Η ηλικία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που διαμορφώνουν την καταναλωτική μας συμπεριφορά και πολύ περισσότερο αυτή που αφορά το κρασί και το ποτό.

Είναι αλήθεια ότι οι προτιμήσεις και οι συνήθειες των ανθρώπων αλλάζουν μέσα στα χρόνια αποτυπώνοντας τις γενικότερες συνθήκες κάθε εποχής και κάθε περιοχής. Όπως αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι οι αλλαγές αυτές συμβαίνουν τα τελευταία σαράντα ή πενήντα χρόνια με ταχύτητες φωτός. Έτσι, μεταβολές που κάποτε θα χρειάζονταν δεκαετίες για να γίνουν αντιληπτές, τώρα παίρνουν λιγότερο από μια πενταετία για να περάσουν στην καθημερινότητά μας.

Σε σχέση με το ποτό γενικότερα, για παράδειγμα, ρωτώντας σήμερα κανείς έναν 30άρη ή και 35άρη τι του θυμίζουν ονόματα όπως Santa Helena, Demestica, Ruby, Vat 69, Black & White, Alexander, Rusty Nail, το πιθανότερο είναι να εισπράξει ένα βλέμμα απέραντης απορίας μαζί με ένα αμήχανο σήκωμα των ώμων. Κι όμως, πρόκειται για κρασιά, ουίσκι και κοκτέιλ, ιδιαίτερα δημοφιλή τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, που απλώς έπαψαν να είναι της μόδας και εξαφανίστηκαν σχεδόν ή τελείως.

Καταρχάς, υπάρχει ένα πραγματικό δεδομένο που επιβεβαιώνεται τόσο από τα στατιστικά στοιχεία όσο και από τις έρευνες. Η κατά κεφαλή κατανάλωση κρασιού –και ευρύτερα αλκοολούχων ποτών– παγκοσμίως βαίνει μειούμενη με αργό μεν, αλλά σταθερό ρυθμό. Τούτο, μεταξύ άλλων, οφείλεται στη στροφή σε πιο υγιεινές επιλογές, αλλά και στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η μεσημεριανή διακοπή για τους περισσότερους εργαζομένους, που συνοδευόταν με γεύμα στο σπίτι, ένα-δυο ποτηράκια κρασί και μια μικρή σιέστα προτού επιστρέψουν στη δουλειά τους το απόγευμα, αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν. Όπως παρελθόν αποτελεί και η εκτιμώμενη κατανάλωση των 40 λίτρων κρασιού κατ’ άτομο, καθώς πια βρίσκεται γύρω στα 27 λίτρα, ίσως και λίγο παρακάτω. Σε άλλες χώρες, με έντονο πρόβλημα αλκοολισμού, τρέχουν μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες με στόχο τα οινοπνευματώδη, με τη συνακόλουθη στροφή ειδικά των νεότερων καταναλωτών σε ποτά με μειωμένο ή και μηδενικό οινόπνευμα.

Ως γενικός κανόνας ισχύει το «λιγότερο, αλλά καλύτερο»

Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η ηλικία αποτελεί, αν όχι τον σημαντικότερο, έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν τη γενικότερη καταναλωτική μας συμπεριφορά, άρα και αυτή που αφορά το κρασί και το ποτό, ας προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις σημερινές προτιμήσεις κάθε γενιάς ακολουθώντας την κλασική ομαδοποίηση που έχει επικρατήσει διεθνώς. Πρώτα όμως αξίζει να σταθούμε σε τρεις άλλους παράγοντες, που επίσης επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτή τη σχέση: το φύλο, το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο και τον τόπο διαμονής.

