Μία δεκαετία πριν εάν κάποιος τους έλεγε ότι θα τα φέρει έτσι η ζωή ώστε κάποια στιγμή θα μοιράζονται την καθημερινότητά τους με τσάπισμα, όργωμα και φροντίδα πτηνών πιθανόν να μην τον έπαιρναν στα σοβαρά. Και αυτό γιατί, ο μεν Ανδρέας ήταν πολύ αφοσιωμένος στο να φτιάχνει κώδικες προγραμματισμού ως IT και ο Δημήτρης πολύ απασχολημένος, ως σεφ, πάνω από τους φούρνους και τα τηγάνια του.

Κι όμως όλο αυτό έμελλε να αλλάξει, όταν στο μυαλό του Ανδρέα «φύτρωσε» η ιδέα να κάνει restart στη ζωή του. Ήθελε να «επανέλθει στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις», όπως ο ίδιος λέει. Λόγω του απίστευτου στρες που βίωνε καθημερινά στη δουλειά του, έψαχνε με πάθος, εξόδους διαφυγής.

Τότε ξεκίνησε δειλά δειλά να ασχολείται, στον ελεύθερο χρόνο του με την οικιακή καλλιέργεια: «Η κηπουρική για εμένα τότε λειτούργησε ως ψυχοθεραπευτικό χόμπι που μου επέτρεπε να διοχετεύω εκεί όλο το άγχος της δουλειάς μου. Όταν στην πορεία άρχισα να παίρνω τους πρώτους καρπούς, μαγεύτηκα και ξεκίνησα να ψάχνω το θέμα περισσότερο. Παρακολουθούσα φανατικά, στο YouTube, τον John Kohler, έναν από τους λίγους τρελούς στον κόσμο που ασχολείται σοβαρά με τα βρώσιμα λουλούδια, την ωμοφαγία και τις βιολογικές καλλιέργειες μικρής κλίμακας. Να φανταστείς, έφτιαχνε σαλάτες και φαγητά που ήταν μόνο από βρώσιμα λουλούδια».

Το ένα έφερε το άλλο και σιγά σιγά άρχισε και ο Ανδρέας να μοιράζεται τη δουλειά του μέσα από τους λογαριασμούς του στα social media. Μέχρι που τον ανακάλυψαν κάποια έντυπα που ασχολούνται με τις καλλιέργειες και του πρότειναν να αρθρογραφεί στις σελίδες τους. «Ένα από αυτά τα άρθρα μου, το 2016, αναφορικά με τα βρώσιμα λουλούδια, στάθηκε αφορμή για να ανακαλύψει τη δράση μου ο γνωστός σεφ Άρης Βεζενές» θυμάται ο Ανδρέας. «Επικοινώνησε μαζί μου, ζητώντας μου να προμηθεύω τα εστιατόριά του με τα λουλούδια μου. Μου είπε μάλιστα ότι αν και υπάρχει υψηλή ζήτηση σε βρώσιμα λουλούδια από εστιατόρια που ασχολούνται με τη δημιουργική κουζίνα, γενικά παρατηρείται κενό στην ελληνική αγορά σε επίπεδο παραγωγής και διάθεσης, καθώς εισάγονται κυρίως από την Ολλανδία και μάλιστα συχνά τα εμπορεύματα φτάνουν στον προορισμό τους σε πολύ κακή κατάσταση».

Και κάπως έτσι, ο Ανδρέας αποφάσισε να κάνει το χόμπι του επάγγελμα το οποίο στην πορεία αποδείχθηκε ιδιαίτερα επικερδές. «Η αρχή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Μετέφερα τις καλλιέργειες από το σπίτι μου σε ένα χωράφι στο Λαγονήσι, όμως εκεί ως άπειρος νέος αγρότης, εκτός από τις αντιξοότητες του καιρού είχα να αντιμετωπίσω και το πρόβλημα του νερού. Χωρίς ύδρευση και χωρίς δίκτυο ήταν σχεδόν αδύνατον να στηρίξω οποιαδήποτε επαγγελματική καλλιέργεια».

