Ποιό είναι στ’ αλήθεια το χειρότερο φαγητό; Ποιό είναι εκείνο το υλικό, η συνταγή ή το πιάτο που δεν τρώγεται με τίποτα; Είναι μήπως το μπρόκολο ή το κουνουπίδι; Αν ρωτήσουμε 100 ανθρώπους (που έλεγε κι ένα παλιό τηλεπαιχνίδι) σίγουρα θα πάρουμε πολλές και διαφορετικές απαντήσεις. Άλλους τους ενοχλεί η μυρωδιά, άλλους η γεύση, άλλους η υφή. Όλοι κάτι βρίσκουν να πουν για όλα εκείνα που δεν τους αρέσει να τρώνε. Πολλοί είναι αυτοί που δεν συμπαθούν με τίποτα το μπρόκολ και το κουνουπίδι, κυρίως λόγω της κακής μυρωδιάς τους, την ώρα του βρασμού. Η αλήθεια είναι ότι τα δύο αυτά χειμερινά λαχανικά είναι πολύ θρεπτικά και τις περισσότερες φορές είναι ταυτισμένα με κάποια ανάμνηση που έχουμε από το σπίτι μας όπου η μαμά ή ή γιαγιά μας βάζει υποχρεωτικά να φάμε μπρόκολο και κουνουπίδι.

Οι αμετανόητοι εχθροί τους λένε ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να τα βάζουμε στη διατροφή μας, να τα μαγειρεύουμε και να μυρίζει όλη η κουζίνα και όλο το σπίτι. Ωστόσο, κάποιοι πιο συγκαταβατικοί υποστηρίζουν ότι αν τα βράσουμε σωστά, χωρίς να τα παραβράσουμε, αν τα ετοιμάσουμε στον ατμό ή στον φούρνο με τα κατάλληλα μπαχαρικά γίνονται πεντανόστιμα όπως όλα τα υπόλοιπα λαχανικά. Βέβαια υπάρχουν και αυτοί που ναι μεν δεν τα συμπαθούν ιδιαίτερα αλλά σε καμία περίπτωση δεν τα βάζουν στην κορυφή της λίστας με τα χειρότερα. Τέτοιοι είμαστε κι εμείς, γι αυτό και συγκεντρώσαμε παρακάτω διάφορα φαγητά που για τους λόγους του ο καθένας τα θεωρεί χειρότερα από το μπρόκολο και το κουνουπίδι:

Μου αρέσει και το κουνουπίδι και το μπρόκολο (σας την έσκασα ε;)
Αρχικά διαφωνώ με το θέμα και θα ήθελα να το καταγγείλω. Μου αρέσει και το κουνουπίδι και το μπρόκολο (σας την έσκασα ε;). Αλλά για να μην βγαίνω εκτός προγράμματος και για να απαντήσω στην ερώτηση χωρίς φόβο αλλά με πάθος θα απαντήσω πως εκπλήσσομαι με την ύπαρξη του πράσου. Δηλαδή τι έχει να προσφέρει ένα πράσο; Γεύση, το ακούω! Στο τσακίρ κέφι μια πρασόπιτα αλλά ας παραδεχτούμε πως αν είναι πια τόοοοοσο καλό θα το τρώγαμε περισσότερο. Υπάρχει πιθανή θεωρία συνωμοσίας για το πράσο. Ασφαλώς! Εδώ υπάρχει για τη γη αν είναι ή όχι επίπεδη. ΛΟΙΠΟΝ το πράσο είναι υπερεκτιμημένο και η γεύση του τα διαλύει όλα. Επίσης έχει 90% νερό, αλλά σε αυτή την στήλη πεινάμε, δεν διψάμε, σωστά; Λ.Τρ.

