Δύο κατά τα φαινόμενα αντιφατικές τέχνες μιξάρονται επιδέξια στα χέρια ενός μαέστρου της φύσης. Ο Δημήτρης Νικολάου, κλείνει στα βραβευμένα γυάλινα βαζάκια της BEE-thoven, την μουσική και την μελισσοκομία, αποδεικνύοντας ότι όταν υπάρχει μεράκι, η φύση είναι αρκετή για να συνθέσει σε απόλυτη αρμονία, τις πιο γλυκές μελωδίες.

Όταν συνάντησα τον Δημήτρη Νικολάου, μουσικό και μελισσοκόμο, και τον ρώτησα με ποιες από τις δύο επαγγελματικές του ιδιότητες επιλέγει να συστηθεί σε κάποιον που τον γνωρίζει για πρώτη φορά, μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια «Και με τις δύο. Αν και η μουσική μπήκε νωρίτερα στη ζωή μου από την μελισσοκομία, νιώθω ευλογημένος που και τα δύο μου χόμπι έχουν πλέον αποκτήσει ισοσκελή επαγγελματική υπόσταση».

Οκτώ βραβεύσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς και δύο ακόμα πρωτιές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μετρά μέχρι σήμερα η BEE-thoven. «Το 2017, το ανθόμελό μου, αυτό που τρυγάω στα βουνά της Ηπείρου συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία και κέρδισε το πρώτο ευρωπαϊκό βραβείο σε διαγωνισμό βιολογικών μελιών, στην Ιταλία» λέει με περηφάνια ο Δημήτρης και έπειτα θυμάται την επόμενη διάκριση που ακολούθησε, χαρίζοντάς του μοναδικές συγκινήσεις. «Το 2018, το θυμαρίσιο μέλι μου, κέρδισε, πάλι ευρωπαϊκά, την πρώτη θέση στην κατηγορία με τα καλύτερα βιολογικά θυμαρίσια μέλια. Αυτό όμως που κάνει τη νίκη εκείνη, τόσο ξεχωριστή για εμένα, είναι ότι ενώ η χώρα μας είναι γνωστή για τα εξαιρετικής ποιότητας θυμαρίσια μέλια της σε Κρήτη, Νάξο, Κάλυμνο, Λευκάδα και Κεφαλλονιά, τελικά το βραβείο κατάφερε να το σηκώσει το μέλι το Μεσολογγίτικο. Φανταστείτε! Ένας αουτσάιντερ μπόρεσε να κατατροπώσει τόσα άλλα παγκοσμίως γνωστά ελληνικά μέλια!».

Όμως, ποια είναι η δική του αγαπημένη ποικιλία; «Συνηθίζω να λέω ότι υπάρχουν δύο είδη μελιών: Το θυμαρίσιο και όλα τα άλλα. Ναι, είμαι περήφανος για το θυμάρι μου αλλά εγώ σαν Δημήτρης αρέσκομαι στα ανθόμελα. Και αυτό γιατί τα θεωρώ κομμάτι της ταυτότητας του κάθε τόπου. Όταν είμαι στα Βαρδούσια και τρυγάω ανθόμελο, δεν τρυγάω μέλι, τρυγάω τον ίδιο τον τόπο. Στην ουσία, εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι παίρνω το απόσταγμα της περιοχής!»

Από το Ωδείο στα χωράφια και έπειτα στα μελίσσια

Αν και η ενασχόληση του με τη γη, την αγροτιά και τις κτηνοτροφικές εργασίες, υπήρχε στη ζωή του από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ο Δημήτρης Νικολάου με την ενηλικίωσή του μπήκε βαθιά στον κόσμο της μουσικής, μετακομίζοντας στην Αθήνα και ακολουθώντας κλασικές σπουδές στο Ωδείο, ενώ παράλληλα επέστρεφε με κάθε ευκαιρία στα χωράφια και στις χοιρομητέρες που εξέτρεφε η οικογένειά του. Τελειώνοντας τις σπουδές του, έφερε την αγάπη του για την μουσική πίσω στην πατρίδα, αποδεχόμενος τη θέση του αρχιμουσικού στην Φιλαρμονική του Δήμου Μεσολογγίου και πλέον σήμερα εργάζεται ως καθηγητής μουσικής στα ΚΔΑΠ, ενώ παραμένει και μέλος του ρεμπέτικου συγκροτήματος «Λαϊκότροπον».

