Στα παραποτάμια δάση και στις καταπράσινες νησίδες του Αξιού ποταμού, εκεί που το βλέμμα ταξιδεύει και ο νους προσπαθεί φευγαλέα να συλλάβει τα χειμαρρώδη μεγέθη αυτής της γεωφυσικής απεραντοσύνης, «θρέφονται» οι ορυζώνες της Κεντρικής Μακεδονίας. Μία καλλιέργεια που ξεκίνησε να ακμάζει από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και σήμερα πλέον καλύπτει το 70-75% της εγχώριας παραγωγής ρυζιού στην Ελλάδα.

«Ευρωπαϊκό ρύζι, φυσική ισορροπία»: με αυτό το σύνθημα το πρόγραμμα EuRice υλοποιήθηκε για μία ακόμα χρονιά, αυτή τη φορά στη χώρα μας και ειδικότερα στη γεννήτορα-παραγωγό Θεσσαλονίκη, σε μία προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει τους καταναλωτές ότι το ρύζι που παράγεται στην Ευρώπη είναι ένα προϊόν ασφαλές, το οποίο καλλιεργείται τηρώντας μία σειρά αυστηρών ευρωπαϊκών κανονισμών.

Ταξιδεύοντας, λοιπόν, στη συμπρωτεύουσα και έχοντας ενημερωθεί εκ των προτέρων για τα απίστευτα μεγέθη που καταλαμβάνουν σήμερα οι ορυζώνες στην ευρύτερη πεδιάδα της δυτικής Θεσσαλονίκης (καλλιεργούνται, εδώ, γύρω στα 250.000 στρέμματα), περιμένω να αντικρύσω εικόνες που θα γεμίσουν τον σκληρό δίσκο της μνήμης μου με εμπειρίες και γνώσεις, αλλά και με άπειρα κλικ που θα κάνουν την οργιάζουσα ομορφιά της φύσης να φλερτάρει απανωτά με τον φωτογραφικό μου φακό. Και όντως, πέφτω μέσα στις προβλέψεις μου. Εκείνο, όμως, που δεν είχα καν φανταστεί είναι ότι η καλλιέργεια του ρυζιού, εδώ, παίζει σημαίνοντα ρόλο και στη βιοποικιλότητα του τόπου αλλά και στην ισορροπία του οικοσυστήματος, καθώς έχουν καταγραφεί διάφορα σπάνια είδη πτηνών όπως και άλλα προστατευόμενα ζώα, μεταξύ αυτών ο ευρωπαϊκός κάστορας αλλά και η ευρασιατική βίδρα!

Στα σιλό των αγροτικών συνεταιρισμών

Σε μία από τις πρώτες μας στάσεις, βρεθήκαμε στην «καρδιά» του οργανισμού που λέγεται ορυζοκαλλιέργεια και χτυπά σε δύο διαφορετικά αλλά πολύ κοντινά μεταξύ τους, σημεία στον κάμπο της Χαλάστρας: Στον Α’ και Β’ αγροτικό συνεταιρισμό της περιοχής, εκεί όπου αποθηκεύονται, επεξεργάζονται και τυποποιούνται χιλιάδες τόνοι ρυζιού προερχόμενοι από τους παραγωγούς- μέλη και έπειτα διανέμονται σε μεγάλα καταστήματα λιανικής πώλησης σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ειδικότερα ο Συνεταιρισμός Α’ εδρεύει σε ένα ιδιόκτητο οικόπεδο 52.000τ.μ., δυτικά της Χαλάστρας και δίπλα στον Αξιό ποταμό, ενώ σήμερα διαθέτει 28 σιλό και αποθήκες συνολικής χωρητικότητας 35.000 τόνων ξηρού προϊόντος, 3 ξηραντήρια με δυνατότητα ξήρανσης 120 τόνων ανά ώρα και μία σύγχρονη μονάδα τυποποίησης και συσκευασίας. Αντίστοιχα, ο Β’ Συνεταιρισμός διαθέτει 4 ξηραντήρια και 42 σιλό των 1000 τόνων, ενώ ο αριθμός των μελών του ξεπερνά τα 500. Οι ποικιλίες ρυζιού που διαχειρίζονται οι δύο συνεταιρισμοί είναι καρολίνα, γλασέ, νυχάκι και μπόνετ (parboiled).

