Από τη θρυλική εποχή των εκδρομέων με τα πούλμαν ή τα αυτοκίνητα, που κατέληγαν στην ύπαιθρο για τα καθιερωμένα πικνίκ του Σαββατοκύριακου με ντολμαδάκια και κεφτεδάκια, στα επικά ρεφενέ των 80’s σε σπίτια και αργότερα από τις μαζικές εξόδους της νεολαίας στα δυτικοφερμένα φαστφουντάδικα των μεγαλουπόλεων έως το fine dining του σήμερα, η βιωματική προσέγγιση του ευ ζην έρχεται όλο και πιο κοντά ως αίτημα στις αναζητήσεις των απανταχού foodies. Και μπορεί τα χρόνια να πέρασαν και οι μόδες να άλλαξαν, όμως κοινός παρονομαστής στην εξίσωση μεταξύ φαγητού και εξόδου παραμένει σταθερά και πάντα η καλή παρέα. Η ανάγκη για επαφή που καρποφορεί νέες εμπειρίες, που και αυτές με τη σειρά τους μετουσιώνονται σε δυνατές αναμνήσεις.

Κάπως έτσι, οδηγηθήκαμε πλέον στα supper clubs, ή αλλιώς στις λέσχες δείπνου, που καθίζουν στο ίδιο τραπέζι γαστρονομία και κοινωνικότητα, δημιουργώντας νομάδες και ακολούθους, συνεργούς σε κοινά πάθη και κοινές γευστικές αναζητήσεις, νοσταλγούς μιας άλλης εποχής που είχε ως έμβλημά της τις κυριακάτικες συναθροίσεις γύρω και πάνω από τη σπιτική κατσαρόλα ή έξω σε στέκια αγαπημένα και οικεία.

Δύσκολo να κατατάξει κανείς σε μία και μόνο κατηγορία αυτές τις λέσχες. Πρόκειται για dinner parties; Pop-up εστιατόρια; Ή μήπως για social clubs; Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο, σχετικά νεοαφιχθέν στα ελληνικά δεδομένα, που ενώνει στη βάση του όλα όσα αναφέραμε και «τρέφεται» απόλυτα από την τάση που φαίνεται να επικρατεί πλέον στη μεταπανδημική Ελλάδα, να επενδύουμε σε καθετί που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο εξωστρεφείς, και γιατί όχι, σε καθετί που κάνει τις ζωές μας γευστικά πιο ενδιαφέρουσες.

Έτσι ξαφνικά, 5 διαφορετικές γαστρονομικές εμπειρίες

Ένα από τα πιο γνωστά αθηναϊκά supper clubs είναι το Πούλμαν, που ξεκίνησε τα «δρομολόγιά» του πέρυσι τον Δεκέμβρη και εμπνεύστηκε τη φιλοσοφία του από τα πανηγύρια της Σίφνου. Όπως μαρτυρά και το όνομά του, λατρεύει να μετακινείται από χώρο σε χώρο, ανάλογα με την περίσταση. Συνήθως τα τραπεζώματά του γίνονται μεταξύ φίλων αλλά και αγνώστων –κάποιοι έρχονται ξένοι και φεύγουν ίσως αγκαζέ– κυρίως εντός των αστικών τειχών: από βεράντες και σαλόνια μέχρι καφενεία, μαγέρικα και καλλιτεχνικά εργαστήρια. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που «ταξιδεύει» με την ομάδα του, τους εμπνευστές του δηλαδή, τον σεφ Κώστα Παρδάλη και την blogger-αρχιτέκτονα Χρύσα Πετροχείλου, στα ελληνικά νησιά και οπουδήποτε αλλού υπάρχει οινολογικό ή γαστρονομικό ενδιαφέρον, από πανηγύρια και τοπικές γιορτές μέχρι γιορτές σε οινοποιεία και wine bars. Για να βγάλετε «εισιτήριο» για κάποιο από τα events του απλά πρέπει να στείλετε ένα μήνυμα στον λογαριασμό του Instagram και να δηλώσετε συμμετοχή. (instagram: @pullman.club).


Ο Χρήστος Ελευθεριάδης του Καλού Αέρα.

Μία ακόμη ομάδα που παίζει εξίσου δυνατά στην αθηναϊκή σκηνή των suppers είναι ο Καλός Αέρας, με τη διαφορά ότι εδώ το σημείο συνάντησης παραμένει σταθερό: μία καλόγουστη μονοκατοικία του ’50 στην Ηλιούπολη, με οικοδεσπότη τον Χρήστο Ελευθεριάδη. Ο Χρήστος μοιράζει τη ζωή ανάμεσα στο Μπουένος Αϊρες (καλός αέρας στα ελληνικά) και την Αθήνα. Μάλιστα στην πρωτεύουσα της Αργεντινής είχε και το δικό του εστιατόριο όπου μαγείρευε ελληνική κουζίνα. Εκεί, ορμώμενος από τις παιδικές του αναμνήσεις από τα κυριακάτικα τραπέζια σε σπίτια συγγενών και φίλων, ξεκινά να μαγειρεύει στο σπίτι του και κάνει πράξη το μότο της δικής του λέσχης: «Fine cooking casually enjoyed». Το ίδιο κάνει και εδώ στην Αθήνα, στο σπίτι του στην Ηλιούπολη. Οι υποψήφιοι δηλώνουν συμμετοχή στέλνοντας mail ή τηλεφωνώντας (kalosaeras@gasil.com / τηλ. 6984071815), ενώ στον ινσταγκραμικό λογαριασμό του Καλού Αέρα ενημερώνονται για το μενού. Και όταν πλέον φτάνουν στο σπίτι του Χρήστου, ο ίδιος τους υποδέχεται με ένα μενού 5 πιάτων που μαγειρεύονται και σερβίρονται συνοδεία μουσικής (ναι, στον χώρο υπάρχει και πιάνο). Το καλοκαίρι η δράση μεταφέρεται έξω, στη ρομαντική βεράντα με τις φερ φορζέ πολυθρόνες.