Λαχανοντολμάδες, αυτή η μάστιγα
Αλήθεια, ξέρω ότι θα πέσετε να με φάτε γιατί ναι, το παραδέχομαι ότι είναι νόστιμοι και λαχταριστοί. Ειδικά αν έχουν πλούσια γέμιση με βότανα, ποιοτικό κρέας και βελούδινο αυγολέμονο. Όμως! Λέω όμως! Έχετε φτιάξει ποτέ για να καταλάβετε την ευωδία και τα αρώματα που πλημμυρίζει η κουζίνα; Αν όχι, ρωτήστε κάποιον που τα μαγειρεύει και θα σας εξηγήσει. Αν ναι, πιθανόν να μαζέψουν στο άμεσο μέλλον υπογραφές για να σας διώξουν από τη γειτονιά. Μια φορά, είχα πάρει με τη μητέρα μου ταξί και πηγαίναμε μια κατσαρόλα με ζεστούς λαχανοντολμάδες – ξέρετε, αυτό το διάσημο πεσκέσι της Ελληνίδας μανούλας. Λοιπόν, όταν μπήκαμε μέσα και είπαμε τον προορισμό, άρχισε να μας κοιτάζει περίεργα από τον καθρέφτη στο πίσω κάθισμα. Άνοιγε το παράθυρο και το ξαναέκλεινε. Υποπτεύθηκα τι μπορεί να συμβαίνει αλλά έκανα ότι δεν καταλάβαινα. Με τα πολλά, μας ρώτησε αν έχει συμβεί κάτι και μυρίζει τόσο άσχημα οπότε του εξήγησα γελώντας. Μόνο εγώ γέλασα όμως γιατί αυτός άρχισε τη γκρίνια επειδή μύρισε το σαλόνι του αυτοκινήτου και δεν ήξερε πώς θα φύγουν οι μυρωδιές. Μας άφησε κακήν κακώς στον προορισμό μας και συνέχισε να γκρινιάζει. Εμείς απολαύσαμε τους λαχανοντολμάδες και ζήσαμε καλύτερα. Αυτός, δεν ξέρω. Γ.Μπ.

Παντζαροσαλάτα αυτή η άγνωστη!
Όσο και αν μου αρέσουν οι σαλάτες του χειμώνα, όσο και αν βρίσκω πάντα κάτι καινούργιο σε αυτές για να αυτοσχεδιάσω και για να ανακαλύψω νέους γαστρονομικούς εθισμούς, την παντζαροσαλάτα ποτέ δεν τη συμπάθησα. Τι και αν πρόσθεσα γιαούρτι, μαγιονέζα και καρύδια για να την συνοδεύσω με το αγαπημένο μου dressing για σαλάτες. Τι και αν την έβαλα δίπλα σε λατρεμένες κρεατοφαγικές και ψαροφαγικές συνταγές. Τίποτα! Το αποτέλεσμα πάντα το ίδιο! Θέλετε, η υφή των βρασμένων παντζαριών; Το βαθύ κόκκινο χρώμα που βάφει από χέρια μέχρι ρούχα και άντε μετά να το βγάλεις; Ή η επίπεδη και αδιάφορη, για εμένα προσωπικά, γεύση τους; Ότι και αν φταίει, και μόνο το άκουσμα της λέξης παντζαροσαλάτα μου δημιουργεί μία δυσαρέσκεια. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα στο να μιξάρω παντζάρι με φρούτα και λαχανικά σε smoothies ή στο να απολαμβάνω ένα κομμάτι λαχταριστό cheesecake με παντζάρι. Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, λένε, και μάλλον έχουν δίκιο! Λ.Χρ.

Μεγάλα ψάρια σε φέτες
Βασικά εμένα το μπρόκολο και το κουνουπίδι μου αρέσουν και μάλιστα πολύ οπότε θεωρητικά μου είναι εύκολο να επιλέξω κάποιο φαγητό που αγαπώ λιγότερο. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, δεν με λες και δύσκολη στο φαγητό. Δοκιμάζω τα πάντα και μου αρέσουν σχεδόν τα πάντα οπότε η λέξη «μισώ» και φαγητό γαι εμένα δεν πάνε μαζί σε καμμία περίπτωση. Ωστόσο, για να μείνω πιστή στο ζητούμενο του θέματος  θα μιλήσω για μια κατηγορία υλικών που μου είναι εντελώς αδιάφορη, τόσο αδιάφορη που και να μην υπήρχε δεν θα με πείραζε καθόλου. Πρόκειτια για τα μεγάλα ψάρια σε φέτες. Ξέρετε αυτά τα κοκκινόψαρα, τις πέρκες, τις γλώσσες κλπ. που κυκλοφούν κατεψυγμένα και δεν έχουν καμμία γεύση, όπως και να τα μαγειρέψουμε. Μπορεί να είναι τα ψάρια της ευκολίας, χωρίς κόκκαλα, χωρίς τίποτα, να μαγειρεύονται εύκολα και να τρώγωνται ακόμα πιο εύκολα, ειδικά από τα παιδιά αλλά και όσους δεν αγαπούν πολύ τα ψάρια. Αλλά! Δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν έχουν καμμία γεύση. Πλακί, ψητά, βραστά, στο φούρνο με πατάτες και λαχανικά, με λαδολέμονο και μουστάρδα, με μαγιονέζα και μυρωδικά. Ό,τι και να τους βάλεις, δύσκολα νοστιμίζουν. Οπότε; Κουνουπίδι και μπρόκολο for ever! Ζ.Π.



