Σε απόσταση περίπου δύο ωρών από την Αθήνα και μόλις δέκα λεπτών από το κοσμοπολίτικο Ναύπλιο, συναντάμε ένα μικρό χωριό με καταγάλανη θάλασσα, αμμώδη παραλία, καλοφτιαγμένους για περπάτημα δρόμους, εξαιρετικής ποιότητας και φροντίδας φαγητό. Βρισκόμαστε ήδη στο Τολό. Σε έναν προορισμό που μπορούμε να επισκεφτούμε όλον τον χρόνο αλλά αξίζει περισσότερο από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου.

Αφορμή της επίσκεψης μας το Τοπικό Φεστιβάλ Γαστρονομίας και τέταρτος σταθμός του «Peloponnese Food Stories» . Η ευκαιρία να γνωρίσουμε τα προϊόντα της αργολικής γης ξεδιπλώνεται μπροστά μας και ο ουρανίσκος μας αρνείται να αντισταθεί σε αυτή την απολαυστική πρό(σ)κληση.

Στα χωράφια της Αργολικής Γης…
Πρωταγωνιστούν οι αγκινάρες. Η «Αγκινάρα Ιρίων», προϊόν ΠΓΕ από το 2018, καλλιεργείται στο ομώνυμο χωριό πλησίον του Ναυπλίου και συγκροτεί το 80% της παραγωγής αγκινάρας που καλλιεργείται στα εγχώρια εδάφη ετησίως. Μπορεί η συγκομιδή της να γίνεται κυρίως στις αρχές Μαΐου – με τις τοπικές αρχές να διοργανώνουν την εξίσου φημισμένη «Γιορτή της Αγκινάρας», όμως, οι κάτοικοι της Αργολίδας έχουν βρει αρκετούς τρόπους να την διατηρούν φρέσκια για μεγάλο χρονικό διάστημα και να την συνδυάζουν με αρκετά φαγητά που ετοιμάζουν στην κατσαρόλα, στον φούρνο ή την σχάρα. Η σπουδαιότητα και πολυχρηστικότητα της εν λόγω αγκινάρας άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστή από το 2013, χρονιά, κατά την οποία, η Νίκη Τσεκούρα (παραγωγός ) εξέδωσε το βιβλίο της με τίτλο: «Αγκινάρα, ο θησαυρός της γης των Ιρίων». Στις σελίδες του, ξεδιπλώνονται αρκετές συνταγές, αλλά και μερικά ιστορικά στοιχεία, τα οποία μοιράστηκε μαζί μας στην ολίγων λεπτών τετ-α-τετ συνάντηση μας στο λιμάνι του Τολού. «Το προϊόν που έκανε την εμφάνιση του στην αργολική γη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου φημίζεται για τις φαρμακευτικές και θεραπευτικές του ιδιότητες και πρέπει να το εντάξουμε όλοι στη διατροφή μας. Πρέπει να σκύψουμε με σεβασμό πάνω σε αυτό το λαχανικό που μέσα στα χρόνια έχει συμβάλει καθοριστικά στον γαστρονομικό τουρισμό των Ιρίων», επισημαίνει η ίδια.

Οι παραγωγοί της Αργολίδας αγαπούν τις γκόγκες. Αν και αρκετοί συνεχίζουν να τις αποκαλούν και γκόγκιζες, η ιστορία τους και ο τρόπος που τις απολαμβάνουμε παραμένει ίδιος. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό είδος ζυμαρικών, το οποίο σερβίρεται συνήθως ως κυρίως πιάτο και, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία ήρθε στην Πελοπόννησο γενικότερα και στην Αργολίδα ειδικότερα από τους Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Η παρασκευή τους, όπως μας εξήγησαν οι παραγωγοί της, είναι απλή. Νερό, αλεύρι, αλάτι. Αυτά είναι τα τρία συστατικά που χρειαζόμαστε για να φτιάξουμε τα ζυμαρικά με το χαρακτηριστικό κυλινδρικό σχήμα και την πλούσια γεύση που αφήνουν στον ουρανίσκο. Οι γκόγκες άρχισαν να μαγειρεύονται εντός της Πελοποννήσου περί το τέλος του 14ου αιώνα από τους Αρβανίτες, οι οποίοι μεταναστεύουν στην Ελλάδα, γίνονται μισθοφόροι του Δεσποτάτου του Μορέα και πολεμούν στο πλευρό του του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Οι γκόκες δεν λείπουν από το τραπέζι των Πελοποννησίων την Κυριακή της Τυρίνης – καθώς είναι άμεσα συνυφασμένες με το έθιμο της Αποκριάς – ενώ μπορείτε να τις απολαύσετε όλο τον χρόνο δίπλα από σιγοβρασμένα κρεατικά.

