Με τίτλο «σκληρός με τους άλλους, πιο σκληρός με τον εαυτό του», οι New York Times τιμούν τον Κώστα Σπηλιάδη, τον τελειομανή ιδιοκτήτη των εστιατορίων Milos, παρουσιάζοντας την πορεία του από τη στιγμή που έφυγε από την Ελλάδα σε ηλικία 19 ετών, μέχρι τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας εστιατορίων.

Όπως διαβάζουμε, ο Κώστας Σπηλιάδης, γιος απόστρατου στρατιωτικού δικαστή, έφυγε από την Πάτρα στα 19, με σκοπό να σπουδάσει Εγκληματολογία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, τίποτα δεν πήγε όπως ήταν αναμενόμενο και έτσι σήμερα, σε ηλικία 72 ετών, διαθέτει μία διεθνή αυτοκρατορία, με τα εστιατόρια Milos να βρίσκονται στο Μόντρεαλ, την Νέα Υόρκη, την Αθήνα, το Λας Βέγκας, το Μαϊάμι και το Λονδίνο, ενώ μέσα στο 2019 πρόκειται να ανοίξουν ακόμη 3 εστιατόρια -στην Νέα Υόρκη, στο Μεξικό και στο Ντουμπάι.

Όταν έφτασε στο Μανχάταν, το 1966, έμενε σε ένα δωμάτιο της Χριστιανικής Ένωσης Νέων και, όπως εξομολογείται, έκλαιγε κάθε βράδυ. «Μου έλειπε το σπίτι μου και ήμουν συγκλονισμένος από την πόλη», λέει περιγράφοντας τα πρώτα δύσκολα χρόνια, όπου όπως αναφέρει αισθανόταν τελείως χαμένος. Λίγο αργότερα, μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ, για να είναι μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Στέλιο, που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. «Αν μία τσιγγάνα μας είχε πει τότε ότι η μοίρα του Κώστα ήταν τα εστιατόρια, θα έλεγα πως δεν ήξερε τίποτα. Ο Κώστας ήταν πάντοτε ένας διανοούμενος και πολιτικοποιημένο άτομο», λέει ο Στέλιος Σπηλιάδης. Το 1971 πάλι, μετά το πέρας της 4ετούς φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ, χωρίς πτυχίο, ο κ. Σπηλιάδης αντιμετώπιζε προβλήματα τόσο με το πανεπιστήμιο όσο και με τη χούντα στην Ελλάδα, καθώς διέτρεχε τον κίνδυνο να μην ανανεωθεί το διαβατήριό του, ενώ φοβόταν πως αν γύριζε στην Ελλάδα, το καθεστώς θα τον συνελάμβανε. Έτσι, αποφάσισε να ταξιδέψει στον Καναδά, όπου γνώριζε πως το Μόντρεαλ είχε μια πολύ ισχυρή ελληνική κοινότητα, που τασσόταν κατά της χούντας. Εκεί, σημειώνει ότι βρήκε αυτό που δεν μπορούσε να βρει στην Αμερική: μια πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία προσέφερε στους νεοφερμένους μια θέση εντός της κοινωνίας, χωρίς την πίεση εναντίον τους για εγκατάλειψη της πολιτισμικής τους ταυτότητας.

Στον Καναδά ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κονκόρντια και βοήθησε στην ίδρυση ενός ραδιοφωνικού σταθμού, όπου είχε την επιμέλεια του ελληνικού προγράμματος και μία καθημερινή εκπομπή με νέα της ομογένειας, ενώ συμμετείχε και σε θεατρική παράσταση. Το 1979 όμως, αποχώρησε από το ραδιόφωνο για να ανοίξει το πρώτο του εστιατόριο, με αυτόν στο μαγείρεμα και ένα ακόμη άτομο στη λάντζα. «Το έκανα από την ανάγκη μου να αποδείξω ότι το ελληνικό φαγητό δεν ήταν όσο άσχημο πίστευαν όλοι», λέει, προσθέτοντας ότι στην αρχή δεν ήξερε από μαγειρική και έπαιρνε τηλέφωνο τη μητέρα του στην Ελλάδα για μαγειρικές συμβουλές. Στο τέλος όμως, όλα εξελίχθηκαν πολύ καλά. «Ο Κώστας Σπηλιάδης έδωσε αξία στο ελληνικό φαγητό. Πριν από το Milos, τα ελληνικά εστιατόρια ήταν μέρη όπου μερικοί τύποι με χάρτινα καπέλα βρίσκονταν μπροστά από μηχανήματα γύρου», σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο David McMillan, γνωστός εστιάτορας στο Μόντρεαλ. Ο κ. McMillan εξομολογείται δε ότι όταν έβλεπε τον κ. Σπηλιάδη να διαλέγει γλώσσες, ήξερε ότι ποτέ δεν θα τον νικούσε στον τομέα ψάρι.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σήμερα διαθέτει 6 εστιατόρια σε μεγάλες πόλεις του κόσμου και μέσα στον 2019 πρόκειται να ανοίξει ακόμη 3. Όλα τους διακρίνονται για το τέλειο θαλασσινό μενού τους και για τις άριστες πρώτες ύλες, ενώ και οι χώροι είναι ιδιαίτερα κομψοί. Ο Κώστας Σπηλιάδης δε, φαίνεται να μην εφησυχάζει, αφού συχνά τα επισκέπτεται όλα για να ελέγξει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. «Περιμένω την τελειότητα γιατί είναι στην κουλτούρα μου. Οι πελάτες μου επίσης περιμένουν την τελειότητα γι αυτά που τους χρεώνω. Δεν είμαι star chef. Οι άνθρωποι με κρίνουν με βάση την εμπειρία τους», αναφέρει ο κ. Σπηλιάδης.