Άλως κατά τους μετεωρολόγους είναι το φαινόμενο αυτό κατά το οποίο, λόγω του ότι πλησιάζουν βαρομετρικά χαμηλά, σχηματίζεται ένα φωτεινό στεφάνι, ένα δαχτυλίδι γύρω από τον ήλιο ή την σελήνη. Στον ευλογημένο όμως, για τα καλούδια του, τόπο της Νάξου και συγκεκριμένα στο ξακουστό χωριό των σμυριδωρύχων, στη Μουτσούνα, η λέξη άλως αποκτά και γαστρονομική ερμηνεία.

Αφήνοντας πίσω μου το πολύβουο λιμάνι του νησιού και κινούμενη προς την ενδοχώρα, με τελικό προορισμό μου την Μουτσούνα, κρύβομαι ανάμεσα στις θηριώδεις βουνοκορφές έως ότου αρχίζω να φλερτάρω γλυκά με την περιπέτεια, δαμάζοντας τα απανωτά ζιγκ ζαγκ της ασφαλτοστρωμένης διαδρομής. Στο διάβα μου, τα συναπαντήματα με αποζημιώνουν: Πρώτα πρώτα, τα φημισμένα για τις γεύσεις και την ομορφιά τους, ημιορεινά και ορεινά χωριά-στολίδια της Νάξου (Χαλκί, Φιλότι, Απείρανθος) και έπειτα η θέα από τα σκουριασμένα βαγόνια του παλιού εναέριου τελεφερίκ που κάποτε φόρτωναν και ξεφόρτωναν τον ορυκτό πλούτο του νησιού, τη σμύριδα, προκειμένου να ταξιδέψει στα μεγάλα λιμάνια όλης της χώρας.

Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το κάδρο και με το φασαριόζικο κυκλαδίτικο αεράκι να στροβιλίζει τα μαλλιά μου, φτάνω επιτέλους στην αμμώδη και γαλήνια αγκαλιά της Μουτσούνας. Κάτι τα φωτεινά χαμόγελα της Ειρήνης, του Κωνσταντίνου και της Λούλας (τα αδέρφια Κώτσου) που με καλωσορίζουν ανεπιτήδευτα και εγκάρδια στο εστιατόριο Alos του κουκλίστικου ξενοδοχείου τους, Ostria Inn, κάτι η χαλαρή καλοκαιρινή αύρα που εκπέμπει ούτως ή άλλως τούτος εδώ ο τόπος, σκέφτομαι- και αναθεωρώ- το βαθύτερο νόημα των θερινών μου διακοπών: τελικά δεν χρειάζομαι και πολλά για να ξεκινήσω θετικά ένα ταξίδι: Μια ανοιχτή και φιλόξενη αγκαλιά, χαλαρή διάθεση και μία θέα καθηλωτική που σου δίνει την αλήθεια του τόπου χωρίς περιττά φτιασίδια και πομπώδεις εξηγήσεις.

Μια ολιστική εμπειρία διακοπών με οικογενειακή παράδοση

Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο θείος των παιδιών που τρέχουν σήμερα ξενοδοχείο και εστιατόριο, σύστηνε στον αδερφό του και πατέρα τους, να λειτουργήσει στο οικογενειακό οικόπεδο, ένα μικρό κατάλυμα για να φιλοξενεί τον κόσμο που φτάνει στο χωριό, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα έπαιρνε την εικόνα που έχει σήμερα. Ενός κατάφυτου παραδείσου δεκαέξι δωματίων και 8 στρεμμάτων που κλείνει το μάτι στη luxury αιγαιοπελαγίτικη αισθητική του σήμερα χωρίς να γυρίζει την πλάτη στην clean cut αρχιτεκτονική του χθες. Ένα αληθινό ησυχαστήριο που σέβεται και αναδεικνύει την ιστορικότητα της περιοχής και χτίζει τη φιλοσοφία του πάνω στις αξίες της βιωσιμότητας.

