Με βαθιά προσήλωση στα καλούδια της Καλύμνιας γης και προσωπικό μεράκι στην ανεύρεση αγνών προϊόντων πολλών άλλων περιοχών της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας, ο Πέτρος Τηλιακός και η Μαριάννα Πουλλά, εδώ και πέντε χρόνια, μας δίνουν, καθημερινά, επιπλέον λόγους για να αισθανόμαστε περήφανοι για τους ανθρώπους που ζουν και δραστηριοποιούνται στην ακριτική Ελλάδα.

Το Εναλλακτικό Παντοπωλείο» τους, που λειτουργεί όλο τον χρόνο στην πρωτεύουσα της Καλύμνου και σε έναν από τους πιο κεντρικούς -και αναπτυσσόμενους- πεζοδρόμους της πόλης, ενώνει στα ράφια του τις προσπάθειες δεκάδων μικρών Ελλήνων παραγωγών, από κάθε γωνιά της χώρας, φέρνοντας στο νησί, πνοή στεριάς και θάλασσας από την κεντρική και τη βόρεια Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.

Γεύσεις και αρώματα Ελλάδας στο νησί των σφουγγαράδων

Η πρόθεση της Μαριάννας και του Πέτρου, ήταν από την αρχή ξεκάθαρη σε ότι έχει να κάνει με τον προσανατολισμό του μαγαζιού. «Δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα ακόμα κατάστημα με είδη σούπερ μάρκετ. Στόχος μας εξ’ αρχής, ήταν να αναζητήσουμε τις οικοτεχνίες, τους συνεταιρισμούς και τις μικρές τοπικές επιχειρήσεις ανά την Ελλάδα, με παραγωγούς που είχαν νόστιμα και ενδιαφέροντα προϊόντα και που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στα ράφια μας, χωρίς μεσάζοντες. Κοινώς, είχαμε στο νου μας ένα εναλλακτικό παντοπωλείο» μου λέει, λύνοντάς μου την απορία για το πώς προέκυψε η ονομασία.

Η κουβέντα διακόπτεται, καθώς στο μαγαζί μπαίνει μία πελάτισσα και η Μαριάννα της προσφέρει ένα από τα μελομακάρονα με μελάσα που πριν από λίγο έβγαλε από το φούρνο του σπιτιού της και έφερε ως κέρασμα στο μαγαζί. Και μπορεί η πελάτισσα να γέμισε με γλύκα το στόμα της, με γλύκα όμως γέμισε και το δικό μου βλέμμα αντικρίζοντας τα πολύχρωμα και πολυσυλλεκτικά ράφια του παντοπωλείου. Ανάμεσα στους μικρούς θησαυρούς του, διακρίνω με ευκολία: Όσπρια από Πρέσπες, ρύζια από Σέρρες, ζυμαρικά από Κρήτη και Ρόδο, αμύγδαλα και καρύδια από Δομοκό και Πέλλα, άλευρα από Λαμία και Θεσσαλία, αλείμματα ξηρών καρπών από Ξάνθη, παξιμάδια από Κρήτη και Θεσσαλία, ελαιόλαδο (και με κρόκο Κοζάνης) από Μεσολόγγι και τέλος, κρασί αρμένικο από ρόδια, από μία οικογένεια Αρμενίων που ζει στην Αθήνα (κρασί φέρνουν επίσης και από τη Σίφνο, τη Σέριφο, τη Σύρο, την Ικαρία και από άλλα νησιά).

