαλάτα καθώς η ελληνική κουζίνα είναι πολύ πιο πλούσια έναντι όσων γνωρίζουν στο εξωτερικό οι εν δυνάμει τουρίστες. Δεύτερον τον εξαμερικανισμό, τονίζοντας ότι θα πρέπει να σταματήσουν να προσαρμόζουν τις ελληνικές γεύσεις σε αυτές των άλλων χωρών, ώστε να παραμείνουν αυθεντικοί. Τρίτον, τον οξυμένο ανταγωνισμό ανά τον κόσμο σε ότι αφορά τον γαστρονομικό τουρισμό και την ανάπτυξή του. «Η Ελλάδα έχει ένα ισχυρό brand name, που όμως χρειάζεται να το κάνετε πιο μοντέρνο και κυρίως να το ανανεώσετε» και τέταρτον τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα προκειμένου να τρέξει και να αναπτύξει τον γαστρονομικό τουρισμό.

Από την πλευρά της, η Certified Ambassador of World Food Travel Association in Greece & Master Culinary Travel Professional, Μαρία Αθανασοπουλου, ανέφερε ότι σε έρευνα που έκανε στα τουριστικά γραφεία της Κεντρικής Ευρώπης, προ 8 μηνών, ρωτώντας αν ξέρουν την ελληνική γαστρονομία και τον ελληνικό γαστρονομικό τουρισμό, το 92% εξ αυτών απάντησε ότι ξέρει την ελληνική γαστρονομία και είναι εξαιρετική. Ωστόσο, το 82% από αυτούς επισήμανε ωστόσο ότι δεν γνωρίζει προγράμματα μέσω των οποίων θα μπορούσαν να προωθήσουν τον ελληνικό γαστρονομικό τουρισμό. «Δυστυχώς δεν υπάρχουμε για αυτούς σε ό,τι αφορά τον γαστρονομικό τουρισμό, παρά το γεγονός ότι ξέρουν ότι έχουμε καλό φαγητό», είπε.