«Η ανάγκη» ωστόσο «του εστιατορίου, προέκυψε από ένα πιάτο μπιφτέκια με πατάτες», μου λέει γελώντας η Ειρήνη, το πρωτότοκο παιδί της οικογένειας και ενεργή κατ’ επάγγελμα δικηγόρος στην Αθήνα, αναπολώντας εκείνα, τα πρώτα καλοκαίρια του ξενοδοχείου που μαζευόταν η οικογένεια γύρω από το τραπέζι με τη Πολίτισσα γιαγιά Ρουμπίνη να τους ταΐζει τα μοσχοβολιστά, από τον φούρνο της, μπιφτέκια κάνοντας τους πελάτες που περνούσαν εκείνη τη στιγμή απ’ έξω να αναστενάζουν από λαχτάρα. «Η γιαγιά μου πάντα φιλόξενη και κοινωνική, λάτρευε να μοιράζεται τις μαγειρικές της με ξένους. Προσκαλούσε, λοιπόν, τους επισκέπτες μας, να μας κάνουν παρέα στο τραπέζι και έτσι προέκυψε η ταβέρνα του ξενοδοχείου που από την αρχή μέχρι και το 2017 κινήθηκε σε παραδοσιακά ελληνικά μονοπάτια», μου εξηγεί η Ειρήνη.

Από το μποστάνι στο πιάτο μας

Σήμερα, η κουζίνα πατά σε μία πιο δημιουργική και «ψαγμένη» βάση χωρίς ωστόσο να χάνει τον αρχικό προσανατολισμό της στην εντοπιότητα και την εποχικότητα των πρώτων υλών.

Έτσι, λοιπόν, οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, τα αγγουράκια, τα κολοκυθάκια και άλλες εποχιακές λιχουδιές της ναξιώτικης γης που καταλήγουν στα πιάτα των πελατών του Alos, προέρχονται κατά ένα μεγάλο μέρος από τα μποστάνια της οικογένειας Κώτσου (υπάρχει ένα μικρό περιμετρικά των δωματίων του ξενοδοχείου και ένα μεγαλύτερο, στον Άη Λευτέρη όπου βρίσκεται και η φάρμα με ζώα), το ίδιο και οι ελιές και το ελαιόλαδο από τα δέντρα που πλαισιώνουν τα δωμάτια (εδώ το μάζεμα ξεκινά τον Οκτώβρη) ενώ τα ψάρια έρχονται κατόπιν συνεννόησης, από ψαροντουφεκάδες που βουτούν στις Μικρές Κυκλάδες (Κουφονήσια και Δονούσα). Εκτός από το μποστάνι και τις ελιές σε μία γωνιά του ξενοδοχείου υπάρχουν και ζώα (κουνέλια, κόκορες, κότες και λαγοί) τα οποία επίσης εξασφαλίζουν ένα κομμάτι των πρώτων υλών της κουζίνας, ενώ τη γαστρονομική «συμμορία» συμπληρώνουν οι ντόπιοι παραγωγοί: τυροκόμοι, κτηνοτρόφοι, ζυθοποιοί και μελισσοκόμοι.

Κάθε μέλος της οικογένειας έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο στο Alos

Όμως, όλος αυτός ο τοπικός πλούτος που αξιοποιείται σήμερα από την οικογενειακή επιχείρηση των αδερφών Κώτσου, δεν θα ήταν τίποτα αν δεν ανακατευόταν με το μεράκι, την προσωπική φροντίδα και την ατομική συνεισφορά καθενός ξεχωριστά εκ των μελών της οικογένειας. Από τον μπαμπά που ως εξαιρετικός γνώστης των κρεάτων, έρχεται σε επαφή με τους κτηνοτρόφους. διαλέγει τα κρέατα και έπειτα συντονίζει τη διαδικασία κοπής τους, σιτέματος και φιλεταρίσματος (μπαίνει όμως και στην κουζίνα όπου φτιάχνει πληθωρικές αστακομακαρονάδες, ενώ σερβίρει και την πιπεράτη γραβιέρα του η οποία έχει προκύψει κατόπιν ειδικής επεξεργασίας της με θαλασσινό νερό, κατά τη διάρκεια του χειμώνα στο κελάρι) μέχρι τη μαμά που έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου τα πρωινά, τη Λούλα, το μικρότερο παιδί της οικογένειας, που τρέχει το σέρβις, τον μεσαίο αδερφό Κωνσταντίνο που έχει αναλάβει τον συντονισμό της μπάρας αλλά και τον βοσκό και τυροκόμο παππού που φτιάχνει αποκλειστικά για τους πελάτες του εστιατορίου ξινομυζήθρα, ξινοτύρι και ανθότυρο.