Σαλιγκάρια
Επειδή από ότι κατάλαβα στους περισσότερους προλαλήσαντες αρέσουν το μπρόκολο και το κουνουπίδι θα ήθελα να εκφράσω τη δική μου θέση. Καλά είναι τα κακόμοιρα τα λαχανικά και σίγουρα πολύ υγιεινά και θρεπτικά, αλλά εντάξει λαχταριστά -εμένα τουλάχιστον δεν είναι! Μου αρέσουν στον ατμό ως μια σαλάτα, άντε και σε κανένα γκρατέν και ως εκεί. Αυτό που πάντα όμως φοβόμουν και σιχαινόμουν ταυτόχρονα ήταν τα σαλιγκάρια. Όπου τα πετυχαίναμε θα υπήρχε κάποιος Κρητικός ή λάτρης του που θα προσπαθούσε με επιμονή να με πείσει να φάω, αλλά το αρνιόμουν ευγενικά. Μετά ασχολήθηκα επαγγελματικά με τη γαστρονομία, οπότε οι ευκαιρίες για να τα δοκιμάσω έγιναν περισσότερες. Ώσπου σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Κρήτη θέλησα κι εγώ επιτέλους να δοκιμάσω αυτά τα περίεργα πλάσματα και πώς είναι η σάρκα τους μαγειρεμένη. Συγκεκριμένα ήταν χοχλιοί μπουμπουριστοί και με έπεισαν να τους δοκιμάσω οι υπόλοιποι συνάδελφοι, που μούγκριζαν από ευχαρίστηση και ήταν όντως νόστιμα τα άτιμα. ΠΟΛΥ ΝΟΣΤΙΜΑ. Αλλά εντάξει μέχρι να βγάλω τη σάρκα από 3-4 είχα κάνει μισή ώρα και υπήρχαν τόσα άλλα λαχταριστά στο τραπέζι, που δεν έπαθα και έρωτα μαζί τους, μια απλή συμπάθεια…! Ε.Σ.

Όχι άλλη πηχτή φασολάδα!
Παράπονο δεν έχω κανένα: οι χειμωνιάτικες σούπες οσπρίων και ειδικά με τον τρόπο που τις μαγείρευε η μητέρα μου – συγγνώμη μαμά – μου δίνουν αστείρευτη έμπνευση για αυτό το άρθρο. Φυσικά και το κουνουπίδι και το μπρόκολο δεν ήταν τα αγαπημένα μου vegan μεζεδάκια -εκτός βέβαια από το κοκκινιστό κουνουπίδι της γιαγιάς της Καλαματιανής την οποία εκατομμύρια -πια- φορές έχω μνημονεύσει στην αγαπημένη αυτή στήλη. Αυτή τη φορά όμως θα επικεντρωθούμε στη μαμά και στην πηχτή της φασολάδα. Η σούπα αυτή, που παράβραζε τόσο ώστε να μην μοιάζει πια με σούπα αλλά με χυλό, φυσικά είχε μέσα τα απαραίτητα σούπερ θρεπτικά λαχανικά (καρότο και πιπεριά Φλωρίνης σε κομματάκια, πολύ σέλινο και κρεμμύδι) αλλά τρύπαγε απειλητικά με τη μυρωδιά της την απελπισμένη μύτη μου. Νομίζω ότι δεν άντεχα την έντονη μυρωδιά του σέλινου μαζί με εκείνη του παραβρασμένου φασολιού και θυμάμαι επιπλέον πως έκανα ό,τι μπορούσα για να καταφέρω να φάω έστω το μισό πιάτο: έβαζα τριμμένη φέτα και πιπέρι, βούταγα φρυγανισμένες φέτες ψωμιού με ρίγανη και λάδι, πρόσθετα αλάτι αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετά και έτσι κατέληγα να μετράω υπομονετικά τις μπουκιές μέχρι το πιάτο να αδειάσει. Και αν αναρωτιέστε αν σήμερα τρώω φασολάδα, θα σας ζητήσω ευγενικά να αλλάξουμε θέμα συζήτησης.. Ε. Τσ.

Τα κείμενα υπογράφουν: Γιάννα Μπαλαφούτη, Ζωή Παπαφωτίου, Εύη Σκλατινιώτη, Λευτέρης Τρίγκας, Εύη Τσιροπούλου, Λουκία Χρυσοβιτσάνου