Γευματίζοντας με τη Rice Ambassador Ντίνα Νικολάου

Συνοδοιπόρος μας σε αυτό το ταξίδι, η Rice Ambassador του προγράμματος στην Ελλάδα, Ντίνα Νικολάου η οποία μας υποδέχτηκε στο Κτήμα Αξιού Θέασις και με φόντο την απίστευτη θέα στην κοιλάδα του Αξιού Ποταμού, μας μύησε σε ένα διαδραστικό masterclass, αληθινή ωδή στο ρύζι γλασέ και καρολίνα που ευδοκιμούν στην περιοχή. Ξεκίνησε με μία τερίνα ρυζιού με λαχανικά, πέρασε σε ένα καλοχυλωμένο πιλάφι με χταπόδι και ολοκλήρωσε το ραντεβού μας με ένα κέικ ρυζιού με ινδοκάρυδο και κεράσια.

Μαζί μας στο τραπέζι και ο Πρόεδρος της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης (ΕΑΣΘ), κ. Χρήστος Τσιχήτας όπως και ο Γενικός Διευθυντής της, κ. Κώστας Γιαννόπουλος. Άλλωστε, το πρόγραμμα EuRice υλοποιείται από την ΕΑΣΘ σε συνεργασία με την Ρυθμιστική Αρχή του ρυζιού ΠΟΠ Βαλένθια (Consejo Regulador de la DOP Arroz de Valencia).

«Πέρσι ήταν μία πολύ καλή χρονιά από άποψη παραγωγής», μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Γιαννόπουλος και συμπληρώνει:«Φέτος, ευελπιστούμε να είναι εξίσου καλή αν και οι κλιματικές συνθήκες δεν μας έχουν ευνοήσει. Το καλοκαίρι άργησε να έρθει στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδα και οι πολλές βροχές μας έφεραν καθυστερήσεις. Υπολογίζουμε όμως ότι και φέτος θα κινηθούμε γύρω στα 900-1000 κιλά ρυζιού ανά στρέμμα, με το ρύζι καρολίνα και αυτή την χρονιά να είναι πρώτο σε ζήτηση».

«Το ρύζι στην Ελλάδα», συμπληρώνει ο κ. Τσιχίτας, «είναι κατεξοχήν εξαγώγιμο προϊόν. Το περισσότερο φεύγει έξω: Τουρκία, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή. Ειδικά οι Τούρκοι το διοχετεύουν στις αγορές τους είτε ατόφιο όπως το παίρνουν από εμάς, είτε το αναμιγνύουν με τις δικές τους ποικιλίες για να ενισχύσουν και τις ποσότητες. Από την άλλη, ένας κάτοικος της Μέσης Ανατολής καταναλώνει γύρω στα 14 με 15 κιλά ρύζι το χρόνο ενώ εδώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσό σε ατομικό επίπεδο είναι μόλις 4-6 κιλά ετησίως».

«Γενικά, ο Έλληνας» μας εξηγεί και ο κ. Γιαννόπουλος «δεν έχει την κουλτούρα και τη νοοτροπία να καταναλώνει πολύ ρύζι και αυτό είναι κρίμα γιατί και οικονομικό σαν τρόφιμο είναι για την τσέπη του καταναλωτή και με εξαιρετική διατροφική αξία».

Ινσταγκραμικά ενσταντανέ με το Δέλτα του Αξιού

Μαγευτικά απόκοσμο το τοπίο του υγροβιότοπου στο Δέλτα του Αξιού και με μία ηρεμία που διατάζει επιτακτικά την ψυχή σου να ακολουθήσει τους ρυθμούς εκείνους. Στο βάθος οι ξύλινες καλύβες των ψαράδων και των μυδοκαλλιεργητών και αυτοί ακούσιοι συμμετέχοντες στη ζώνη της θερινής ραστώνης. Και πίσω τους, τα γαλήνια νερά της λιμνοθάλασσας που σταματούν εκεί όπου σταματά το βλέμμα σου.

Μαθαίνω —και εντυπωσιάζομαι— ότι κατά μήκος της παράκτιας ζώνης του Εθνικού Πάρκου Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα, παράγεται το 80-90% των ελληνικών μυδιών, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 30.000 τόνους ετησίως!

Με αυτήν την πληροφορία και με ακόμα περισσότερες εικόνες καταγεγραμμένες στο μυαλό μου αφήνω πίσω μου το Δέλτα του Αξιού και επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, δίνω τον λόγο σε κάποιον άλλον που ξέρω ότι θα τα πει καλύτερα: Τον Luis Armstrong να τραγουδά το «What a wonderful world» με το γρέζι στη φωνή του να κλείνει το ταξίδι το ίδιο μελωδικά όπως και την στιγμή που άνοιξε!