Τι δοκίμασα στο Alos;

Ξεκίνησα το πρωινό μου με την αφράτη ομελέτα (από τα αυγά που είχαν μόλις μαζευτεί από το κοτέτσι του ξενοδοχείου) ενισχυμένη από γραβιέρα και ζαμπόν Νάξου και συμπλήρωσα με ένα μπολ από τραγανούς λουκουμάδες τους οποίους και «στόλισα» επιμελώς με θυμαρίσιο μέλι του νησιού. Η χώνεψη με βρήκε ξαπλωμένη στις αναπαυτικές ξαπλώστρες του Ostria Inn, στην κυριολεξία πέντε βήματα κάτω από το εστιατόριο, να χαζεύω τη Δονούσα και να ακούω μόνο τον παφλασμό των κυμάτων, την μελωδία των τζιτζικιών και το θρόισμα των καλαμιών στο βάθος.

Το μεσημέρι άλειψα στην φρεσκο-φρυγανισμένη σπιτική φοκάτσια, μους λευκού ταραμά και έπειτα έμεινα να αναμετρηθώ με τα λιγκουίνι με ταρτάρ γαρίδας, χτένια και μπισκ αλλά και με το ελαφρώς πικάντικο κριθαράκι με τη γαρίδα γάμπαρη, το σαφράν και το τσίλι. Το βράδυ, τίμησα τους κτηνοτροφικούς θησαυρούς του νησιού: Κατσικίσιο μπούτι με σπαστές πατάτες και δεντρολίβανο αλλά και μοσχαρίσιο φιλέτο Νάξου με κρέμα πατάτας, portobello και θυμάρι. Εννοείται ότι δοκίμασα και την ντόπια φρέσκια μπύρα Naxos, αν και συνέχισα την βραδιά μου οινοφιλικά ανακαλύπτοντας την καλά ενημερωμένη wine list υπό τις κατευθύνσεις του Γιώργου Κητή που ανήκει και στην ομάδα του Τανίνη Αγάπη μου. Όσο για το food consulting, αυτό φέρει την υπογραφή της ομάδας των Serial Eaters, ενώ head σεφ στην κουζίνα του Alos είναι ο Νίκος Κουσκούτης.

Και όλα αυτά, κεντράροντας στο πλάνο μου, το βαθύ κόκκινο φεγγάρι που έβγαινε ερμητικά, θαρρείς μέσα από τα βάθη της θάλασσας, πλαισιωμένο από εκατομμύρια αστέρια. Στο βάθος ακούγονταν διακριτικά από το ηχείο οι μελωδίες της Λένας Πλάτωνος και της Σαββίνας Γιαννάτου, ενισχύοντας περισσότερο το καρτοποσταλικό ρομάντζο της βραδιάς. «Να σηκωθείτε αύριο στις 5.15 το πρωί, να πιάσετε την ανατολή του ήλιου από την αρχή, την ώρα που σκάει ακριβώς μπροστά από το ξενοδοχείο», με προέτρεψε η Λούλα. Δεν κατάφερα να ξυπνήσω εγκαίρως και το μετάνιωσα. Αλλά είναι πάντα ωραίο να αφήνεις ανοιχτούς λογαριασμούς με τόπους και ανθρώπους που θέλεις να ξανασυναντήσεις.

info
Alos, Ξενοδοχείο Ostria Inn, Παραλία Τηγάνι, Μουτσούνα, Νάξος, Τηλ.: +30 22850 68235, +30 694 400 2546