Η Αργολίδα φημίζεται, επίσης,  για τον καλομαγειρένο τραχανά της – ένα πιάτο πλήρες γεύμα, ιδανικό για τις μέρες που η θερμοκρασία πέφτει. Μάλιστα, στην Πελοπόννησο δεν τον μαγειρεύουν απλά, αλλά τον «πνίγουν» σε χαμηλή φωτιά, απαλές περιστροφικές κινήσεις και ασταμάτητο ανακάτεμα. Μόλις τα υλικά «δέσουν» και το μείγμα αγγίξει την κατάλληλη θερμοκρασία, ο τραχανάς που στο Τολό – και όχι μόνο – τιμούν, είναι έτοιμος. Εμείς δοκιμάσαμε μία κουταλιά και κατευθυνθήκαμε προς το επόμενο σημείο του Φεστιβάλ. Εντάξει, τραβήξαμε και μερικές φωτογραφίες από τη στιγμή του «πνιξίματος», γιατί στη γαστρονομία μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις και μία κουταλιά με αμέτρητες γεύσεις.

Και μιας και βρισκόμαστε κοντά στο λιμάνι, επιβιβαζόμαστε νοητά – ίσως και κανονικά – και η πυξίδα μάς κατευθύνει στο Δασκαλειό, ένα μικρό ακατοίκητο νησί, το οποίο, όμως, μας επιφυλάσσει μία γαστρονομική έκπληξη. Κάππαρη, όπως μας αποκαλύπτει η Μάνια Δεδέα. Ο ανθός κάππαρης φυτρώνει στους τοίχους, τα χαλάσματα και τα πετρώδη σημεία του μικρού νησιού με τα γαλαζοπράσινα νερά όλον τον χρόνο με τον καρπό, τα μπουμπούκια και τη ρίζα του να συλλέγονται στις αρχές του Μαΐου για μερικές εβδομάδες. Ένας κρυμμένος διατροφικός θησαυρός, ο οποίος, όπως μας υπενθυμίζουν στο Φεστιβάλ, δεν έχει την ίδια γεύση με την κάππαρη που παράγεται σε άλλα σημεία της χώρας.

Οι πάγκοι συνεχίζουν να ανατροφοδοτούνται με το λιμάνι του αργολικού θέρετρου να αποκτά σταδιακά γλυκιά γεύση. Δίπλα μου βλέπω μαρμελάδες και γλυκό του κουταλιού. Και όχι σε μία μόνο εκδοχή. Φραγκόσυκο, μανταρίνι, ελιά, φιστίκι, πορτοκάλι, φράουλα, λεμόνι, κολοκύθα, κουφέτο, τριαντάφυλλο σε γλυκό του κουταλιού ή μαρμελάδα με την υπογραφή του «Σπιτικό», μία μικρή – αλλά ξακουστή – αργολική μονάδα παραγωγής, «φλερτάρουν» με τον ουρανίσκο μου. Ενώ, ο ντόπιος φυσικός χυμός λεμονιού και ροδιού με πορτοκάλι από την Ερμιόνη μού «κλείνει» θρεπτικά το μάτι. Εγώ, όμως, λέω να ενδώσω στη βραβευμένη γευστική πρόταση της «Μαργαρίτας», η οποία αξιοποιώντας ορθά τις πρώτες ύλες από το μποστάνι και τον τόπο της έχει δημιουργήσει πεντανόστιμα προϊόντα με τομάτα, όπως σάλτσα, συσκευασμένο χυμό και μαρμελάδα. Μία κουταλιά από τη φημισμένη μαρμελάδα της  είναι ιδανική για να συνοδεύσω την πιπεράτη ή με τρούφα γραβιέρα από το Τυροκομείο «Ρόζης». Όλα αυτά μέχρι οι παραδοσιακοί χοροί του Φεστιβάλ να τελειώσουν και εμείς να κατευθυνθούμε προς το κυρίως του ταξιδιωτικού μενού μας.

