Ο Γέροντας Επιφάνιος ο Μυλοποταμινός του Ιερού Καθίσματος του Αγίου Ευσταθίου εκοιμήθη τα ξημερώματα της Παρασκευής, ύστερα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 64 ετών.

Είχε αναπτύξει ιδιαίτερα την αγιορείτικη μαγειρική και ήταν ένας από τους ανθρώπους που την έκαναν ευρέως γνωστή στο κοινό μέσα από τα βιβλία του. Παράλληλα, έφτιαχνε κρασί και λάδι και προωθούσε τον αγιορείτικο τρόπο ζωής.

O αγιορείτης μοναχός Επιφάνιος o Μυλοποταμινός γεννήθηκε στο Παγγαίο του Νομού Καβάλας το 1956 όπου και έζησε μέχρι που τελείωσε το λύκειο. Το 1973 πήγε στο Άγιον Όρος, ενώ από το 1990 συνέχισε στον Μυλοπόταμο Αγίου Όρους, όπου εκτός από την καλλιέργεια αμπελιών, την παραγωγή κρασιού και την επιμέλεια της αγιορείτικης κουζίνας, έγραφε και τα δικά του βιβλία με μοναστηριακές συνταγές.

Ένα από αυτά, το «Μαγειρική του Αγίου Όρους», έχει μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά, ρωσικά, ρουμανικά, βουλγαρικά και ισπανικά. Εδώ και λίγα χρόνια, ο αρχιμάγειρας της Αθωνικής Πολιτείας ήταν ενεργό μέλος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Βορείου Ελλάδος, συμμετέχοντας σε πολλούς αγώνες μαγειρικής που διεξάγονται τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό.

Πριν από επτά χρόνια η Κική Τριανταφύλλη ρώτησε τον γέροντα Επιφάνιο για τα ΝΕΑ: «Γιατί μάγειρος;» και εκείνος απάντησε: «Μ’ άρεσε να στέκομαι κοντά στη μάνα μου και να βλέπω πώς μαγειρεύει, να δοκιμάζω και να μυρίζω τα φαγητά, να καθαρίζω πατάτες και γενικά να τη βοηθάω. Ήμουν ο μόνος από τα πέντε αδέλφια που το έκανα».

Στην κουζίνα κάθισε οκτώ χρόνια, πράγμα ασυνήθιστο σε ένα κοινόβιο, όπου τα διακονήματα των μοναχών αλλάζουν κάθε χρόνο. Του άρεσε η μαγειρική -και όπως είχε πει συνέντευξή του στον «Γαστρονόμο» της Καθημερινής «απ’ ό,τι φαίνεται, άρεσε και σε αυτούς που έτρωγαν. Έκτοτε, και άλλη δουλειά να είχα, σε γιορτές και πανηγύρια με φώναζαν να μαγειρέψω. Στα πανηγύρια πρέπει να μαγειρέψεις για πολύ κόσμο, κάποιες φορές πάνω από 1.000 άτομα. Για να τα βγάλεις πέρα, δεν αρκεί να έχεις γνώσεις μαγειρικής. Πιο πολύ πρέπει να είσαι διοικητής, να διευθύνεις 20 ανθρώπους -ένας να σου κάνει λάθος, σου έχει καταστρέψει το φαγητό».

Ποιο πιάτο προτιμούσαν οι επισκέπτες του; Όπως έλεγε ο ίδιος ροφό αγιορείτικο με άσπρη σάλτσα. «Αφήνω τα κομμάτια του ψαριού σε ημίχοντρο αλάτι για 3-4 ώρες (ή από την προηγουμένη). Το βράζω σε πολύ δυνατή φωτιά, ξαφρίζω, προσθέτω κρεμμύδια κομμένα σε λεπτές φέτες, σκελίδες σκόρδου, κόκκους πιπεριού, λάδι και αφήνω να βράσει περίπου μία ώρα. Στο τέλος ρίχνω χυμό λεμονιού και ψιλοκομμένο μαϊντανό».