Το κλασικό στερεότυπο της γυναίκας που δεν πίνει καθόλου ή πίνει ελάχιστα και σε ειδικές περιπτώσεις, τείνει προς εξαφάνιση δίνοντας τη θέση του σε ένα μοντέλο ισότητας. Παρά ταύτα, από προσωπική παρατήρηση, έχω την εντύπωση ότι υπάρχει, τουλάχιστον στην Ελλάδα, μια ελαφρά προτίμηση του –πρώην– «ασθενούς φύλου» στα λευκά ή ροζέ κρασιά και τα χωρίς ή χαμηλά σε αλκοόλ κοκτέιλ, έναντι των κόκκινων κρασιών και των σκληρών οινοπνευμάτων. Συμπερασματικά, όσο ανεβαίνουμε στις ηλικιακές ομάδες υπερτερούν ως καταναλωτές οι άνδρες, ενώ στις νεότερες ηλικίες οι διαφορές αμβλύνονται.

Η επίδραση του μορφωτικού και του οικονομικού status είναι μάλλον προφανής, ειδικά στα ελληνικά δεδομένα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Η οικονομική κρίση έστρεψε ένα μέρος των καταναλωτών προς κρασιά χαμηλότερων –τιμολογιακά τουλάχιστον– κατηγοριών, με τελευταίο καταφύγιο το χύμα, το οποίο μάλιστα ντύνεται και με το πρόσχημα του «αγνού», ενώ μειώθηκε συνολικά και η κατανάλωση. Από την άλλη, η ζήτηση στην κορυφή της πυραμίδας παρέμεινε σταθερή με αυξητικές τάσεις. Παρόμοια παρουσιάζεται η εικόνα και στα αλκοολούχα ποτά. Κατά κανόνα, όσο ψηλότερο το μορφωτικό επίπεδο τόσο ποιοτικά καλύτερο κρασί ή ποτό επιλέγεται, ενώ, επίσης κατά κανόνα, οι υψηλότερες εισοδηματικά τάξεις καταναλώνουν συχνότερα και καλύτερα.

Η διαμόρφωση της κατανάλωσης κρασιού και ποτών ανά γεωγραφική ζώνη έχει επίσης ενδιαφέρον, μια και υπάρχουν ισχυρές τοπικές συνήθειες που κατευθύνουν τις προτιμήσεις. Για παράδειγμα, η ρετσίνα διατηρεί ακόμα ισχυρότατα ερείσματα στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ στον Νότο η παρουσία της είναι μάλλον περιορισμένη. Το τσίπουρο, η τσικουδιά και η μπίρα διαθέτουν ανθεκτικούς θύλακες στην Περιφέρεια, ενώ τα πιο σοφιστικέ ποτά κερδίζουν έδαφος στα αστικά κέντρα. Οι γνωστές μάρκες κρασιού, με καλό μάρκετινγκ και διανομή, πρωταγωνιστούν στις μεγάλες πόλεις, ενώ τα τοπικά οινοποιεία κερδίζουν στις αγορές της περιοχής τους. Το άλλοτε «εθνικό» μας ποτό, το ουίσκι, παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές στην Περιφέρεια, στην Κρήτη μάλιστα –δεν ξέρω αν συμβαίνει και αλλού– αντικαθιστά το κρασί στις «κούπες» (για όσους ξέρουν) σε γάμους και πανηγύρια.

Κάθε γενιά με τα γούστα και τις δυνατότητές της

Ας δούμε τώρα τις ηλικιακές ομάδες και ας προσπαθήσουμε να μαντέψουμε τη σχέση τους με το κρασί και τα ποτά. Η γενιά Silent, η οποία περιλαμβάνει όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1925 και 1945, είναι δηλαδή σήμερα από 78 έως 98 ετών, παρουσιάζει για προφανείς λόγους μικρότερο ενδιαφέρον, αν και τα νεότερα μέλη της, κυρίως άνδρες –όσοι ξεφεύγουν από την επιτήρηση του γιατρού ή των συζύγων τους– έχουν σταθερές προτιμήσεις στο κόκκινο κρασί, στο ούζο, στο κονιάκ και το ουίσκι, πάντα σε περιορισμένες ποσότητες.