Πού τρώμε στο Τολό;
Αν και μικρό, το Τολό διαθέτει αρκετά μαγαζιά με σπιτικό και κυρίως νόστιμο φαγητό. Αν βρεθείτε στο μικρό αυτό χωριό – ακόμα και για μία μονοήμερη εκδρομή από το Ναύπλιο – να κάνετε μία στάση στον «Όρμο». Το παραθαλάσσιο εστιατόριο της Άννας Πλιάτσικα ξεχωρίζει για την «καλοκουρδισμένη» κατσαρόλα του, τις γευστικές του προτάσεις, τη φιλοξενία και την ηρεμία που προσφέρει σε όποιον καθίσει σε μία από τις καρέκλες του, οι οποίες βρίσκονται ένα βήμα – κυριολεκτικά – από τη θάλασσα. Η Άννα είναι ένας άνθρωπος με όραμα, ταλέντο και διάθεση να εξελίσσεται. Τα πιάτα της, τα οποία επιμελείται η ίδια και η μικρή ομάδα της, ετοιμάζονται καθημερινά στην «ανοιχτή» κουζίνα της. Πόσο μου αρέσει όταν στο σημαντικότερο δωμάτιο ενός εστιατορίου η πόρτα είναι ανοιχτή ή δεν υφίσταται καν και ο επισκέπτης μπορεί να παρατηρήσει τη διαδικασία προετοιμασίας του φαγητού, το οποίο εντός ολίγων λεπτών καταλήγει στο τραπέζι του – με ντόπιες πρώτες ύλες και φρέσκα υλικά. Βασικά τους, όμως, συστατικά – και μυστικό της επιτυχίας – δεν είναι άλλα από το μεράκι της Άννας, η ατέρμονη διάθεση της να ανακαλύπτει νέες γεύσεις, η αγάπη που προσθέτει σε κάθε πιάτο της και το αίσθημα φιλοξενίας που επιδεικνύει σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος την τιμά – όπως λέει και η ίδια – με την επιλογή του να καθίσει στο γαστρονομικό της κουτούκι.

Από τα ορεκτικά και τους μεζέδες, ξεχωρίζουν οι χειροποίητες μπακαλιαροκροκέτες με παξιμάδι και τζίντζερ που συνοδεύει με δροσιστική σος ταρτάρ με κάππαρη από την περιοχή, μαγιονέζα, κρεμμυδάκι ξερό, λεμόνι και αγγουράκι τουρσί, η σαλάτα ψητών λαχανικών, η οποία αποτελεί μία αυτόνομη γευστική πρόταση για αποτοξίνωση, αλλά και το τυροπιτάρι – χωρίς ίχνος λαδιού, με την αεικίνητη Άννα να γυρίζει για έναν χρόνο τους φούρνους της Αθήνας μέχρι να μάθει το μυστικό που θα κάνει το τυροπιτάρι της σαν ψητό, αν και ετοιμάζεται στο τηγάνι με σπιτική μαρμελάδα ντομάτας. Το χταπόδι στιφάδο σιγοβράζει για τρεις ώρες στο ζωμό του και λιώνει στο στόμα, όσο η ψητή λεμονάτη σαρδέλα με ελαιόλαδο και μέλι μάς υπενθυμίζει ότι το φαγητό είναι κυρίως συναίσθημα. Η κρασάτη, επίσης, σουπιά (από ψαρά της περιοχής) με πράσο κερδίζει κάθε κατεργάρη που θα βρεθεί στον «Όρμο». Μην φύγετε χωρίς ένα κομμάτι από την εθιστική πορτοκαλόπιτα ή την καρυδόπιτα με φρέσκια κρέμα πατισερί.

Ένα λικέρ αρμπαρόριζα και φύγαμε για την «Ρόμβη», ένα μαγαζί – στέκι όσων αγαπούν την μεσογειακή κουζίνα και τα καλομαγειρεμένα φρέσκα θαλασσινά. Αν παρατηρήσει κανείς την σχεδόν μηδενική απόσταση που χωρίζει τα μπροστινά τραπέζια από τη θάλασσα – βρίσκονται πάνω στην άμμο -, μπορούμε να πούμε ότι τα ψαρικά της «Ρόμβης» από τη στιγμή που ψαρεύονται χρειάζονται περίπου τριάντα λεπτά να καθαριστούν και να μαγειρευτούν με τον παραδοσιακό τρόπο και τη συνοδεία λεμονιού. Κι έτσι είναι. Από το μενού της, ξεχωρίζουν, εκτός από τα θαλασσινά κάθε είδους, οι φρέσκιες πράσινες σαλάτες και τα ψητά ή βραστά λαχανικά, που – μεταξύ μας – μια χαρά και θρεπτικά συνοδεύουν την τσιπούρα και όχι μόνο.

