«H Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της ΕΕ, παραλείποντας να λάβει μέτρα ώστε να παύσουν οι Δανοί παραγωγοί να χρησιμοποιούν την καταχωρισμένη ονομασία «φέτα» για τυρί το οποίο προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες». Αυτή είναι η πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως του Δικαστηρίου της ΕΕ, προς το Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο θα αποφανθεί μέσα στους επόμενους μήνες σχετικά με την υπόθεση.

Η λέξη «φέτα» καταχωρίστηκε ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) το 2002. Έκτοτε, η ονομασία «φέτα» επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνο για τυρί που παράγεται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας και πληροί τις σχετικές προδιαγραφές του προϊόντος.

Η Επιτροπή προσέφυγε κατά της Δανίας στο Δικαστήριο της ΕΕ, υποστηριζόμενη από την Ελλάδα και την Κύπρο, ισχυριζόμενη ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό (1151/2012), παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» για τυρί, το οποίο παράγεται στη Δανία, αλλά προορίζεται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.

Η Δανία αντιτείνει ότι ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή μόνο στα προϊόντα που πωλούνται εντός της ΕΕ και ότι δεν καλύπτει τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Παραδέχεται συνεπώς ότι δεν λαμβάνει μέτρα για να προλάβει ή να σταματήσει τη χρήση της ονομασίας «φέτα» από τους εγχώριους παραγωγούς όταν τα προϊόντα τους προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες με τις οποίες η ΕΕ δεν έχει συνάψει ήδη διεθνή συμφωνία που να εγγυάται την προστασία της επίμαχης ονομασίας.

Στις σημερινές της προτάσεις, η γενική εισαγγελέας Ταμάρα Καπέτα διατυπώνει τη γνώμη ότι ο κανονισμός 1151/2012 καλύπτει τέτοιες εξαγωγές προς τρίτες χώρες και επισημαίνει τα εξής:

Πρώτον, αναγνωρίζει ότι, υπό την οπτική γωνία της Δανίας, η ως άνω ερμηνεία συνεπάγεται εμπόδια για το εμπόριο. Εντούτοις, η απαγόρευση εξαγωγών προς τρίτες χώρες τυριού που φέρει την ονομασία «φέτα» και παράγεται στη Δανία μπορεί να δικαιολογηθεί κατ’ επίκληση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

Δεύτερον, το ερμηνευτικό πλαίσιο, το οποίο εστιάζει στη διανοητική ιδιοκτησία και προτείνεται ως ενδεδειγμένο από την Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, εξηγεί επαρκώς τη νομοθετική βούληση που υπαγόρευσε τη θέσπιση του κανονισμού 1151/2012. Ο σκοπός των ΠΟΠ ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας είναι να εξασφαλίζονται στους παραγωγούς προϊόντων ΠΟΠ συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού, σε αντάλλαγμα για τις προσπάθειές τους να διατηρούν και να διαφυλάσσουν την υψηλή ποιότητα των προϊόντων τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η επιβίωση των επιχειρήσεων παραδοσιακού χαρακτήρα και διασφαλίζεται η ποικιλομορφία των προϊόντων στην αγορά. Μολονότι το ελεύθερο εμπόριο είναι αναμφίβολα μία από τις αξίες τις οποίες σέβεται η έννομη τάξη της ΕΕ, στο πλαίσιο της προτεινόμενης ερμηνείας λαμβάνονται υπόψη, πέραν των οικονομικών, και άλλα συμφέροντα που συνδιαμορφώνουν την αντίληψη των πολιτών της Ένωσης για το τι συνιστά ποιότητα ζωής.

Η γενική εισαγγελέας επισημαίνει ακόμη ότι η λογική που διέπει τον κανονισμό συνίσταται στη βελτίωση της κατάστασης των παραγωγών γεωργικών προϊόντων της Ένωσης μέσω της αναγνώρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας για τα προϊόντα που παράγονται με παραδοσιακές μεθόδους.

Επιπλέον, η ΕΕ έχει αναλάβει, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, σειρά πρωτοβουλιών και ενεργειών οι οποίες συνθέτουν μια αξιόπιστη και συνεκτική ενωσιακή πολιτική που στοχεύει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας εκείνων των προϊόντων των οποίων η ποιότητα αναγνωρίζεται διά της συσχέτισής τους με συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Κατά συνέπεια, εντός του πλαισίου της ευρύτερης πολιτικής, την οποία ακολουθεί η Ένωση με σκοπό την προστασία των ΠΟΠ, η ερμηνεία του κανονισμού 1151/2012 υπό την έννοια ότι απαγορεύει τις εξαγωγές προϊόντων που φέρουν με αθέμιτο τρόπο καταχωρισμένες ονομασίες, ακόμη και προς τρίτες χώρες στις οποίες δεν παρέχεται (ακόμη) η προστασία αυτή, φαίνεται ότι είναι εκείνη που αντανακλά πιο πιστά τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης.

Η γενική εισαγγελέας προτείνει επομένως στο Δικαστήριο της ΕΕ, να διαπιστώσει ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό 1151/2012 παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» για τυρί που παράγεται στη Δανία, αλλά προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.

Σε απάντηση της δεύτερης αιτίασης της Επιτροπής, η γενική εισαγγελέας Ćapeta εκτιμά ότι η Δανία δεν παρέβη το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας. Ειδικότερα, τονίζει ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η Επιτροπή δεν στοιχειοθετεί, αυτό καθαυτό, παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας εκ μέρους του κράτους μέλους.

Σημειώνεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο και η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ

Δείτε επίσης:
Η πλούσια ιστορία του σαφράν στο Μουσείο Κρόκου στην Κοζάνη

Ιταλία: Μεγάλα σούπερ μάρκετ βάζουν πλαφόν στις πωλήσεις βασικών ειδών

Πόλεμος στην Ουκρανία: Ανατιμήσεις «φωτιά» στα βασικά προϊόντα διατροφής