Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του παλιού τετραδίου σε μέγεθος τσέπης, αναζητώντας εκείνες τις συνταγές τις ντυμένες με τα «καλά» γράμματα για το γιορτινό μας τραπέζι. Σκούντηγμα γευστικής μνήμης, τρυφερό άγγιγμα των φύλλων της καρδιάς μας.

Όσοι έχουμε ζήσει έστω για λίγο κοντά στον παππού ή στη γιαγιά μας, πιθανότατα γνωρίζουμε πολύ καλά το εξής: στις τρυφερές ηλικίες, όταν χωρούσαμε ακόμα στην αγκαλιά τους ή το βάρος μας ήταν πολύ μικρό και εκείνοι ακόμα δυνατοί για να μας σηκώσουν παιχνιδιάρικα στον αέρα, οι παππούδες ήταν για εμάς ένα ζεστό καταφύγιο. Μεγαλώνοντας, όταν χρειάστηκαν εκείνοι πια τη δική μας αγκαλιά ή τα δικά μας δυνατά χέρια να βοηθήσουν το γέρικο σώμα τους, τότε η λέξη «παππούδες» σήμαινε για εμάς, όσο ποτέ άλλοτε, βλέμματα και χέρια ζεστά. Και όταν «έφυγαν», έγιναν γλυκές μνήμες που σε κάθε ελαφρύ «σκούντηγμα» γίνονται στιγμές ζωντανές, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο συνειδητά.

Στιγμές όπως εκείνες που ζήσαμε μαζί τους τις γιορτινές ημέρες, κάθε βράδυ Πρωτοχρονιάς, περιμένοντας αγκαλιά τον Άι-Βασίλη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Το «σκούντηγμα» της μνήμης

Τις δικές μου γλυκές αναμνήσεις φρόντισε να ξυπνήσει για τα καλά ένα μικρό σημειωματάριο της γιαγιάς μου, γεμάτο χειρόγραφες δικές της συνταγές. Ήταν χωμένο στο στενό συρταράκι του ξύλινου κομοδίνου, πλάι στο διπλό κρεβάτι όπου κοιμόταν με τον παππού στο σπίτι τους. Το σπίτι εκείνο όπου συνήθιζα να περνάω ως παιδί για πολλά χρόνια τις γιορτινές ημέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι και την Πρωτοχρονιά ήταν πάντα περιποιημένο, καθαρό, γεμάτο λουλούδια στα μπαλκόνια και μυρωδιές χωριάτικου φύλλου και ζύμη μπατζίνας στα δωμάτια. Ο παππούς και η γιαγιά περίμεναν πώς και πώς «το καλό το κορίτσι» με το όνομα της γιαγιάς, που μαζί τους έφτιαχνε σπιτάκια και πολύχρωμα κτίρια με τα πλαστικά τουβλάκια πάνω στη μεγάλη, ξύλινη τραπεζαρία και περπατούσε μαζί τους χέρι-χέρι μέχρι το στολισμένο με χριστουγεννιάτικα φωτάκια πάρκο, επιστρέφοντας πάντα κρατώντας κάποια σακουλίτσα με δώρα από εκείνη.

Εγώ χαιρόμουν πολύ και αληθινά να βρίσκομαι κοντά τους εκείνες τις ημέρες. Ένιωθα πάντα θαλπωρή μαζί τους, γιατί το σπίτι ξεχείλιζε από αγάπη σε όλα του: στα βλέμματα, στις αγκαλιές, στις μυρωδιές. Μυρωδιές αξέχαστες από θεσσαλικές πίτες, ψημένο κρέας στο ταψί, γλυκές ζύμες και άχνη και καρύδια στον αέρα. Όλες αυτές αναδύθηκαν μαγικά από τις υπόλευκες σελίδες εκείνου του σημειωματαρίου σε μέγεθος τσέπης. Εξώφυλλο χοντρό, σε χρώμα καφέ, που μαρτυρά τα χρόνια του, και στη μέση, μέσα στο τυπωμένο πλαίσιο «Οδηγός Ζαχαροπλαστικής» με γράμματα της γιαγιάς μου, κεφαλαία. Οι σελίδες του, αριθμημένες και γραμμένες από τον σχολαστικό παππού μου, ήταν γεμάτες συνταγές, αλμυρές και γλυκές, καθ’ υπαγόρευσιν της γιαγιάς. Και καθώς έπεφτε το μάτι μου στα υλικά, γίνονταν αναμνήσεις και αυτές εικόνες και μυρωδιές.

