Την πρώτη φορά που άκουσα από τον Στέλιο Τριλυράκη να λέει σε πελάτη «μην υποτιμάτε τις τηγανητές πατάτες, κύριε» δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου, αρκετά θορυβώδη μάλιστα, θα έλεγα. Όχι γιατί οι δικές του αξίζουν πραγματικά τον κόπο -που τον αξίζουν, δηλαδή- αλλά γιατί στ’ αλήθεια, για κάμποσες δεκαετίες, η τηγανητή πατάτα υπήρξε η σταθερά σε κάθε οικογενειακό ή παρεΐστικο τραπέζι ταβέρνας που σεβόταν τον εαυτό του.

Με τη δικαιολογία «και μια πατάτες για τα παιδιά», έπαιρναν τη θέση του ψωμιού στις σάλτσες που ζητούσαν τις βουτιές τους, τη θέση του συνοδευτικού σε κεφτέδες και ψητά της σχάρας, τη θέση του μεζέ που καθαρίζει το στόμα πριν περάσεις σε κάποιο άλλο πιάτο. Και σχεδόν πάντοτε υπήρχε και επαναληπτική παραγγελία «άλλη μια πατάτες, τα παιδιά τις έφαγαν». Ευτυχώς δεν υπήρχε υποχρεωτικός χρονικός προσδιορισμός της παιδικότητας τότε.

Ποια είναι όμως η διαφορά στον τρόπο της Κρήτης; Δεν θα αναφερόμουν σε αυτόν, αν οι ταβέρνες της υπόλοιπης Ελλάδας διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη της παλιάς πρακτικής και δεν επέμεναν σε τεχνικές «βράσε, τηγάνισε, άσε να κρυώσει, ξανατηγάνισε» για να γίνουν τραγανές και τρυφερές. Ο τρόπος της Κρήτης λοιπόν -και πολλών «παλιών» ανά την Ελλάδα- είναι απλός: Πολύ και καλό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο στο βαθύ τηγάνι, σε μέτρια προς σιγανή φωτιά, όπου οι πατάτες ουσιαστικά βράζουν πριν κάνουν την τραγανή, χρυσαφένια κρούστα τους. Έπειτα, χοντρό θαλασσινό αλάτι -αλάτσι ή ανθός αλατιού- τριμμένο θυμάρι ή ρίγανη και καλή σας όρεξη!