Ο Επιφάνιος είχε την δική του άποψη σχετικά με την ελληνική κουζίνα: «Κάθε τόπος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, ενδιαφέρον όμως έχει η τάση που υπάρχει σήμερα από τους σωστούς σεφ να συνδυάζουν την παράδοση με τα διεθνή πρότυπα. Πιστεύω ότι αν αυτό συνεχιστεί για μια δεκαετία θα μπορέσουμε να αναδείξουμε τα ελληνικά προϊόντα σε όλο τον κόσμο.

Αυθεντικό είναι ό,τι είναι γνήσιο. Επειδή μαγειρεύω τακτικά στο εξωτερικό, βλέπω πατάτες προτηγανισμένες και συσκευασίες με κρεμμύδια παρασκευασμένα με δέκα διαφορετικούς τρόπους. Αυθεντικό όμως είναι να καθαρίσεις τα κρεμμύδια μόνος σου, να τα κόψεις και να τα σοτάρεις για να φτιάξεις τη δική σου σάλτσα».

Και ποια γεύση νοσταλγούσε; «Τα φαγητά που έκανε η μάνα μου και η γιαγιά μου που έφτιαχνε τα μακαρόνια με πολύ λίγο νερό. Δεν της άρεσε να τα στραγγίζει, ούτε τα έκανε αλ ντέντε. Φτιάχνανε και σάλτσα με πελτέ ή με φρέσκες ντομάτες το καλοκαίρι ή τα τρώγαμε άσπρα με λίγο τριμμένο τυρί από πάνω».

Ποια ήταν τα αγαπημένα του υλικά στην κουζίνα; «Οταν δεν έχω κρεμμύδι, νομίζω ότι είναι δεμένα τα χέρια μου. Χρησιμοποιώ επίσης τακτικά λάδι και λεμόνι και αγαπάω το κρασί, το οποίο είναι τρόφιμο, δεν πίνεται για απόλαυση».

Κρασί; Στον Mυλοπόταμο ανέλαβε την αναστήλωση του ιστορικού κελιού. Ταυτόχρονα, με απόλυτο σεβασμό στη μακραίωνη παράδοση, φύτεψε αμπελώνα κι έχτισε οινοποιείο – «με δουλειά μέρα και νύχτα», όπως έχει πει ο ίδιος. Καρπός της δουλειάς είναι τα βιολογικά κρασιά «Mυλοπόταμος», τα οποία έχουν βραβευτεί σε εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς.

Ποια ήταν η συμβουλή του Επιφάνιου σε έναν ερασιτέχνη μάγειρα; «Να μη ρίχνει πολύ αλάτι γιατί δεν βγαίνει από το φαγητό. Και το κυριότερο: δεν έφτιαχνε ποτέ κρεατικά -και ήταν κάθετα αντίθετος στην σόγια και στα ζωικά λίπη. Αγαπούσε την ιταλική κουζίνα για τις έντονες γεύσεις της όπως και την γαλλική, έβρισκε ενδιαφέρον στην κινέζικη και την μεξικάνικη, εκτιμούσε τον συνάδελφό του σεφ Λευτέρη Λαζάρου «για τον τρόπο που χειρίζεται τα υλικά».

Και μπορεί ο αγιορείτικος ροφός να ήταν το πιάτο που λαχταρούσαν οι προσκυνητές, αλλά ο ίδιος θεωρούσε ως πιο χαρακτηριστική του συνταγή τη χταποδόσουπα: Βράζω χταποδάκια και τα κόβω σε κύβους, βράζω χωριστά πατάτες, καρότα, κρεμμυδάκια και σέλινο σε νερό με λάδι, προσθέτω μανέστρα και το χταποδάκι, το χταποδόζουμο, ντομάτα τριμμένη και πελτέ, άνηθο, μαϊντανό, ξίδι και μπαχαρικά (κύμινο, αλάτι, πιπέρι) και όταν η σούπα είναι έτοιμη προσθέτω χυμό λεμονιού.

Πηγή: Protothema.gr

Δείτε επίσης:

3 απίστευτες αγιορείτικες συνταγές που θα φτιάξετε πριν το Πάσχα

Το Αγιορείτικο μυστικό για τραγανούς κολοκυθοανθούς

Σωτήρης Ευαγγέλου: «Η ελληνική κουζίνα είναι συνεχής μέσα στο χρόνο»