Πόσο αριστοτεχνικά το έχουν δείξει οι μεγάλοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου! Η πιο στυφή απόγνωση προσώπων, η πιο άρρητη μοναξιά ζευγαριών, η πιο μεγεθυμένη οκνηρία φίλων, εμφανίζονται σε αίθουσες άδειων (ή μισοάδειων) εστιατορίων.

Συζητήσεις σε έρημα τραπέζια, κουβέντες σε υποφωτισμένα cafés, αργοί διάλογοι με φόντο άδεια καθίσματα. Τα εστιατόρια, σκέφτομαι, σχεδιάστηκαν για να ’ναι χώροι κοινωνικής συνάθροισης, άξονες τρυφερής επικοινωνίας, επίκεντρο μεγάλων ερώτων και μικρών διαπροσωπικών σχέσεων.

Όλα τα μέρη που προϋποθέτουν τη μαζική συγκέντρωση, την ενότητα ενός (ετερόκλητου έστω) πλήθους, βαραίνουν μουγκά στην κενότητά τους (πόση θλίψη κουβαλούν τα άδεια γήπεδα και τα κενά στάδια…).

Στα εστιατόρια δεν συντελείται η ιδιωτική απόλαυση του φαγητού, αλλά η κοινωνική διαδικασία της συνεύρεσης, κάτω από την προσχηματική ιεροτελεστία της γεύσης. Το πιάτο δεν περιλαμβάνει μόνο τα ενοποιημένα υλικά, τη συμμετρία της εμφάνισης και την αρμονία της γεύσης, αλλά συντίθεται και από την κρυφή ανάσα των συνδαιτυμόνων, τη θαλπωρή της μικρής βαβούρας, το πνιχτό γέλιο του διπλανού. Το συναίσθημα της διάχυτης ηδονής των άλλων αποτελεί προστιθέμενη αξία στην προσωπική ευχαρίστηση.

Η γευστική εμπειρία –στον δημόσιο χώρο του εστιατορίου– είναι πάντα ενεστώτος χρόνου και πληθυντικού αριθμού. Μπορείς να απολαύσεις ένα μεγάλο πιάτο σε μαυσωλείο; Μπορείς να εκτιμήσεις μια σπουδαία δημιουργία στο μέσον της ερήμου ή στο κέντρο μιας μεγάλης, άδειας πλατείας;

Ίσως γι’ αυτό είμαστε επιεικείς (και ευτυχείς) σε άθλια, ξεχειλισμένα κουτούκια ή μέσα στα ατελείωτα στίφη των fast foods. Ο συνεπής γαστρονόμος –ως ιδιότυπος κοινωνιολόγος– θα επέλεγε, εντέλει, το άδειο στομάχι από τον άδειο χώρο, κι αυτό αποδεικνύει όχι μόνο την κοινωνικότητα της τροφής, αλλά και το ότι η πείνα συναρτάται τόσο με έλλειψη φαγητού όσο και με στέρηση επικοινωνίας. Η δεδομένη μοναξιά των ποιητών εκφράζεται μέσα από γραπτές καταθέσεις, ενώ η σύστοιχη μοναξιά αυτού που τρώει μόνος, δεν καταλείπει παρά την πικρή γεύση στο στόμα.

Ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι ίσως ο Έλληνας που έχει επισκεφθεί τα περισσότερα βραβευμένα και μη εστιατόρια ανά τον κόσμο. Πριν από λίγα χρόνια, το alter ego του, ο Απίκιος, αποχώρησε από τη σκηνή. Άφησε ωστόσο συμβουλές προς νέους κριτικούς εστιατορίων στο τελευταίο βιβλίο του.

Το κείµενο που δηµοσιεύουµε είναι από το βιβλίο «Απίκιος Απαντα», εκδ. Μελάνι, 2007.

Φωτογραφία: Edward Hopper

 

Δείτε επίσης:
Γιατί δεν σερβίρουν τηγανητές πατάτες τα «καλά» εστιατόρια; Η Θάλεια Τσιχλάκη απαντά.

Δύο νέα αστέρια Michelin σε εστιατόρια της Αθήνας

Comfort ελληνικό food ή απλά γνήσια ελληνική κουζίνα; O Μανώλης Παπουτσάκης απαντά.