Σε όλη αυτή, ωστόσο, την προϊοντική πολυφωνία, η πιο…ηχηρή παρουσία είναι αυτή των μικρών παραγωγών της Καλύμνου που δε σταματούν να στηρίζουν σταθερά το όραμα της Μαριάννας και του Πέτρου. Ο γυναικείος συνεταιρισμός “Kalymnos sea food” στολίζει τα ράφια του Εναλλακτικού Παντοπωλείου, με τα αλίπαστά τους (όλα καπνιστά) τα οποία προμηθεύονται από τους ντόπιους ψαράδες. Μεγάλη ζήτηση, όπως μαθαίνω, έχουν ο λευκός τόνος, το σκουμπρί, το χταπόδι και φυσικά το αυγοτάραχο του ξιφία. «Μέχρι και από την Αλάσκα μας έχουν τηλεφωνήσει για να παραγγείλουν τα αλίπαστά μας και εμείς τα έχουμε αποστείλει με μεγάλη χαρά» συμπληρώνει εμφατικά η Μαριάννα. Εκτός όμως από τα αλίπαστα, το νησί τους προμηθεύει με βότανα από τα βουνά, μέλι, πρόπολη και κηραλοιφές, χειροποίητα σαπούνια, κάποιες φορές εσπεριδοειδή (ανάλογα με την εποχή) και με τυριά (φέτα, γραβιέρα και κοπανιστή μυζήθρα) από το τοπικό τυροκομείο.

Από διευθυντική θέση σε τράπεζα στον πάγκο του μπακάλικου

Ο δρόμος που βρίσκεται το παντοπωλείο οδηγεί εκτός από το κεντρικό λιμάνι του νησιού, και σε ένα άλλο μικρότερο λιμανάκι στο οποίο έδεναν κατά το παρελθόν, τα καΐκια που μετέφεραν προϊόντα από άλλα νησιά. «Αυτό πλέον δεν το συναντάμε στο νησί. Το έκανε ο πατέρας μου, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 όταν ασχολούνταν και ο ίδιος με το θαλασσινό εμπόριο. Είχε καΐκι και ταξίδευε από την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Κύπρο. Όργωνε όμως και όλο το Αιγαίο, φέρνοντας πατάτες από τη Νάξο αλλά και καρπούζια και ντομάτες από την Κω». Εγκαταλείποντας, αργότερα, το καΐκι, η οικογένεια της Μαριάννας επικεντρώθηκε στο εμπόριο, αυτή τη φορά στη στεριά, με τη μαμά της (και νωρίτερα τη γιαγιά της), να παραμένει πίσω από τον πάγκο του μπακάλικού τους, μέχρι και τα 84 χρόνια της, όταν πλέον εγκατέλειψε λόγω δυνάμεων. «Εκεί μέσα μεγαλώσαμε με τον αδερφό μου» θυμάται η Μαριάννα. «Πώς θα μπορούσα να ξεφύγω από αυτό που κάποτε φύτρωσε σαν σπόρος μέσα μου και δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει ακόμα και όταν η ζωή με οδήγησε για πολλά χρόνια να δουλεύω ως υπάλληλος (και ύστερα ως διευθύντρια) σε ένα τραπεζικό κατάστημα εδώ στο νησί;» μου λέει.

Την ίδια στιγμή, χαμογελά, καθώς θυμάται μία συνομιλία που είχε παλαιότερα με έναν συνάδελφό της στην τράπεζα ο οποίος καλλιεργούσε και έφερνε μαζί του στο νησί, ρεβύθια και φακές από το χωριό του, στο Δομοκό. «Όταν φτιάξω το μαγαζί των ονείρων μου θα μου στέλνεις τα όσπριά σου;» τον είχα ρωτήσει τότε μου λέει η Μαριάννα. Λίγα χρόνια μετά η δήλωσή της αυτή, όχι απλά αποδείχτηκε προφητική, αλλά πλέον έφερε και μία νέα μαγειρική συνθήκη στις κουζίνες του νησιού, καθώς πολλές ντόπιες μαγείρισσες, όπως μου λέει χαμογελώντας, «μαγειρεύουν πια, φακές μόνο όταν έχω διαθέσιμες στο μαγαζί από τον πρώην συνάδελφό μου και νυν συνεργάτη μου. Διαφορετικά…περιμένουν!».