Για τους πιο τολμηρούς και εκείνους που ίσως εκτιμούν περισσότερο το στοιχείο της έκπληξης ακόμα και σε μία έξοδο με αγνώστους, που ήδη από μόνη της κρύβει αρκετές εκπλήξεις, το guerilla supper club Paradiso της Αμερικανίδας Καβίτα Χάρλεϊ, που ήρθε πρόσφατα στη χώρα μας, είναι η ιδανική ευκαιρία για να συνδυάσουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Φαγητό δηλαδή και νέες γνωριμίες μαζί, την ίδια στιγμή, στον ίδιο χώρο, με τη διαφορά ότι σε αυτή τη λέσχη οι συμμετέχοντες μαθαίνουν το μέρος της εκδήλωσης λίγη ώρα πριν από την προκαθορισμένη συνάντηση. Και εδώ η κράτηση γίνεται μέσα από τον λογαριασμό του Instagram. (instagram:@paradiso_mediterraneo).


Τραπέζι στη λίμνη από τους Nomade et Sauvage

Από την άλλη, μπορεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τον τόπο συνάντησης να απουσιάζει από τον σχεδιασμό των Nomade et Sauvage, καθώς εδώ όλα αποφασίζονται εκ προοιμίου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τόποι που χρησιμοποιούνται χαρακτηρίζονται ως οι πλέον αναμενόμενοι ή συνηθισμένοι. Τα μέλη αυτής της ιδιότυπης λέσχης φαγητού μαγειρεύουν έξω στη φύση, σε ανοιχτές κουζίνες σε δάση και βουνά και στη φωτιά των ξύλων, καθίζοντας στα τραπέζια τους ανθρώπους που αν και άγνωστοι μεταξύ τους παρακινούνται από ένα κοινό πάθος. Ενας από αυτούς είναι ο Κώστας Καπετανάκης, δημιουργός της αλυσίδας καφέ-εστιατορίων Estrella στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έχει συνεργαστεί με την ομάδα των Nomade et Savauge. «Ο κόσμος στη μετά COVID εποχή επιζητεί διαρκώς νέες εμπειρίες. Πυρήνας αυτής της αναζήτησης είναι η επιθυμία του να κοινωνικοποιηθεί. Να ζήσει ξανά τη χαρά της γιορτής, της κοινωνικής συνεύρεσης. Το φαγητό παίζει τον ρόλο του, αλλά η συνολική εμπειρία εξόδου είναι εκείνη που μετράει τελικά», μου εξηγεί. Περισσότερες πληροφορίες για τη δράση των Nomade et Sauvage θα βρείτε στη σελίδα τους. www.nomadeetsauvage.gr/.

Με φιλοσοφικό μότο το «Οίνος ευφραίνει καρδίαν», οι Gastronomads επιχειρούν ήδη από το 2013, όταν και ξεκίνησαν τις πρώτες τους γαστρονομικές συναντήσεις, να φέρουν σε απόλυτη σύγκλιση το τρίπτυχο: καλό φαγητό, καλό κρασί και καλή παρέα. Και απ’ ό,τι φαίνεται, τα καταφέρνουν με μεγάλη ευστοχία, προς το παρόν εντός του αστικού ιστού, κυρίως σε οινοποιία και εστιατόρια. Στο μέλλον, όπως αποκαλύπτει ο ιδρυτής τους Δημήτρης Αλεξίου, σκοπεύουν να επεκταθούν και σε κάποια σημεία της περιφέρειας, τα οποία όμως θα κουβαλούν μία ιδιαίτερη γαστρονομική ιστορία. «Η ιδέα των Gastronomads», μου εξηγεί ο Αλεξίου, «ξεκίνησε από τη σκέψη ότι υπάρχουν κάποια κρασιά που δεν μπορείς να τα νιώσεις, να τα απολαύσεις μόνος σου. Χρειάζονται οπωσδήποτε τη δυναμική της παρέας».

Εδώ, λοιπόν, οι παρέες -συνήθως 30-50 άτομα ενώνονται γύρω από ένα μεγάλο κεντρικό τραπέζι (ίσως και περισσότερα) και χωρίς να έχουν ή να χρειαστεί να επιστρατεύσουν τις ιδιαίτερες γνώσεις τους γύρω από το κρασί ή το φαγητό απολαμβάνουν, ταυτόχρονα κοινωνικοποιούνται, και «γιατί όχι», όπως μου λέει ο Δημήτρης, «μαθαίνουν βιωματικά ένα κομμάτι της ιστορίας των όσων γεύονται». Άλλωστε το food and wine matching ορίζεται κάθε φορά από έναν διαφορετικό γεωγραφικό προσανατολισμό, ανάλογα με την έμπνευση των διοργανωτών. «Ο σεφ ετοιμάζει ένα μενού αντιπροσωπευτικό της περιοχής κι εμείς το παντρεύουμε με κρασιά τα οποία είναι εξίσου αντιπροσωπευτικά της περιοχής», μου εξηγεί. Σαν να λέμε, δηλαδή, η ισχύς εν τη ενώσει. (gastronomadsclub.com/).