Και κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις πολυσχιδείς αναζητήσεις, ήρθε το αναπάντεχο: Το 2007 ένα σμήνος μελισσών που εγκαταστάθηκε στη μουριά της αυλής του πατρικού του, έμελλε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας του. Στην προσπάθειά του να σώσει με τον αδερφό του, Χριστόφορο, αυτό το μικρό μελίσσι, μεταφέροντας το με ασφάλεια κάπου αλλού, μπήκε στη διαδικασία να ψάξει τα πάντα για την σμηνουργία.

«Τελικά το πιάσαμε σε ένα κουτί και μετά αγοράσαμε την πρώτη μας κυψέλη και έτοιμα πλαίσια με φύλλα κερήθρας και έτσι ξεκινήσαμε το πρώτο μας μελίσσι. Σε δύο χρόνια είχαμε δέκα μελίσσια και σύντομα διαπιστώσαμε ότι η παραγωγή μας ήταν τέτοια που μας επέτρεπε να ασχοληθούμε και πιο σοβαρά με το θέμα. Έτσι αρχίσαμε να σκεφτόμαστε το brand name και τη συσκευασία» λέει ο Δημήτρης.

Επιμένοντας να μάθω περισσότερα για το πώς προέκυψε το εν λόγο brand name, η εξήγηση που μου δόθηκε -αν και απολύτως λογική και σχεδόν αναμενόμενη αν σκεφτεί κανείς τη σχέση του Δημήτρη με τη μουσική- με ξάφνιασε ευχάριστα, μαθαίνοντας τί κρύβει πίσω της αυτή η ευφάνταστη σύλληψη! «Στο ωδείο, το παρατσούκλι μου, ήταν Μοτσαρτίδης» μου λέει ο Δημήτρης και εξηγεί το γιατί «Την κλασική μουσική την οποία σπούδαζα την μετέφραζα μέσω ελληνικών ακουσμάτων, κυρίως ρεμπέτικων και δημοτικών. Έγραφα δηλαδή Φούγκα στυλ Μπαχ και το έκανα με στοιχεία ρεμπέτικης μουσικής. Και έπειτα πέρασα από τον Μπαχ στον Μπετόβεν και έτσι σε μία στιγμιαία αναλαμπή όταν δοκίμασα το μέλι μας, μου ήρθαν στο μυαλό οι μελωδίες του Μπετόβεν και το ονόμασα BEE-thoven».

Όμως ποιος είναι ο κοινός παρανομαστής, σε μουσική και μελισσοκομία; «Και οι δύο» μου απαντά «χρειάζονται χρόνο και διάβασμα. Πρέπει να είσαι πανεπιστήμων για να τα καταφέρεις στη μελισσοκομία: Να ξέρεις από μετεωρολογία για να ερμηνεύεις τα καιρικά φαινόμενα, τα «γυρίσματα» του καιρού, αν και πότε θα βρέξει ή ποια θα είναι τα επίπεδα υγρασίας στα βουνά. Επίσης, πρέπει να έχεις γνώσεις γεωπονίας ειδικά γύρω από την καρποφορία των δέντρων και τέλος να μπορείς να κάνεις διάγνωση σαν κτηνίατρος, ώστε να αναγνωρίζεις αν το μελίσσι σου είναι άρρωστο ή όχι. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να είσαι και καλός τεχνίτης για να επισκευάζεις τις κυψέλες, να τις επιδιορθώνεις κλπ.

Σήμερα τα BEE-thoven, εκτός από την κυκλοφορία τους σε συγκεκριμένα σημεία στην ελληνική αγορά, εξάγονται -αν και σε μικρή κλίμακα- σε Νορβηγία και Γερμανία, ενώ στο παρελθόν είχαν προσελκύσει και το ενδιαφέρον Ιάπωνα μεγαλέμπορου. Εκτός από τα μελίσσια, τα αδέρφια Νικολάου καλλιεργούν και τους βιολογικούς τους ορυζώνες στο Νεοχώρι.