Γεννημένοι από το 1995 μέχρι το 2015, οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς είτε ακόμη σπουδάζουν, είτε κάνουν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα. Τα δικά τους βήματα ακολουθούμε κι εμείς σε ένα γεμάτο γεύσεις Σαββατοκύριακο.

Σάββατο

10.30 π.μ.
Η μέρα ξεκινά κάπως νωχελικά με αργόσυρτες κινήσει που με οδηγούν στην κουζίνα. Είναι αυτή η κούραση της εβδομάδας που έρχεται συσσωρευμένη να σταθεί σαν σύννεφο πάνω από το κεφάλι μου. Ετοιμάζω καφέ ελπίζοντας στη διεγερτική επίδραση μιας γενναίας δόσης καφεΐνης. Καθώς γεμίζω το χάρτινο φίλτρο με τους μυρωδάτους κόκκους, πιάνω στον αέρα τη μυρωδιά καραμέλας και αυτό αρκεί για να μου αλλάξει τη διάθεση. Βάζω γρήγορα σε ένα πιάτο τρία σπιτικά τυροπιτάκια και μια φέτα από προζυμένιο ψωμί και από πάνω δυο σφιχτά αυγά με ντομάτα και αβοκάντο. Ο καιρός είναι κάπως μουντός, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τη ρουτίνα μου: γεμίζω μέχρι πάνω το φλιτζάνι με τον ζεστό καφέ και βγαίνω στη βεράντα για να απολαύσω το πρωινό, παρέα με το βιβλίο που αγόρασα μόλις προχτές.

12 μεσημέρι
Ελπίζω να μη θέλει να πάμε για brunch, γιατί θα γκρινιάζει πάλι που θα τρώει μόνη της, σκέφτομαι καθώς χαζεύω ένα κοριτσάκι στο απέναντι μπαλκόνι που μιλάει τρυφερά στη γάτα του. Η Σ. ανυπομονεί να με δει, το ίδιο κι εγώ βέβαια. Έχουμε δώσει ραντεβού στο Παγκράτι για την απολύτως απαραίτητη ανταλλαγή των νέων της εβδομάδας. Φεύγω από το σπίτι άρον άρον και φτάνω μετά βίας στην ώρα μου στο καφέ. Αν και Σάββατο, ούτε λόγος για παρκάρισμα!

3 μ.μ.
Τα νέα της Σ. καταιγιστικά. Μιλάει γρήγορα, χωρίς ανάσα, κουνώντας τα χέρια της προς πάσα κατεύθυνση και σταματάει μόνο για να ρουφήξει τον παγωμένο εσπρέσο. Θα έχουν περάσει σίγουρα τρεις ώρες. «Ρε συ, δεν παίρνουμε κάτι ακόμα; Κάτι να φάμε;» Ο κατάλογος εν τω μεταξύ σκέτος πειρασμός. Κάθε φορά που πέφτει το μάτι μας στα γλυκά, ξεροκαταπίνουμε με αμηχανία για να μην αρχίσουμε να σπάμε τη διατροφή από την αρχή του Σαββατοκύριακου. Η λεμονάδα με τζίντζερ και η χειροποίητη σπανακόπιτα γίνονται οι ομόφωνες επιλογές μας. Κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να αντισταθεί στη λέξη «χειροποίητος». Ίσως σε αυτή την περίπτωση γιατί κρύβει την ανάμνηση του μεγάλου στρόγγυλου ταψιού με τη στριφτή τυρόπιτα, φτιαγμένη από την ακούραστη γιαγιά. «Καλά, ε, πολύ καλή η σπανακόπιτα! Έχει και πράσο μού φαίνεται», σχολιάζει η Σ. ενώ μασουλάει το τελευταίο κομμάτι. Κουνάω σε ένδειξη συμφωνίας το κεφάλι και κατεβάζω με το μπλε καλαμάκι μονορούφι τη φρέσκια, παγωμένη, γλυκόξινη λεμονάδα.

