Από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή, μέσα σε τρεις δεκαετίες όπου τα πάντα γύρω μας -αλλά και εμείς οι ίδιοι- έχουν αλλάξει και αλλάζουν διαρκώς, είναι το τραπέζι των Χριστουγέννων, η γιορτινή αυτή μάζωξη, μια κοινωνική σταθερά με αναλλοίωτα χαρακτηριστικά μέσα στον διαρκώς εξελισσόμενο χωροχρόνο; Ας ακολουθήσουμε ένα ταξίδι ενηλικίωσης γύρω από το γιορτινό τραπέζι παρατηρώντας τις κοινωνικές αλλαγές να κινούνται παράλληλα με τη δική μας εξέλιξη, με ρυθμούς γοργούς και με τροχιές ανεξάρτητες. Αλλάζει άραγε με τον ίδιο τρόπο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή ο τρόπος που εμείς το βιώνουμε;

Της ανεμελιάς

Για μια ολόκληρη δεκαετία, από τις αρχές του ’90 μέχρι τις αρχές του ’00, η ετοιμασία του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού ήταν υπόθεση «των άλλων». Οι γονείς μου έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες και τις μεταξύ τους συνεννοήσεις για το ποιος θα αγοράσει τι, από ποιον κρεοπώλη θα πάρουμε φέτος τη γαλοπούλα γιατί «η περσινή δεν βγήκε καλή και όρεξη δεν έχω να ξαναπαθαίνω τα ίδια», όπως έλεγε με αγανάκτηση η μητέρα μου. Κι εγώ, αδιάφορη για όλα αυτά, ανυπομονούσα να πάρω το χαρτζιλίκι από γείτονες, συγγενείς και όποιον τύχαινε να περάσει από το σπίτι για ευχές χτυπώντας με χαρά –και μάλλον όχι τόσο ρυθμικά– το τριγωνάκι μου.

Μέσα σε τρεις ημέρες, από τις 22 μέχρι ανήμερα τα Χριστούγεννα, είχαμε εξοπλιστεί με όλα τα απαραίτητα: κρέατα, λαχανικά, τυριά και χυλοπίτες, κρασιά, σοκολατάκια για το καλωσόρισμα και φυσικά υλικά για κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Το βράδυ της Παραμονής και το πρωί των Χριστουγέννων έβλεπα τη μητέρα μου να τρέχει με πυρετώδεις ρυθμούς από τον έναν πάγκο της κουζίνας στον άλλον, κι εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να προλάβω να φάω όσο περισσότερα μελομακάρονα και σοκολατάκια μπορούσα, πριν έρθουν οι πρώτοι καλεσμένοι.

Η ατμόσφαιρα πάντα ζεστή και η διαδρομή των καλεσμένων προδιαγεγραμμένη: από το μικρό τραπεζάκι στο σαλόνι με τα ουίσκι και τα ξηροκάρπια για το καλωσόρισμα στη μακρόστενη τραπεζαρία με το λευκό κρασί και τις μεγάλες πιατέλες με τα πλούσια φαγητά. Πρώτα έβγαινε η σαλάτα με το λάχανο, το μαρούλι και τα δροσερά ρόδια. Μετά το ζεστό σουφλέ με τις χυλοπίτες από το χωριό -η σπεσιαλιτέ της σπιτονοικοκυράς- και ακολουθούσε, στη χρονική στιγμή που του έπρεπε, το κυρίως πιάτο με τη γαλοπούλα και τις μελωμένες πατάτες. Ήταν γεμιστή, με κάστανα και κουκουνάρια, που δεν συμπαθούσα ιδιαίτερα, θυμάμαι. Έτρωγα όμως το κρέας γύρω-γύρω και γέμιζα το πιάτο με πατάτες όσο έπαιρνε. Πάντα είχαμε γαλοπούλα στο τραπέζι. Εκτός από εκείνες τις φορές που ερχόταν να γιορτάσει μαζί μας ο παππούς. Τότε ήταν αρνί το κυρίως πιάτο και πολλές σοκολάτες το γλυκό μου.

Της αγχωτικής εφηβείας

Στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, για μια ολόκληρη εξαετία δηλαδή, θυμάμαι πως το χριστουγεννιάτικο τραπέζι παρέμενε πάντα το ίδιο. Αυτό που άλλαξε ήταν ότι χρόνο με τον χρόνο έτρωγα τη γαλοπούλα με περισσότερο άγχος: οι διακοπές των Χριστουγέννων ήταν η καλύτερη περίοδος (;) για τους καθηγητές να βάλουν το μεγάλο διαγώνισμα με «ό,τι έχουμε κάνει στην ύλη έως τον Δεκέμβριο». Και όσο περνούσαν τα χρόνια και πλησίαζαν οι Πανελλαδικές, τόσο το άγχος αυτό αυξανόταν εκθετικά. Ευτυχώς, όμως, δεν ήμουν μόνη. Μπορούσα να μοιραστώ το ίδιο άγχος με τους συμμαθητές μου πια, σχεδόν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια των διακοπών μέσα από τις οθόνες των κινητών που είχαν μπει για τα καλά στη ζωή μας. Και ήρθαν τα «χρόνια πολλά» και οι ευχές στη μικρή οθόνη μέσα στην παλάμη μου, η οποία είχε πάντα τη θέση της στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Και τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα και το «κλείσ’ το επιτέλους πια!» ήταν η καθιερωμένη ατάκα της μητέρας μου, καθώς έκοβε επιμελώς στη μέση το αχνιστό σουφλέ που γέμιζε με μυρωδιά τυριού τον αέρα.