Αρνί με πατάτες στον φούρνο: εκείνο με την τραγανή βουτυρένια πέτσα

Το κυρίως πιάτο του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού είχε συνταγή απλή, αλλά κανένα βήμα και υλικό δεν έπρεπε να παραλειφθεί ή να αλλάξει για να γίνει το κρέας ζουμερό και μυρωδάτο. Τις σπάνιες φορές που γιορτάζαμε την Πρωτοχρονιά στο σπίτι των γονιών μου, έφτιαχνε και η μητέρα μου αρνί στον φούρνο με πατάτες κι εγώ έβαζα τους γευστικούς μου κάλυκες να κάνουν αυτόματα τη σύγκριση: η χοντρή πέτσα, σοφά μαγειρεμένη, έδινε στη γιαγιά μου πάντα την πρώτη θέση. Ήταν τραγανή, και όλο το μυστικό κρυβόταν στο βούτυρο: προτού βάλει στον φούρνο το ταψί, άλειφε το κρέας με βούτυρο και έριχνε δύο γεμάτες κουταλιές ανάμεσα στις πατάτες.

Βασιλόπιτα: Η τυρόπιτα της ζωής μου

Η βασιλόπιτα έβγαινε πάντοτε στο τραπέζι τελευταία, ζεστή και χρυσαφένια. Σιγοψηνόταν ακόμα όταν μας υποδέχονταν και οι δυο τους στην πόρτα χαμογελαστοί με τα καλά τους ρούχα. Εκείνος, με πουκάμισο γαλάζιο ή λευκό, με τα γυαλιστερά μαύρα παπούτσια και το φρεσκοσιδερωμένο στην τσάκιση παντελόνι. Εκείνη, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, σημάδι πως μόλις είχε τρέξει από την κουζίνα για να μας προλάβει στο καλωσόρισμα, περιποιημένη, φορώντας τα σκουλαρίκια με τις πέρλες, το σατέν λουλουδάτο πουκάμισο και τις βελουδένιες μπορντό παντόφλες με την αδέξια φουντίτσα στο κουντεπιέ ‒ παντόφλες μεν, γιορτινές δε!

Η βασιλόπιτα της Καρδιτσιώτισσας γιαγιάς ήταν αλμυρή με χειροποίητο φύλλο και συνταγή παραδοσιακή που γνώριζε απέξω από μικρή ηλικία. Φυσικά την Πρωτοχρονιά δεν ήταν η πρώτη φορά που την έτρωγα. Κάθε φορά που τους επισκεπτόμουν, τη χάζευα με το κεφάλι στις μικρές μου παλάμες και τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπεζάκι της κουζίνας, να ανοίγει με υπομονή το φύλλο πολύ λεπτό –όπως της άρεσε– και να το απλώνει προσεκτικά στο στρογγυλό ταψί, ραντίζοντάς το με λίγο λάδι και δίνοντας κάθε τόσο φωναχτά οδηγίες σε κάθε βήμα «Να, τώρα θα βάλω αλεύρι, γιατί κολλάει το ζυμάρι. Έτσι, μια χούφτα από πάνω». Θυμάμαι τα μαλακά της δάχτυλα να αλείφουν με λάδι το ταψί και παραδίπλα το μεγάλο μπολ με τη φέτα και το αυγό να περιμένουν υπομονετικά να χωθούν μέσα στο βελούδινο φύλλο. Όλα ήταν πάντα στη θέση τους: το ήρεμο χαμόγελό της, οι μυρωδιές της φέτας και του νωπού ζυμαριού κι εγώ ήμουν γαλήνια σίγουρη πως βρισκόμουν στο σωστό μέρος.