6 μ.μ.
Αφήνοντας το πολύβουο Παγκράτι και τη Σ. κατευθύνομαι προς το κέντρο με γοργούς ρυθμούς γεμάτη ανυπομονησία. Έχω γεμίσει το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου από το πρωί μέχρι το βράδυ και ο επόμενος σταθμός είναι προγραμματισμένος έναν μήνα πριν. Σταματώ στα γρήγορα για ένα τυλιχτό με καλαμάκι κοτόπουλο και όλες τις απαραίτητες σος ‒καθώς ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν θα προλάβω να επιστρέψω σπίτι πριν τις 12 το βράδυ‒ και συνεχίζω για το κέντρο της Αθήνας. Προορισμός: μια μεγάλη υπαίθρια γιορτή με παραδοσιακή μουσική και άφθονο γλέντι.

7.30 μ.μ.
Στο ανοιχτό θέατρο ο αέρας μυρίζει φρεσκοψημένο κρέας στα κάρβουνα. Στους μεγάλους πάγκους στην είσοδο, οι ψήστες γυρίζουν ρυθμικά τα σουβλάκια δεξιά αριστερά πάνω στις καυτές σχάρες και ξεφυσούν εναλλάξ κάθε φορά που ρίχνουν το βλέμμα τους στην ουρά του ταμείου. «Έφερα και τσίπουρο», μου αποκαλύπτει η Κ. κλείνοντας το μάτι και μου δείχνει με ύφος συνωμοτικό δυο μικρά μπουκάλια χωμένα στην τσάντα. Μου δίνει το ένα χοιρινό καλαμάκι ‒πότε πρόλαβε να παραγγείλει;– και το μικρό αφράτο ψωμάκι που το συνοδεύει. «Χάλια, ρε συ, δεν τρώγεται. Και είναι και μέσα στο λίπος», λέω με αγανάκτηση, αλλά εκείνη απομακρύνεται ήδη με μικρά χορευτικά πηδηματάκια δαγκώνοντας λαίμαργα και ευχαριστημένα το λαστιχένιο κρέας.

Στη σκηνή λαούτα, λύρες, βιολιά, τσαμπούνες, όλα καλοκουρδισμένα και προορισμένα να δώσουν το σύνθημα για τον διονυσιακό χορό. Ψαχουλεύω μέσα στην τσάντα και βρίσκω το μικρό μπουκάλι με το τσίπουρο. Δοκιμάζω αργά και διστακτικά. Κάπως δροσερό στην πρώτη επαφή με τον ουρανίσκο. Γλυκό και ζεστό καθώς διαπερνά τον λαιμό. «Ωραίος ο γλυκάνισος», σκέφτομαι και κοιτώ τον κόσμο. Νέοι πιασμένοι χέρι με χέρι, χαμόγελα, φωνές που τραγουδούν δυνατά, ποτήρια με κρασί και μπίρα στα τραπεζάκια και ένας χορευτικός κύκλος μυσταγωγικός στη μέση του προαύλιου χώρου. Μπαίνουμε στον κύκλο κι εμείς. Χορεύουμε ικαριώτικο και συρτό και σιφνέικο μπάλο. Και μαθαίνουμε για πρώτη φορά ζωναράδικο και πεντοζάλι. Και κάπως έτσι θυμόμαστε τις ρίζες μας. Και κάπως έτσι αναπνέουμε ‒συνειδητά‒ μέσα από αυτές.

11.30 μ.μ.
Στο τέλος της βραδιάς είμαστε σαφώς κατάκοπες. «Ντάξει, είναι γλυκιά αυτή η κούραση όμως», μου λέει η Κ. ενώ προσπαθεί να με πείσει για μια στάση στο βρώμικο που «είναι ανήκουστο να μην έχω ακόμα δοκιμάσει» και «πώς γίνεται αυτό», αλλά εγώ σκέφτομαι ήδη το κρεβάτι μου. Την αποχαιρετώ και την αφήνω να ικανοποιήσει την πείνα της στη Μιχαλακοπούλου.

Κυριακή

12 μεσημέρι
Ο καιρός υπέροχος. Ζεστός, με έναν οκτωβριανό ουρανό καθαρό και με λαμπερό ήλιο. Αυθόρμητα φέρνω στον νου μια φράση του ήρωα από το βιβλίο που διάβαζα την προηγούμενη μέρα: «Ο ήλιος είναι ο καλύτερος γιατρός για κάθε πόνο». Βγαίνω έξω και παίρνω έναν καφέ στο χέρι. Περπατώ στην αγαπημένη γειτονιά και το πικάντικο άρωμα της κανέλας πάνω στο αφρόγαλα του καπουτσίνο κάνει τα πάντα γύρω μου ακόμα πιο ζεστά και οικεία.

