Μπορεί μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’60 να ήταν σχεδόν άγνωστη στη λίστα με τα χριστουγεννιάτικα ψώνια των ελληνικών νοικοκυριών, η γαλοπούλα ωστόσο έχει καταφέρει, για τα καλά, να εδραιωθεί στα εορταστικά τραπέζια της χώρας μας, φέρνοντας, πια, στις κουζίνες μας, αέρα αμερικανικού Thanksgiving. Δεν είναι λίγοι όμως, εκείνοι που επιμένουν να χαρακτηρίζουν το κρέας της, από αδιάφορο έως στεγνό και άνοστο, και ίσως να μην έχουν άδικο, ειδικά εάν ακολουθούν λάθος μαγειρικές τακτικές κατά το ψήσιμό της ή εάν -και όταν- μπαίνουν στη διαδικασία να το ξαναζεστάνουν, και αυτό με τον λάθος τρόπο, προκειμένου να επιδοθούν σε έναν δεύτερο κρεατοφαγικό γύρο.

Το μυστικό για ζουμερή και νόστιμη γαλοπούλα μετά το τραπέζι των Χριστουγέννων

Εδώ η σκέψη «το γοργόν και χάριν έχει» πρέπει να αποβληθεί εντελώς από το σενάριο που φέρει ως τίτλο του, «Πώς θα ζεστάνουμε επιτυχημένα την ήδη ψημένη γαλοπούλα μας». Αυτό που πρέπει, κάθε φορά, να έχουμε κατά νου είναι το εξής: Το γρηγορότερο δεν είναι πάντα το καλύτερο και αυτό «κουμπώνει» ιδανικά στην περίπτωση της γαλοπούλας, καθώς ο καλύτερος και ο πιο εγγυημένος τρόπος για να την διατηρήσουμε ζουμερή και νόστιμη είναι να την ξαναζεστάνουμε στο φούρνο μας -και όχι στον φούρνο μικροκυμάτων- σε χαμηλή θερμοκρασία, και ας χρειαστούμε περισσότερο χρόνο γι’ αυτό. Ο λόγος που δεν πρέπει να υποκύψουμε στο γρήγορο ζέσταμα που υπόσχεται ο φούρνος μικροκυμάτων είναι ότι, μπορεί μεν το κρέας να ζεσταθεί σε χρόνο dt αλλά οι ίνες του θα σκληρύνουν, αυτό θα στεγνώσει και θα είναι δύσκολο στο μάσημα και ακόμα πιο δυσάρεστο στη γεύση.

Τι κάνουμε, λοιπόν: Προθερμαίνουμε τον φούρνο μας στους 150 βαθμούς και μέχρι αυτός να ζεσταθεί, κόβουμε (αν δεν έχει ήδη κοπεί) τη γαλοπούλα που περίσσεψε σε μεγάλες χοντροκομμένες φέτες ή κύβους, την τοποθετούμε σε ένα ταψί ή σε ένα πυρίμαχο σκεύος και την περιχύνουμε με ζωμό κοτόπουλου. Έπειτα, σκεπάζουμε καλά το σκεύος με αλουμινόχαρτο και το τοποθετούμε στον φούρνο, όπου παραμένει για περίπου 20΄-30΄έως ότου απορροφηθούν πλήρως από το κρέας τα υγρά του ζωμού και αυτό ζεσταθεί ομοιόμορφα.
Πριν, λοιπόν, ακόμα καλά – καλά το καταλάβουμε, θα έχουμε φρεσκοψημένη γαλοπούλα, ξανά, λες και μόλις την πρωτοβγάλαμε από τον φούρνο!