«Να με πνίξετε σε ένα βαρέλι μαλβαζία», ζητάει ο Γεώργιος Πλανταγενέτης, δούκας του Κλάρενς, στον «Ριχάρδο Γ’» του Σαίξπηρ, ενώ η δημοτική μούσα παρακαλεί «φέρτε κρασί της Μαλβασιάς, κρασί της Μονοβάσιας, που πίνουνε οι άρρωστοι και βλέπουν την υγειά τους».

Τραγουδισμένος από ποιητές και λαϊκούς στιχουργούς, ο Μονεμβάσιος οίνος ή απλώς Μονεμβασιά ή ακόμα Μαλβαζίας για τους Δυτικούς υπήρξε το γνωστότερο και πιθανότατα ακριβότερο κρασί στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Η επικρατούσα –και μάλλον καλύτερα τεκμηριωμένη– θεωρία για την προέλευσή του τον θέλει να παράγεται πριν από τον 13ο αιώνα στην περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς, δηλαδή στη στεριά απέναντι από το κάστρο της Μονεμβασιάς, και να εξάγεται από το οχυρό λιμάνι της μέσω των Ενετών εμπόρων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ήδη το 1214 καταγράφεται η παρουσία του στα τραπέζια του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ενώ Μονεμβασιώτες έμποροι πωλούν το κρασί του τόπου τους σε όλα τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της εποχής.

Χωρίς να είναι απολύτως σίγουρες η ποικιλιακή σύνθεση και η μέθοδος παρασκευής του, πιθανώς πρόκειται για γλυκό κρασί, που παράγεται από σταφύλια διάφορων ποικιλιών –ανάμεσά τους ίσως και της λευκής ποικιλίας που σώζεται μέχρι σήμερα ως Μονεμβασιά– τα οποία λιάζονται στον ήλιο, χωρίς να αποκλείονται και άλλες τεχνικές για την αύξηση της γλυκύτητας. Δυστυχώς, η τουρκική κατάκτηση διέκοψε βίαια την αμπελουργική δραστηριότητα στην περιοχή και από τον 16ο αιώνα χάνεται κάθε ίχνος του κρασιού της Μονεμβάσιας.

Όμως, οι Βενετσιάνοι, που είχαν στα χέρια τους το προσοδοφόρο εμπόριο, έχουν προλάβει να μεταφέρουν την τεχνική του Μαλβαζία –και πιθανόν κλήματα από τις τοπικές ποικιλίες– στις κτήσεις τους στο Αιγαίο και την Κρήτη, όπου συνεχίζεται η παραγωγή για τουλάχιστον δύο ακόμα αιώνες. Τη δεκαετία του 1930 γίνεται η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την αναβίωση του Μαλβαζία της Μονεμβασίας, η οποία τελεσφορεί σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 2010, με την αναγνώριση της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης Μονεμβασία-Malvasia. Η ΠΟΠ αυτή περιλαμβάνει λευκά γλυκά κρασιά από λιαστά σταφύλια ή vin de liqueur από τις ποικιλίες Μονεμβασιά (τουλάχιστον 51%), Ασύρτικο, Κυδωνίτσα και Ασπρούδες, που προέρχονται από αμπελώνες των παλιών Δήμων Μονεμβασίας, Ασωπού, Βοιών και Μολάων.

Ο Γιώργος Τσιμπίδης της Οινοποιητικής Μονεμβασιάς πρωτοστάτησε στην προσπάθεια αναγνώρισης της Ονομασίας Προέλευσης και το οινοποιείο του είναι το μόνο που εμφιαλώνει δείγμα της, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Η σοδειά του 2012, που εμφιαλώθηκε το 2016, ξεπερνώντας κατά πολύ τους 24 υποχρεωτικούς μήνες σε βαρέλι, έχει ένα όμορφα εξελιγμένο χρώμα που παίζει ανάμεσα στον παλιό χαλκό και το κεραμιδί, ενώ στο αρωματικό του μπουκέτο ξεχωρίζουν σταφίδες, κυδωνόπαστο, ξηροί καρποί, δαμάσκηνο ξερό, νότες καφέ και σοκολάτας. Βελούδινο και λιπαρό στο στόμα, διατηρώντας όμως, χάρη στην οξύτητα, τη ζωντάνια του, με ωραία δομή και πολύ μεγάλη διάρκεια.

Τιμή: Περίπου €39 στο ράφι (τα 375 ml)

Δοκιμάσαμε την Malvasia του Γιώργου Τσιμπίδη στο πρώτο διεθνές φεστιβάλ οίνου στη Μονεμβασιά.