1.30 μ.μ.
Φτάνοντας με τα πόδια στο σπίτι του Μ. το χάρτινο ποτήρι του καφέ έχει πλέον αδειάσει. Σήμερα θα έχουμε επιτέλους απαρτία. Σπάνια καταφέρνουμε να μαζευτούμε όλοι μαζί: διαφορετικοί ρυθμοί ζωής και υποχρεώσεις συχνά το κάνουν δύσκολο. Ο Μ. μας έχει καλέσει για φαγητό και ξέρουμε πως θα έχει βάλει τα δυνατά του. Και πράγματι: βουτυρένιο ριζότο μανιταριών με λάδι τρούφας και σαλάτα ταμπουλέ για τους χορτοφάγους της παρέας. Στη μέση του τραπεζιού ‒και καθόλου τυχαία κοντά σε μένα‒ μια πιατέλα με κοτόπουλο με κρεμώδη πορτοκαλί σάλτσα μουστάρδας αρωματισμένη με κάρυ και παραδίπλα ένα ταψί με μπριάμ. «Και για το τέλος σάς έχω τάρτα με σύκο. Πρώτη φορά τη φτιάχνω», τονίζει σηκώνοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού, σε μια προσπάθεια να μας αποτρέψει από πιθανά κακεντρεχή σχόλια.

5 μ.μ.
Μετά το γεύμα, ώρα για το καθιερωμένο επιτραπέζιο. «Παιδιά, να παραγγείλουμε και κάνα καφέ, έτσι;» Ο καφές είναι το απαραίτητο φάρμακο κατά της μεσημεριανής υπνηλίας και για τη συγκέντρωση που απαιτεί το παιχνίδι, το οποίο εντωμεταξύ με αφήνει παγερά αδιάφορη, απολαμβάνω όμως πάντα να παρατηρώ τους επίδοξους παίκτες. Άλλοι σχεδιάζουν προσεκτικά την επόμενη κίνηση με τα μάτια καρφωμένα στα πιόνια, ρουφώντας με αργές κινήσεις το αναψυκτικό τους. Οι πιο νευρικοί τσιμπολογούν βιαστικά μπισκότα ή κάποιο κέικ που βρίσκεται κοντά τους και κάποιοι άλλοι το έχουν σκάσει αθόρυβα στο μπαλκόνι μέχρι να έρθει η σειρά τους στον επόμενο γύρο. Εκεί βρίσκω καθισμένη και την Ε. Πίνει τον καφέ της χαζεύοντας το χάλκινο ηλιοβασίλεμα. Κοιτάζοντας κι εγώ τον ήλιο που χάνεται, διασχίζω νοητά κάποια από εκείνα τα αγαπημένα μέρη: το καφέ της Δεξαμενής, τα δρομάκια του Λυκαβηττού, το δασάκι πίσω από το Καλλιμάρμαρο. Πάντα με μια μπίρα στο χέρι.

Η μπίρα. Το μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μας. Το ποτό της παρέας, η «βγαίνουμε έξω για μια χαλαρή μπίρα» επιλογή που καταλήγει σε ξέφρενο πάρτυ, η θαυμαστή λύση όταν τα λεφτά στο πορτοφόλι είναι λίγα, αλλά δεν θες να πεις όχι στην έξοδο. Η εικόνα της παρέας που γελά παραγγέλνοντας μία ακόμα ξανθιά είναι τόσο στενά συνυφασμένη με την έννοια της παρέας στο μυαλό μου, που ακόμα και όταν την απολαμβάνω μόνη, τους νιώθω πάντα εκεί, παρόντες. Και βέβαια, είναι το ποτό που αρέσει σε όλους! «Ρε παιδιά, δεν έχει τίποτε άλλο πέρα από μπίρες; Καμιά βότκα, κάνα τζιν; Αφού σας έχω πει δεν τις πίνω!» ακούω τον Α. να διαμαρτύρεται καθώς μπαίνω ξανά στο σαλόνι. Ή σχεδόν σε όλους, σκέφτομαι.