Η γενιά των Boomers, που περιλαμβάνει όσους γεννήθηκαν από το 1946 έως το 1964, δηλαδή η ηλικία τους κυμαίνεται από 59 έως 77 ετών, είναι ίσως η γενιά με τις μεγαλύτερες εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις, ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα. Τα πρεσβύτερα μέλη της έζησαν ως παιδιά και έφηβοι τις επιπτώσεις του Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου που ακολούθησε, την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, τη φτώχεια της δεκαετίας του ’50, αλλά και ως ενήλικες τις κοινωνικές συγκρούσεις της δεκαετίας του ’60, τη βιομηχανική ανάπτυξη, την έκρηξη της οικοδομής, την ένταξη στην ΕΟΚ και την εισροή των κοινοτικών ενισχύσεων. Από whiskies και τα παλαιωμένα αποστάγματα, που τα καταναλώνουν τόσο στο σπίτι όσο και έξω.

Η Γενιά Χ αναφέρεται σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ του 1965 και του 1980, δηλαδή στις ηλικίες από 43 έως 58 ετών, και ενηλικιώθηκαν στα χρόνια της επίπλαστης αφθονίας, αλλά και της απίστευτα γρήγορης τεχνολογικής εξέλιξης. Ξέρουν καλύτερα το κρασί και τα ποτά από την προηγούμενη γενιά, συμμετέχουν σε ομάδες οινοφίλων, παρακολουθούν σεμινάρια, επισκέπτονται οινοποιεία εντός και εκτός Ελλάδος, αναζητούν πληροφορίες και κάνουν αγορές από το Διαδίκτυο, χωρίς όμως να αγνοούν τα παραδοσιακά κανάλια και συχνάζουν σε σοβαρά wine bars και μπαρ. Δεκτικοί σε καινούρια ερεθίσματα, απαντούν θετικά στις νέες τάσεις των «φυσικών», «πορτοκαλί» «βιοδυναμικών» και λοιπών κρασιών, χωρίς να γίνονται σημαιοφόροι τους. Δοκιμάζουν κρασιά απ’ όλο τον κόσμο, έχουν αδυναμία στα αφρώδη και τη σαμπάνια, ενώ αναζητούν τα single malts από μικρά αποστακτήρια και ό,τι άλλο ξεχωριστό. Αγαπούν τα κλασικά κοκτέιλ όπως το Negroni και τα aperitivi μετά το γραφείο, ενώ έχουν ανακαλύψει συχνά τα απεριτίφ όπως το Aperol Spritz.

Από τη Γενιά Ζ, η οποία περιλαμβάνει τους γεννημένους ανάμεσα στο 1997 και το 2015, που σημαίνει ηλικίες από 8 έως 26 ετών, πρακτικά μας ενδιαφέρει το τμήμα των 18 και άνω, αφού επισήμως απαγορεύεται η πώληση αλκοόλ σε νεότερους. Τούτη η ηλικιακή ομάδα, λοιπόν, με τα μάλλον περιορισμένα οικονομικά, δεδομένου ότι ακόμα δεν έχει ξεκινήσει –ή μόλις ξεκίνησε– την επαγγελματική της διαδρομή, καθορίζει τις επιλογές της με βάση το διαθέσιμο εισόδημα. Πίνοντας σχεδόν αποκλειστικά εκτός σπιτιού, προτιμά την μπίρα, τα φτηνά αποστάγματα, συχνά χύμα, τα ελαφριά κοκτέιλ και το κρασί σε ποτήρι αν βρεθούν σε μπαρ ή χύμα αν είναι σε ταβέρνα. Όλα τα παραπάνω, προφανέστατα, αποτελούν γενικεύσεις που στηρίζονται στον μέσο όρο και προέρχονται είτε από στατιστικά δεδομένα, όσο ακριβή μπορεί να είναι αυτά, ειδικά στη χώρα μας, είτε από προσωπικές παρατηρήσεις και εκτιμήσεις. Οπότε, αν κάποιος δεν βρίσκει τις δικές του προτιμήσεις μέσα στις ομάδες, ας μη στενοχωρηθεί. Άλλωστε οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.