Για βραδινή έξοδο στο Τολό, κάντε μία στάση στα «Λειμώνια», ένα εστιατόριο με πανέμορφη – και καταπράσινη – αυλή, το οποίο φημίζεται για τα παραδοσιακά κρεατικά του. Από τα τελευταία, σας προτείνουμε τα καλοψημένα της ώρας και την κλασική γουρνοπούλα, παραδοσιακό κρεατικό της Πελοποννήσου. Από τα πρώτα του μενού, η σπανακοτυρόπιτα και το ογκρατέν με ζυμαρικά ξεχωρίζουν για τη μεστή τους γεύση. Παράλληλα, το εστιατόριο της «Μαρίας» δίνει γκουρμέ διάσταση σε κάθε θαλασσινό και μεταμορφώνει κυρίως και ορεκτικά υπό το φως του φεγγαριού που απλώνεται στην επιφάνεια της θάλασσας. Η σεφ Νικολέτα Ταλαγάνη και η ομάδα της έχουν δημιουργήσει ένα μενού υψηλών προδιαγραφών με το ιδιαίτερο μπουγιουρντί με το μοντέρνο του twist και τη συνοδεία φρέσκιας ντομάτας, το καπνιστό κολοκύθι, τα σπαράγγια με προσούτο και μοτσαρέλα να ξεχωρίζουν δίπλα στα θαλασσινά της.

Όλα δένουν πιο καλά με (λίγο) κρασί
Στο δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα, κάνουμε στάση και χαρίζουμε στους γευστικούς μας κάλυκες μία ξεχωριστή οινική εμπειρία. Το Οινοποιείο Κορωνιώτη προσφέρει στον οινόφιλο ταξιδιώτη μία διαφορετική  εμπειρία στη μονάδα παραγωγής, αλλά και στον απέραντο αμπελώνα του, ο οποίος απλώνεται σε δύο κορυφαίες αμπελουργικές ζώνες, της Νεμέας και της Μαντινείας.

Ο Κυριάκος Κορωνιώτης, με σπουδές σε Αγγλία και Ολλανδία και επαγγελματικό βίο επικεντρωμένο στη γεωπονία πραγματοποιεί εκπαιδευτικές «οινοξεναγήσεις», οι οποίες περιλαμβάνουν επισκέψεις και γνωριμία με το αμπέλι, από το οποίο δημιουργείται το μεθυστικό κρασί του κτήματος, πληροφορίες σχετικά με τις ποικιλίες του και νέα στοιχεία γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο του κρασιού, του ποτού που στη χώρα μας έχει συνδεθεί με συναισθήματα απόλαυσης και χαράς. Το πρόγραμμα των ξακουστών «οινοξεναγήσεων» συμπληρώνει το απαραίτητο Wine Pairing με φρέσκα μεζεδάκια και δοκιμή πέντε διαφορετικών κρασιών υψηλής ποιότητας και χαρακτηριστικής μεταλλικότητας. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει τα κρασιά του οινοποιείου στην αίθουσα γευσιγνωσίας η οποία βρίσκεται σε συνέχεια του χώρου των δεξαμενών οινοποίησης, έχοντας αποκτήσει την εμπειρία του τρόπου που οινοποιείται και εμφιαλώνεται το κρασί με την καθοδήγηση του ίδιου του οινοποιού.

Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να φορέσετε τη χαλαρή σας διάθεση, να αφήσετε την οικογένεια Κορωνιώτη να γεμίσει το ποτήρι σας, να το ανακινήσετε, να του προσφέρετε τη σωστή θερμοκρασία και να χαθείτε σε ένα αρωματικό ταξίδι στον κόσμο του ασύρτικου, του αγιωργίτικου, της μαλβάζιας, του μοσχοφίλερου και του απαλού ροζέ. Στη Υγειά μας!

*Ευχαριστούμε πολύ την Περιφέρεια Πελοποννήσου για την πρόσκληση και την ευκαιρία να μυηθούμε στον γαστρονομικό πλούτο της Αργολίδας.