«Έφαγες πουθενά καλά τον τελευταίο καιρό;» είναι η πιο συχνή ερώτηση που ακούω τα τελευταία πολλά χρόνια. Φυσικά η απάντηση είναι θετική, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, κάποιο από όλα τα μαγαζιά που επισκεφθήκαμε θα είχε καλό φαγητό. Όμως, στ’ αλήθεια, τι σημαίνει το «έφαγες καλά» και σε τι μεταφράζεται;

Αισθάνομαι πάντοτε την ίδια αδυναμία να απαντήσω, ακόμη και σε πολύ κοντινούς φίλους, πόσω δε μάλλον σε απλούς γνωστούς. «Θέλουμε να φάμε κάπου στο κέντρο, πού να πάμε;» ακούω φωνή στο κινητό να με ρωτάει γύρω στις 7.00 το απόγευμα και φυσικά η ερώτηση αφορά στην ίδια μέρα, μια ώρα μετά. Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω, θέλω να φωνάξω, αλλά προφανώς δεν το κάνω, γιατί έχω και μια αγωγή και έναν επαγγελματισμό. Αντ’ αυτού αρχίζω ερωτήσεις εν είδει πολυβόλου: «Πόσοι θα είστε, σε τι ηλικίες, ρομαντικό ή παρεΐστικο δείπνο, επαγγελματικό ή προσωπικό, ποια κουζίνα αγαπάτε, τι είδους μαγαζί θέλετε, πόσα είστε διατεθειμένοι να πληρώσετε, θα είστε ντυμένοι casual ή ψιλοεπίσημα, θέλετε σοβαρή λίστα κρασιού, κοκτέιλ, μπίρες ή κάτι άλλο;» είναι κάποια από τα ερωτήματα που θέτω, τα οποία όμως σπανίως λαμβάνουν απαντήσεις και ακόμη σπανιότερα αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα.

Κι όμως, αυτό που αρέσει σε μένα δεν θα αρέσει απαραίτητα σε κάποιους φίλους, ούτε τα χρήματα που προσωπικά πιστεύω ότι αξίζει να πληρώσω σε κάποιο εστιατόριο για την απόλαυση και την εμπειρία δεν ανταποκρίνονται στον προϋπολογισμό της παρέας.
Αν, για παράδειγμα, την προηγουμένη της ερώτησης έχω εκστασιαστεί από τη δημιουργικότητα και τη διαχείριση υλικών και γεύσεων σε ένα fine dining εστιατόριο, θα το θεωρούσατε τίμιο να σας στείλω εκεί, κι ας κοστίζει πάνω από 100 ευρώ το άτομο; Ή, αν έχω περάσει ένα φανταστικό μεσημεροαπόγευμα σε ένα καφενείο σε κάποια γειτονιά off off off Broadway, με ολόφρεσκο μικρόψαρο, συννεφένιο τηγάνι και άψογο γελαστό σέρβις, θα το αντέχατε να πάτε μέχρι εκεί και μάλιστα να περάσετε τόσο καλά όσο κι εγώ;

Αν ενθουσιάζομαι με δύσκολα θαλασσινά, με πατσά ψαρίσιο, αυγά ψαριών, γιακάδες, μάγουλα και κεφάλια, διάφορα ωμά και αχνιστά; Αν βρέθηκα σε φοβερή ταβέρνα με τον καλύτερο μπακαλιάρο σκορδαλιά ή στο ινδικό που χρόνια έψαχνα και τελικά το βρήκα ή το μεξικάνικο του γούστου μου; Θα πάτε; Ή θα μου σέρνετε τα εξ αμάξης γιατί είναι καυτερά, αλμυρά, πικάντικα, έντονα, μυστήρια, περίεργα, κακομούτσουνα, λιπαρά, νηστίσιμα ή ό,τι τέλος πάντων;

Το έχω ζήσει άπειρες φορές, εκεί που μιλώ εκστασιασμένη για την ισορροπία μεταξύ οξύτητας, καυτερού, γλύκας, αλμύρας και πικρού, με τις υφές να διαδέχονται η μία την άλλη και άλλα μαγευτικά, να με διακόπτει η φίλη για να με ρωτήσει απολύτως γειωτικά: «για τον μικρό θα έχει καμιά μακαρονάδα ή μπιφτέκι»;

Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Όταν διαβάζουμε μια κριτική, μπαίνουμε στον κόπο να καταλάβουμε «τι εννοεί ο ποιητής». Δεν περιμένουμε στο fine dining εστιατόριο μεγέθη μερίδας ταβέρνας, ούτε στο καφενείο κολονάτα ποτήρια και λίστα κρασιού. Στο εστιατόριο με το μενού των 10 πιάτων δεν θυμώνουμε γιατί δεν έχει ειδικά πιάτα για παιδιά ούτε τα απαιτούμε και στο οικογενειακό μαγέρικο δεν περιμένουμε να έχουν και να μας ψήσουν σωστά τα ειδικής κοπής εισαγόμενα κρέατα.

Εν ολίγοις, ο κάθε χώρος έχει τον δικό του κώδικα και βάσει αυτού κρίνουμε. Δεν βαθμολογούμε μια ταβέρνα με προδιαγραφές εστιατορίου ούτε περιμένουμε κερασματάκια στο υψηλής εστίασης βραβευμένο που επιλέξαμε για την επέτειό μας.

Και, κυρίως, δεν πιστεύουμε και δεν περιμένουμε ότι όλοι έχουμε τα ίδια γούστα και την ίδια διάθεση 24/7. Το καλύτερο για τον φίλο μας μπορεί να είναι το χειρότερο για εμάς, και το πιο φιλικό περιβάλλον που εκτιμούμε μπορεί να θεωρηθεί προσβλητικό σε κάποιον άλλον.

Επιλέγοντας να διαβάσουμε επαγγελματικές κριτικές, λοιπόν, έχουμε κατά νου κάποια στοιχεία: Ποιος είναι αυτός που υπογράφει την κριτική, αν τον έχουμε ξαναδιαβάσει και αν έχουμε δοκιμάσει κάποια από τις προτάσεις του για να δούμε αν ταιριάζουν τα γούστα μας. Βλέποντας τις περιγραφές χώρου, πιάτων και τιμών αντιλαμβανόμαστε πού περίπου κινείται το μαγαζί και αν ταιριάζει με αυτό που ψάχνουμε. Εάν έχουμε κάτι στον νου μας, καλύτερα να πάμε εκεί γιατί οτιδήποτε άλλο θα μας φανεί λιγότερο και φτωχότερο.

Εάν τελικά πάμε κάπου, δεν τα βάζουμε με το προσωπικό γιατί ματαιώθηκαν οι προσδοκίες μας. Εάν πάλι δεν αντέχουμε τις ματαιώσεις, δεν δοκιμάζουμε νέες εμπειρίες. Άλλωστε, αν δεν δοκιμάσεις, όπως και στη ζωή, πώς θα βρεις τον μεγάλο έρωτα;