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ανυπομονούσα να πετύχω το φλουρί. Φαίνεται πως και ο παππούς μου είχε ακριβώς την ίδια ανυπομονησία, αφού άδειαζε γρήγορα το πιάτο με το κρέας και το ποτήρι με τη ρετσίνα και πηγαινοερχόταν στην κουζίνα ρίχνοντας γρήγορες ματιές στον φούρνο. Όταν η γιαγιά έδινε το σήμα, πήγαιναν και οι δυο μέσα για να τη βγάλουν με προσοχή. Τους περιμέναμε στην τραπεζαρία με ευλάβεια. Η βασιλόπιτα κατέφτανε με ενθουσιασμό από την πλευρά του πατέρα μου, που με κοίταζε με πονηρό βλέμμα: «Για να δούμε ποιος θα κερδίσει το φλουρί!». Και φυσικά, ακολουθούσε η τυπική διαδικασία: ο παππούς γύριζε τρεις φορές το μεγάλο ταψί, το σταύρωνε και στη συνέχεια ονομάτιζε τα κομμάτια: «Του Χριστού, του σπιτιού, του Άι-Βασίλη» και ακολουθούσαμε οι υπόλοιποι, με ηλικιακή σειρά, αφού έπαιρνα το κομμάτι μου τελευταία και καταϊδρωμένη.

Οι κουραμπιέδες της Χαϊδούλας: εκείνοι με το αμύγδαλο και το μπόλικο βούτυρο

Μετά τη βασιλόπιτα, τη θέση της στο τραπέζι έπαιρναν οι κουραμπιέδες. Στρογγυλοί και κυδωνάτοι, φορτωμένοι με άφθονη άχνη, ήταν φτιαγμένοι με μπόλικο βούτυρο και αμύγδαλο, αυγά, ζάχαρη «χονδρή», «αλεύρι όσο παίρνει» και τσίπουρο. Τη συνταγή της Χαϊδούλας από την Καλαμπάκα φαίνεται να τη γνώριζε καλά η γιαγιά, αλλά –αν και δεινή μαγείρισσα– της παράπαιρνε στον φούρνο. «Πάλι τους έκαψες τους κουραμπιέδες», έλεγε ο παππούς και η γιαγιά παραπονιόταν για τις αναλογίες της συνταγής στην οποία «κάτι θα είναι λάθος, δεν μπορεί!».

Μικρή δεν τους συμπαθούσα ιδιαίτερα, αλλά μου άρεσε να τρώω τη ζάχαρη γύρω γύρω. Τους πήγαινα στο χέρι και βιαστικά από τη γαλάζια πιατέλα στο δωμάτιό μου, αλλά άφηνα στο εμπριμέ χαλί τα λευκά αποδεικτικά στοιχεία. Το ίδιο φαίνεται να πάθαινε και ο παππούς, όταν στην προσπάθειά του να αποδείξει πως πέρασε ο «Άγιος με τα δώρα» από το σπίτι, έτρωγε βιαστικά τον κουραμπιέ-κέρασμα στον άγιο κάτω από το στολισμένο δέντρο.

Ζήτημα προσωπικής ανάγνωσης

Ο «Οδηγός Ζαχαροπλαστικής» έφτασε μέχρι τη σελίδα 16 και οι υπόλοιπες δεν πρόλαβαν ή δεν θέλησαν ποτέ να γεμίσουν με άλλες συνταγές, καλά γνώριμες ή καινούριες. Φτάνοντας όμως στις άδειες σελίδες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα ήταν τόσα πολλά, που αόρατα τις γέμιζαν και αυτές.

Ποια είναι όμως η ανάγνωση αυτής εδώ της αφήγησης; Είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε την ελληνική παράδοση του γιορτινού οικογενειακού τραπεζιού, να αναβιώσουμε συνταγές του τόπου μας ή απλά μια βαθιά ανάγκη του γράφοντος να εξιστορήσει προσωπικά βιώματα; Αν ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει στα μαλακά χέρια της γιαγιάς ή στο ζεστό βλέμμα του παππού αυτής της ιστορίας κάτι γνώριμο και οικείο, τότε ίσως αυτό να αρκεί για να δώσει τη δική του απάντηση.

Φωτογραφίες: Studio Lm