Κάποια στιγμή ο πρώην συμμαθητής του και σεφ Δημήτρης Χατζηδημητρίου του πρότεινε να φτιάξουν μαζί, την δική τους οικολογική φάρμα και να ασχοληθούν με τις φυσικές καλλιέργειες. Ο πατέρας του Δημήτρη, τους παραχώρησε το σχεδόν εγκαταλελειμμένο κτήμα του στο Μαρκόπουλο και λίγους μήνες μετά, δημιούργησαν το Farm to Fork, μία μικρή βιολογική φάρμα στην οποία οι δύο φίλοι καλλιεργούν baby leaves (νεαρά φρέσκα φύλλα), microgreens (λαχανικά και βότανα στην πρώτη φάση της ανάπτυξής τους), βρώσιμα λουλούδια και αρωματικά φυτά. «Όταν όλοι οι άλλοι έβλεπαν μπροστά τους ένα ερειπωμένο κομμάτι γης, εγώ έβλεπα ένα χωράφι με απίστευτες δυνατότητες» εξομολογείται ο Ανδρέας.

Οι μέθοδοι καλλιέργειας στηρίζονται αυστηρά στους φυσικούς μηχανισμούς της γης. Όχι σε χημικά ή βιολογικά λιπάσματα παρά μόνο στους μικροοργανισμούς του εδάφους. «Έτσι οι καρποί γίνονται πεντανόστιμοι και υγιεινοί» εξηγεί. Επίσης, χρησιμοποιούνται σπόροι από φυσική διασταύρωση και όχι γενετικά τροποποιημένοι.

Η δουλειά στη φάρμα δεν έχει ωράριο. «Ξεκινά από το ξημέρωμα και τελειώνει είτε όταν δύσει ο ήλιος είτε όταν μας εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μας. Αγαπημένη μου μέρα είναι η Δευτέρα. Η μέρα της εβδομάδας που ασχολούμαστε αποκλειστικά με τη γη. Τότε, μαζί με τον Δημήτρη, τον φίλο μου τον Χρήστο και τον βοηθό μας τον Αλί που μένει στο χωράφι, σηκώνουμε τα μανίκια και πιάνουμε τις τσουγκράνες και τις τσάπες μέχρι να βραδιάσει».

Από τα συνολικά πενήντα στρέμματα της φάρμας, αυτή τη στιγμή καλλιεργούνται μόλις τα τρία. Τα υπόλοιπα είναι ελιές και φιλοξενούν και μερικά πτηνά (κότες, γαλοπούλες, πάπιες κλπ.). Έχουμε επίσης και έναν αμπελώνα 20 στρεμμάτων όπου ο πατέρας του Δημήτρη παράγει κρασί μόνο για εσωτερική κατανάλωση, οικογένεια και φίλους. Επόμενος στόχος τους να προσθέσουν στην φάρμα και άλλα ζωάκια όπως πρόβατα και κατσικάκια από τα οποία θα φτιάχνουν τυρί και άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα.

Η φάρμα είναι επισκέψιμη και ανοιχτή σε όλους. Μάλιστα ανά καιρούς πραγματοποιούνται και σεμινάρια οικολογικής γεωργίας και αγροτικής καλλιέργειας. Ωστόσο αυτό που θέλουν να αναπτύξουν περισσότερο στο μέλλον είναι τα βιωματικά σεμινάρια γι’ αυτό και ανοίγουν μονοπάτια στη φάρμα ώστε οι επισκέπτες της να γνωρίσουν από κοντά τις καλλιέργειες, να έρθουν σε επαφή με τη γη και να μάθουν πως τα προϊόντα από το χωράφι καταλήγουν στο πιάτο τους.

Αφήνοντας πίσω μου την φάρμα είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Αν η ηρεμία έψαχνε καταφύγιο σε αυτή την πόλη, σκέφτηκα, σίγουρα θα το έβρισκε εδώ. Μη σου πω, θα έπαιρνε αγκαζέ και την ευτυχία και θα φώλιαζαν για πάντα στα λουλούδια του Ανδρέα και του Δημήτρη. Άντε να γυρίσεις πάλι πίσω στους ρυθμούς αυτής της πόλης κάνοντας αυτές τις σκέψεις.