Των φοιτητικών χρόνων

Το τέλος της σχολικής ζωής σήμανε την έλευση των μεγάλων πάρτυ ανήμερα τα Χριστούγεννα. Φυσικά το οικογενειακό τραπέζι που πλέον μας δημιουργούσε περισσότερο πλήξη παρά χαρά δεν το γλιτώναμε, αλλά μας έδινε τα απαραίτητα καύσιμα για το τραπέζι με φίλους που ακολουθούσε από τις 12 μέχρι τα ξημερώματα της επομένης. Τα κινητά χτυπούσαν ασταμάτητα και όλη η παρέα συγκεντρωνόταν σε κάποιο γνώριμο σπίτι με πολύ ποτό και δεύτερο μπουφέ, φυσικά πιο… φοιτητικό: μπρουσκέτες με λεμονάτο σολομό για τους vegan απαιτητικούς φίλους, μερικές σαλάτες σε ταπεράκια, πιτάκια με όλων των ειδών γέμιση (με λουκάνικο, τυρί και σπανάκι), φυσικά κάκιστης ποιότητας από το σούπερ μάρκετ, που οι περισσότεροι από εμάς δοκιμάζαμε όταν πια είχαν κρυώσει, λαχανιασμένοι και στα όρθια, στα μικρά διαλείμματα από τον ξέφρενο χορό.

Της παρ’ ολίγον αντιστροφής των ρόλων

Στα χρόνια που ακολούθησαν, μεγαλώσαμε αρκετά και από φοιτητές γίναμε πια ενήλικες με οικονομική ανεξαρτησία, έτοιμοι να αρπάξουμε τη ζωή στα χέρια μας. Και όπως η ενήλικη ζωή απαιτεί, έτοιμοι να κάνουμε εμείς πια το τραπέζι στους γονείς, στους φίλους και τους λοιπούς γνωστούς. Παρ’ ολίγον! Η έλευση του COVID μάς απομάκρυνε βίαια από το γιορτινό τραπέζι, έκανε τις πλαστικές οθόνες απαραίτητο μέσο για την κοινωνικοποίησή μας και τους γονείς εξπέρ σε κάθε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Τσουγκρίσματα και ευχολόγια για επόμενα Χριστούγεννα χωρίς τον ιό, χαμόγελα από την οθόνη και τελικά εκείνα τα δύο χρόνια δεν κατάφερα να αποδείξω σε κανέναν πόσο δεινή μαγείρισσα (μόνο στη συνταγή με το σουφλέ) είχα γίνει. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μου είχε ένα ποτήρι μπίρας και πατάτες στον φούρνο με γαλοπούλα, σταλμένη με τη μέγιστη προσοχή και όλα τα υγειονομικά μέτρα κατευθείαν από το πατρικό στο δικό μου σπίτι.

Η εποχή μετά

Και ύστερα απ’ όλα αυτά τι; Η πολυπόθητη ανεξαρτησία επετεύχθη, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα τολμήσω να το οργανώσω φέτος εγώ στους δικούς μου αφήνοντας στην άκρη τη γαλοπούλα – που έχω πάρει απόφαση πως δεν πρόκειται να την κάνω ωραιότερη από εκείνη της μητέρας μου. Κατσικάκι στον φούρνο, μοσχαράκι με δαμάσκηνα, μοσχοφίλερο και κέικ σοκολάτας για φέτος. Οι υπόλοιποι, συγγενείς, γνωστοί και φίλοι, ας φέρουν τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες – η ανεξαρτησία έχει και τα όριά της.

Τελικά, όταν γύρω μας όλα αλλάζουν, αλλάζουμε κι εμείς; Μέσα στα χρόνια υπάρχει μια τάση να συντηρήσουμε πάση θυσία την εικόνα της μάζωξης της οικογένειας γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με κάθε τρόπο. Έστω και μέσα από τις οθόνες. Το ίδιο το τραπέζι, το φυσικό μέσο της χριστουγεννιάτικης γιορτής, μπορεί να αλλάξει, τα ίδια τα πρόσωπα να εξελιχθούν, ακόμα και η λέξη «οικογένεια» νοηματοδοτείται αλλιώς για τον καθένα. Τι μένει, λοιπόν, σταθερό; Ίσως όλα αυτά τα διαφορετικά μεταξύ τους βιώματα της γιορτής, όλες εκείνες οι μνήμες του ζεστού φαγητού που βγαίνει από τον φούρνο, τα γνώριμα χέρια της μητέρας που έπλαθαν τη μυρωδάτη ζύμη για τα μελομακάρονα και όλα εκείνα τα χαμόγελα των ανθρώπων μας γύρω από το γιορτινό τραπέζι.